Στα θέματα της οικονομικής συνεργασίας μεταξύ Ελλάδας και Τουρκίας, αναφέρθηκε ο πρόεδρος της Κεντρικής Ένωσης Επιμελητηρίων και του ΕΒΕΑ Κωνσταντίνος Μίχαλος, μιλώντας σε εκδήλωση της ΟΝΝΕΔ Θεσσαλονίκης με θέμα “Ελλάδα-Τουρκία: Προκλήσεις και Προοπτικές”.
Όπως ανέφερε ο κ. Μίχαλος:
Η Τουρκία συνδέθηκε στη διάρκεια της τελευταίας δεκαετίας με μια δυναμική οικονομική ανάπτυξη, με το ΑΕΠ της να υπερτριπλασιάζεται μέσα σε μια δεκαετία, από το 2002 έως το 2013.
Σήμερα, οι ρυθμοί ανάπτυξης έχουν επιβραδυνθεί με τις επιδόσεις της οικονομίας να είναι σαφώς κατώτερες του αναπτυξιακού της δυναμικού. Σε αυτό συντείνουν μια σειρά από παράγοντες, όπως είναι:
– Η αυξημένη πολιτική αστάθεια, ιδιαίτερα μετά την απόπειρα πραξικοπήματος τον Ιούλιο του 2016, η οποία συνέβαλε στη μείωση των επενδύσεων και της δαπάνης των νοικοκυριών.
– Οι γεωπολιτικοί κίνδυνοι στην περιοχή, η επιδείνωση σε θέματα ασφάλειας και οι ρωσικές κυρώσεις, που είχαν αρνητικό αντίκτυπο στα τουριστικά έσοδα.
Σε σχέση με την Ελλάδα, η οικονομική ανάπτυξη της Τουρκίας λειτούργησε κάθε άλλο παρά αρνητικά. Παρά το γεγονός ότι οι δύο οικονομίες ανταγωνίζονται στην ευρύτερη περιοχή της Νοτιοανατολικής Ευρώπης, η Ελλάδα κατάφερε τα προηγούμενα χρόνια να διαχειριστεί ως ευκαιρία την ανάπτυξη της γειτονικής της χώρας.
Τόσο η γεωγραφική εγγύτητα όσο και οι σημαντικές ομοιότητες σε θέματα καταναλωτικών προτιμήσεων και συμπεριφοράς, διευκόλυναν τη διείσδυση ελληνικών προϊόντων στην Τουρκία. Με αποτέλεσμα η χώρα αυτή να έχει καταστεί σήμερα μια από τις σημαντικότερε αγορές για τις ελληνικές επιχειρήσεις αποτελώντας έναν από τους κορυφαίους προορισμούς για τις ελληνικές εξαγωγές.
Η Τουρκία το 2015 ήταν η 3η χώρα προορισμός των ελληνικών εξαγωγών, ενώ κατέχει τη 13η θέση ανάμεσα στις χώρες προμηθευτές της χώρας μας.
Οι ελληνικές εξαγωγές στην Τουρκία σημείωσαν σημαντική μείωση το 2015, η οποία οφείλεται ωστόσο αποκλειστικά στη μείωση των εξαγωγών καυσίμων. Αντίθετα, οι τουρκικές εξαγωγές προς την Ελλάδα αυξήθηκαν κατά 11,7% το 2015 σε σχέση με το 2014.
Ο όγκος του διμερούς εμπορίου το 2015 ανήλθε σε 3 δις ευρώ περίπου, με το εμπορικό πλεόνασμα της Ελλάδας να ανέρχεται σε 364 εκατ. ευρώ – συμπεριλαμβανομένων των καυσίμων.
Βεβαίως, τα πετρελαιοειδή κατέχουν τη μερίδα του λέοντος στο σύνολο των εξαγωγών μας προς την Τουρκία, με μερίδιο που άγγιζε το 74% επί του συνόλου το 2014 και το 51% το 2015.
