Χάκερ κατάφεραν να αποκτήσουν πρόσβαση στο σύστημα διατραπεζικών μηνυμάτων Swift, το οποίο θεωρείται υπερασφαλές και χρησιμοποιείται για τη μεταβίβαση δισεκατομμυρίων δολαρίων ημερησίως, σε μια κατά τα φαινόμενα δεύτερη ηλεκτρονική επίθεση αυτού του είδους που γίνεται, σύμφωνα με αμερικανικά μέσα ενημέρωσης.
Σύμφωνα με επιστολή που ετοιμάζεται να αποστείλει σήμερα η Swift (Society for Worldwide Interbank Financial Telecommunication) στους χρήστες της, οι μέθοδοι που χρησιμοποίησαν τώρα οι χάκερ φέρουν ομοιότητες με την ηλεκτρονική επίθεση που επέτρεψε τον Φεβρουάριο σε κάποιους εγκληματίες να υπεξαιρέσουν 81 εκατομμύρια δολάρια από λογαριασμό της Κεντρικής Τράπεζας του Μπανγκλαντές στη Φέντεραλ Ριζέρβ (την κεντρική τράπεζα των ΗΠΑ) στη Νέα Υόρκη.
Αυτήν τη φορά, οι χάκερ είχαν στόχο μια εμπορική τράπεζα, το όνομα της οποίας δεν διευκρίνισε η Swift, και κατάφεραν να σφετεριστούν τους κωδικούς για να αποστείλουν, μέσω Swift, μηνύματα στο όνομα της τράπεζας.
Η επίθεση αυτή δείχνει ότι γίνεται πραγματικά μια προσπάθεια να βρεθεί πρόσβαση σε αυτό το σύστημα που είναι απαραίτητο για τη λειτουργία του διεθνούς χρηματοπιστωτικού κόσμου, σύμφωνα με το κείμενο που ετοιμάζεται να δημοσιοποιήσει η Swift, το οποίο επικαλούνται σήμερα οι αμερικανικές εφημερίδες New York Times και Wall Street Journal.
Τον Φεβρουάριο, μηνύματα που έδειχναν ότι προέρχονταν από την Τράπεζα του Μπανγκλαντές έδιναν εντολή για την μεταβίβαση προς διαφόρους λογαριασμούς στις Φιλιππίνες 81 εκατομμυρίων δολαρίων από τον λογαριασμό της στην αμερικανική κεντρική τράπεζα.
Το FBI υποψιάζεται ότι οι εγκληματίες που έκαναν την επίθεση του Φεβρουαρίου είχαν συνεργάτες εκ των έσω, έγραφε την Τρίτη η Wall Street Journal.
Την ίδια μέρα, υψηλόβαθμοι εκπρόσωποι της Φέντεραλ Ριζέρβ στη Νέα Υόρκη, της Τράπεζας του Μπανγκλαντές και της Swift συναντήθηκαν στη Βασιλεία της Ελβετίας για να συζητήσουν γι’αυτήν την κυβερνοαπάτη.
Οι μέθοδοι που χρησιμοποίησαν οι χάκερ στις δύο αυτές περιπτώσεις “δείχνουν σαφώς μια βαθειά και εξελιγμένη γνώση των λειτουργιών αυτού του είδους στις τράπεζες που αποτέλεσαν στόχο” καταλήγει η Wall Street Journal.