Οι ανακοινώσεις της ΕΛΣΤΑΤ και οι εξελίξεις αυτής της εβδομάδας συνηγορούν προς ένα ηπιότερο πρότυπο προσαρμογής της ελληνικής οικονομίας στα νέα φορολογικά μέτρα και τους κεφαλαιακούς ελέγχους, υπογραμμίζει η Alpha Bank στο εβδομαδιαίο της δελτίο.
Συγκεκριμένα, η σημαντική βελτίωση των εξωτερικών συναλλαγών της χώρας κατά το τρέχον έτος, η ταχεία επάνοδος των δεικτών οικονομικής εμπιστοσύνης στο διάστημα Σεπτεμβρίου – Οκτωβρίου και η αναζήτηση λιγότερο υφεσιακών μέτρων, αλλά με ισοδύναμο δημοσιονομικό αποτέλεσμα, αποτελούν παράγοντες που αμβλύνουν, τόσο σε κλίμακα, όσο και σε χρονική διάρκεια, την υφεσιακή διαταραχή της ελληνικής οικονομίας.
Επίσης, υπογραμμίζει η τράπεζα, η αναζήτηση μέτρων ισοδύναμου δημοσιονομικού αποτελέσματος προς αντικατάσταση του συντελεστή φορολογήσεως των υπηρεσιών της ιδιωτικής εκπαιδεύσεως είναι κρίσιμης σημασίας.
Η εκροή ανθρώπινου κεφαλαίου (brain drain) έλαβε μεγάλες διαστάσεις τα τελευταία χρόνια προκαλώντας ένα περιοριστικό παράγοντα για μία σταθερή αναπτυξιακή πορεία στο μεσοχρόνιο ορίζοντα.
Η υψηλή φορολόγηση των υπηρεσιών εκπαιδεύσεως θα αποτελέσει ένα ακόμη πλήγμα τόσο βραχυπρόθεσμα θέτοντας σε κίνδυνο θέσεις εργασίας, όσο και μεσοπρόθεσμα στον σχηματισμό υψηλής ποιότητας ανθρωπίνου κεφαλαίου, αφού η ιδιωτική εκπαίδευση λειτουργεί συμπληρωματικά καλύπτοντας ουσιαστικά τις αδυναμίες του συστήματος δημοσίας εκπαιδεύσεως.
Η δυσμενής οικονομική συγκυρία των τελευταίων ετών έχει ήδη πλήξει σημαντικά την πρωτοβάθμια και δευτεροβάθμια ιδιωτική εκπαίδευση.
Η ύφεση, η αύξηση της ανεργίας και η περαιτέρω φορολογική επιβάρυνση έχουν οδηγήσει σε μείωση του διαθεσίμου εισοδήματος των νοικοκυριών, γεγονός που επιδρά αρνητικά στην επιλογή ιδιωτικής εκπαιδεύσεως.
Οι βασικοί παράγοντες που επηρεάζουν τη ζήτηση υπηρεσιών πρωτοβαθμίου και δευτεροβαθμίου ιδιωτικής εκπαιδεύσεως είναι οι οικονομικές συνθήκες που επηρεάζουν το διαθέσιμο εισόδημα των νοικοκυριών, το ύψος των διδάκτρων, οι δημογραφικές εξελίξεις, οι συνθήκες λειτουργίας και οι ελλείψεις στη δημόσια παιδεία, καθώς και άλλοι κοινωνικοί παράγοντες.
Σύμφωνα με πρόσφατη μελέτη της εταιρίας συμβούλων επιχειρήσεων ΣΤΟΧΑΣΙΣ (Οκτώβριος 2015), ενδεικτικό στοιχείο της μειώσεως της ζητήσεως για ιδιωτική εκπαίδευση τα τελευταία έτη, είναι η πτώση κατά 17,4% του αριθμού των μαθητών στα σχολικά έτη 2008/09 έως 2013/14, η οποία είναι σε μεγάλο βαθμό αποτέλεσμα της υφέσεως, ενώ η ανάκαμψη (+4,3%) που σημειώθηκε κατά το σχολικό έτος 2014/15 σχετίζεται με τη σχετική σταθεροποίηση της οικονομίας το 2014.
Σημειώνεται ότι η αύξηση κατά 4,3% το 2014 εν μέρει μόνο αντιστρέφει την πτώση που παρουσιάσθηκε σωρευτικά στα πέντε προηγούμενα έτη (17,4%), ενώ ο συνολικός αριθμός μαθητών που φοιτά σε ιδιωτικά σχολεία το 2014 ανέρχεται σε 79,9 χιλιάδες και είναι μικρότερος ακόμα και από το επίπεδο του 2000 (87,1 χιλ.).
Εκτός του αριθμού των μαθητών, η οικονομική κρίση έπληξε και τον αριθμό του διδακτικού προσωπικού των ιδιωτικών σχολείων.
Από το 2000 έως το 2008, ο αριθμός του διδακτικού προσωπικού παρουσίασε αυξητική τάση σχεδόν σε όλες τις εκπαιδευτικές βαθμίδες, ενώ από το 2008 έως και το 2014 η τάση αντιστράφηκε και ο συνολικός αριθμός εκπαιδευτικού προσωπικού σημείωσε σωρευτική μείωση κατά 6,4%.
Το ύψος των διδάκτρων αποτελεί επίσης βασικό παράγοντα που καθορίζει τη ζήτηση για ιδιωτική εκπαίδευση. Τα ιδιωτικά σχολεία προκειμένου να αντιμετωπίσουν την ύφεση έχουν μειώσει τις τιμές τους τα τελευταία έτη.
Όπως απεικονίζεται στο επόμενο γράφημα, στη διάρκεια της οικονομικής κρίσεως, τα δίδακτρα παρουσίασαν μεγαλύτερη μείωση σε σχέση με τον Εθνικό Δείκτη Τιμών Καταναλωτή, και επομένως, σε πραγματικούς όρους μειώθηκαν.