Με την εξαίρεση των πετρελαιοειδών, το ισοζύγιο για την Ελλάδα εμφανίζεται ελλειμματικό. Κυριότερα εξαγώγιμα προϊόντα προς την Τουρκία είναι το βαμβάκι, τα πλαστικά, ο σίδηρος και χάλυβας, ο μηχανολογικός και ηλεκτρολογικός εξοπλισμός, τα προϊόντα αλουμινίου και χαλκού και τα λιπάσματα. Την τελευταία τριετία σημαντική είναι η αύξηση εξαγωγών μηχανολογικού και ηλεκτρικού εξοπλισμού, φρέσκων φρούτων, κοσμημάτων και λιπασμάτων.
Στα σημαντικότερα προϊόντα που εισήχθησαν το 2015 από την Τουρκία στην Ελλάδα περιλαμβάνονται πετρελαιοειδή, πλαστικά, ηλεκτρολογικός εξοπλισμός, οχήματα και προϊόντα υφαντουργίας.
Ένας άλλος σημαντικός τομέας οικονομικών σχέσεων με τη γειτονική χώρα, είναι αυτός των επενδύσεων, όπου τα προηγούμενα χρόνια είδαμε τις ελληνικές επιχειρήσεις να αξιοποιούν τις ευκαιρίες από την ανάπτυξη της τουρκικής οικονομίας.
Σήμερα, εκτιμάται ότι το συνολικό επενδεδυμένο ελληνικό κεφάλαιο στην Τουρκία ανέρχεται σε 4,9 δισ. δολάρια. Η Ελλάδα κατατάσσεται 5η στις σημαντικότερες χώρες επενδυτές στην Τουρκία μετά την Ολλανδία, Αυστρία, ΗΠΑ και Βέλγιο.
Κυριότεροι κλάδοι δραστηριοποίησης είναι οι υπηρεσίες υγείας, η βιομηχανία τροφίμων, ο τουρισμός, η κλωστοϋφαντουργία, οι κατασκευές, τα πληροφοριακά/τεχνολογικά συστήματα, η ενδυμασία, οι υλικοτεχνικές υπηρεσίες, η ναυτιλία και οι χρηματοοικονομικές υπηρεσίες.
Ο τουρισμός αναδείχθηκε επίσης σε σημαντικό πεδίο ενίσχυσης των διμερών σχέσεων. Ο εισερχόμενος τουρισμός αποτέλεσε έναν από τους σημαντικότερους κλάδους της οικονομίας της γειτονικής χώρας, αφού πάνω από το 1/10 των εσόδων που εισρέουν στην Τουρκία από το εξωτερικό προέρχονται από τον τουρισμό. Η δυνατότητα ανάπτυξης πολλών εναλλακτικών μορφών τουρισμού, οι εκτεταμένες διαφημιστικές εκστρατείες και βεβαίως οι χαμηλές τιμές των υπηρεσιών που παρέχει, έφεραν την Τουρκία στις πρώτες θέσεις των τουριστικών προορισμών παγκοσμίως, τόσο σε αριθμό αφίξεων όσο και σε έσοδα. Οι αφίξεις προς τη χώρα αυξήθηκαν κατά 260% από τη δεκαετία του 80 μέχρι σήμερα.
Ταυτόχρονα, τα τελευταία χρόνια σημειώνεται μια εντυπωσιακή αύξηση του εξερχόμενου τουρισμού από την Τουρκία, ως αποτέλεσμα της μεταβολής του βιοτικού επιπέδου του πληθυσμού, της ενίσχυσης της μεσαίας τάξης αλλά και της αυξημένης πρόσβασης των πολιτών στο διαδίκτυο και στην πληροφορία.
Σύμφωνα με το γραφείο ΟΕΥ στην Άγκυρα, την τελευταία δεκαετία ο αριθμός των Τούρκων που ταξιδεύουν στο εξωτερικό έχει σχεδόν διπλασιαστεί: από 4 εκατ. Το 2004 σε 7 εκατ. Το 2014. Η Ελλάδα έχει σαφώς επωφεληθεί από αυτή την τάση.
