Oι Έλληνες έχασαν, σε οικονομικούς όρους, σχεδόν ένα ΑΕΠ από την αξία των ιδιωτικών τους περιουσιών στη διάρκεια της κρίσης, σύμφωνα με στοιχεία της Credit Suisse (CS) που επικαλείται ο ΣΕΒ.
Συγκεκριμένα, η καθαρή, μετά την αφαίρεση των δανείων, περιουσία των Ελλήνων αποτιμάται σε 856 δισεκατομμύρια ευρώ, έναντι 1.023 δισ. ευρώ λίγο πριν το ξέσπασμα της ελληνικής κρίσης χρέους το 2009 και 683 δισ. ευρώ λίγο πριν η χώρα γίνει μέλος της Ευρωζώνης στις αρχές της δεκαετίας του 2000.
Επίσης, το 2009 η καθαρή περιουσία ανά ενήλικα είχε αυξηθεί σε 114 χιλιάδες ευρώ ενώ το ίδιο συνέβη και στην υπόλοιπη Ευρώπη όπου όμως, η καθαρή περιουσία ανά ενήλικα διαμορφωνόταν, σε 93 χιλ. ευρώ, δηλαδή κάτω από τον μέσο όρο στην Ελλάδα.
«Αυτό που κατατάσσει την Ελλάδα σε διαφορετική κατηγορία από την υπόλοιπη Ευρώπη είναι ο υπερδανεισμός.
Από Euro 3207 ανά ενήλικα ιδιωτικού χρέους το 2000, το μέγεθος αυτό υπερπενταπλασιάσθηκε το 2009 σε Euro 16793 ανά ενήλικα, προσεγγίζοντας τον ευρωπαϊκό μέσο όρο των Euro 17657 ανά ενήλικα, που είχε με τη σειρά του αυξηθεί κατά 50% περίπου σε σχέση με το 2000», τονίζει ο Σύνδεσμος Επιχειρήσεων και Βιομηχανιών.
Σημειώνεται ότι το δημόσιο χρέος στην Ελλάδα το 2009 ανερχόταν σε 33.122 ευρώ ανά ενήλικα, από 16.309 ευρώ ανά ενήλικα το 2000, δηλαδή διπλασιάσθηκε μέσα σε μια δεκαετία.
Αυτό που δεν φαίνεται στα στοιχεία της περιουσιακής κατάστασης των Ελλήνων και δεν προβάλλεται επαρκώς, υποστηρίζει ο ΣΕΒ, είναι τα τεράστια ελλείμματα του ασφαλιστικού συστήματος που θα συνεχίσουν να απορροφούν σημαντικούς πόρους και στο μέλλον, θέτοντας περιορισμούς στην αναπτυξιακή πορεία της χώρας, εάν δεν αντιμετωπισθούν.
Οι παλαιότερες γενιές στην ουσία δανείσθηκαν όχι μόνο τις αποταμιεύσεις των ξένων, αλλά και τις μελλοντικές αποταμιεύσεις των παιδιών τους.
Μπορεί, λοιπόν, στην περίοδο της επίπλαστης ευημερίας να αυξήθηκε σημαντικά η περιουσία των νοικοκυριών, αλλά ο τρόπος με τον οποίο έγινε αυτό θέτει σήμερα σε δοκιμασία την ικανότητα των νεότερων γενεών να εργάζονται, να αποταμιεύουν και να δημιουργούν οικογένειες στη χώρα μας.
«Η αποταμίευση των νοικοκυριών είναι πλέον αρνητική και, συνεπώς, δεν παράγεται νέος πλούτος και η επιβάρυνση της ακίνητης, ειδικότερα, περιουσίας με φόρο διακράτησης (ΕΝΦΙΑ) από τους υψηλότερους στον κόσμο, έχει εγκλωβίσει μεγάλο μέρος του πληθυσμού σε αδυναμία οικονομικής αξιοποίησης της περιουσίας του σε παραγωγική κατεύθυνση», αναφέρει ο Σύνδεσμος.
Τέλος, για το πρωτογενές πλεόνασμα που διαμορφώθηκε σε 4,3 δισ. ευρώ ή 2,5% του ΑΕΠ έναντι στόχου πλεονάσματος 1,1% του ΑΕΠ, παρά το έκτακτο βοήθημα στους συνταξιούχους αλλά και την ταχύτερη αποπληρωμή οφειλών του κράτους ο ΣΕΒ κάνει λόγο για σημαντικό επίτευγμα.
«Αποτυπώνει την αυξημένη αποτελεσματικότητα του φοροεισπρακτικού μηχανισμού και τα οφέλη από τη χρήση ηλεκτρονικών συναλλαγών.
Μετά από χρόνια προσπαθειών και τεχνικής βοήθειας φαίνεται ότι έχουν αρχίσει να αποδίδουν καρπούς, καθ’ υπέρβαση των σχετικά συντηρητικών εκτιμήσεων για την απόδοση των μέτρων που νομοθετήθηκαν το 2016».