Το 2010 η χώρα μας είχε δεχθεί 561.000 επισκέπτες από την Τουρκία. Το 2015 ο συνολικός αριθμός των εισερχόμενων τουριστών από τη γείτονα χώρα ξεπέρασε το 1,5 εκατομμύριο. Η Τουρκία, από την άλλη, δέχθηκε το 2015 περίπου 715.000 επισκέπτες από την Ελλάδα, από 500.000 περίπου το 2010.
Από τα στοιχεία που ανέφερα ως τώρα προκύπτει ένα σαφές συμπέρασμα: ότι η Ελλάδα, αφενός χάρη στη σταθερότητα των πολιτικών σχέσεων τα τελευταία 15 χρόνια και αφετέρου χάρη στη διορατικότητα και την εξωστρέφεια των επιχειρήσεών της, κατάφερε να επωφεληθεί από τη δυναμική ανάπτυξη της τουρκικής οικονομίας.
Και βεβαίως μπορεί να αντλήσει περαιτέρω οφέλη στο μέλλον.
Παρά την επιβράδυνση, η τουρκική οικονομία θα συνεχίσει να αναπτύσσεται στα επόμενα χρόνια. Παγκόσμια Τράπεζα και Διεθνές Νομισματικό Ταμείο προβλέπουν, ότι την τριετία 2017 – 2019 ο ετήσιος ρυθμός ανάπτυξης θα είναι μεταξύ του 2,6% και 3,6% του ΑΕΠ.
Η Τουρκία εξακολουθεί να ανήκει στις 20 ισχυρότερες οικονομίες του κόσμου. Έχει έναν δυναμικό και νεανικό πληθυσμό 80 εκατομμυρίων ανθρώπων, αυξάνει διαρκώς την παραγωγή και την εξωστρέφειά της.
Αυτά τα στοιχεία μπορούν να αξιοποιηθούν για την περαιτέρω διείσδυση των ελληνικών προϊόντων, ειδικά σε κλάδους όπου η χώρα μας αναπτύσσει ποιοτική και καινοτόμο παραγωγή, όπως τα γεωργικά προϊόντα και τα τρόφιμα, τα φάρμακα και τα καλλυντικά, τα δομικά υλικά, τα πλαστικά και τα υλικά συσκευασίας.
Υπάρχουν επίσης σημαντικές προοπτικές συνεργασίας σε τομείς όπως οι κατασκευές – όπου οι ελληνικές εταιρείες έχουν ήδη αναπτύξει γόνιμη παρουσία – η αγορά ακινήτων, καθώς και η ενέργεια και ειδικότερα οι Ανανεώσιμες Πηγές.
Η Ελλάδα και η Τουρκία διαθέτουν σημαντικές δυνατότητες και πλεονεκτήματα που προκύπτουν από τη στρατηγική τους θέση μεταξύ τριών ηπείρων. Αυτές οι δυνατότητες μπορούν να αξιοποιηθούν αποτελεσματικότερα, με συνένωση δυνάμεων και δημιουργικές συμπράξεις.
Γι’ αυτό θεωρούμε ιδιαίτερα σημαντική τη διατήρηση της επικοινωνίας και της συνεργασίας μεταξύ των δύο επιχειρηματικών κοινοτήτων.
Και είναι καθοριστική προς αυτή την κατεύθυνση η συμβολή τόσο των Συμβουλίων Συνεργασίας, όσο και των διμερών Επιμελητηρίων, με δραστηριότητες που διευκολύνουν τη γνωριμία, τη δικτύωση, την ανάπτυξη κοινών πρωτοβουλιών.
Σαφώς, βέβαια, η προσπάθεια αυτή επηρεάζεται και από την πορεία των διμερών πολιτικών σχέσεων.
Γι’ αυτό και παραμένει το αίτημα του επιχειρηματικού κόσμου – και στις δύο χώρες – για νηφαλιότητα και σύνεση.
Ελπίζουμε ότι και η τουρκική πλευρά αντιλαμβάνεται ότι το μακροπρόθεσμο συμφέρον της οικονομίας και των πολιτών της, βρίσκεται στην ειρηνική συνύπαρξη και στη διευκόλυνση της οικονομικής συνεργασίας με τις γειτονικές της χώρες».