Η αύξηση του κατώτατου μισθού θα οδηγούσε σε αύξηση της ανεργίας και δεν θα συνέβαλε στο να δημιουργηθούν νέες θέσεις εργασίας, ήταν το συμπέρασμα που κατέληξε μελέτη που δημοσιεύει το Οικονομικό Δελτίο της Τράπεζα της Ελλάδος.
Σύμφωνα, λοιπόν, με τη συγκεκριμένη μελέτη την περίοδο αυτή με την ιδιαίτερα υψηλή ανεργία, για την πολιτική απασχόλησης ως πρώτη προτεραιότητα θα πρέπει να ιεραρχείται η δημιουργία νέων θέσεων απασχόλησης με τον σημερινό ελάχιστο μισθό, μέσω της ενθάρρυνσης των επενδύσεων και των προσλήψεων, παρά η άμεση βελτίωση της θέσης των χαμηλόμισθων μέσω της δραστικής αύξησης του ελάχιστου μισθού, αφού διαφαίνεται ότι η εργασία των τελευταίων σε ένα τέτοιο ενδεχόμενο θα γινόταν επισφαλέστερη.
Όπως δείχνει η έρευνα ελάχιστες είναι οι αμοιβές που αφορούν κάποιο αξιόλογο ποσοστό εργαζομένων, ιδιαίτερα σε συγκεκριμένους κλάδους και στις μικρές επιχειρήσεις.
Άρα, για να είναι βιώσιμη μια κίνηση αύξησης του κατώτατου μισθού, θα πρέπει να εναρμονίζετε με τις αυξήσεις στην παραγωγικότητα και στις μέσες αμοιβές.
Σύμφωνα με στοιχεία που παρουσιάζει η Καθημερινή σε δημοσίευμά της, ο ελάχιστος μηνιαίος μισθός μειώθηκε στα μέσα Φεβρουαρίου 2012 κατά 22% και από 751,4 ευρώ κατήλθε στα 581,1 ευρώ, όπου και παραμένει. Αυτή η δραστική μείωση έγινε αφού η ανεργία από 10,5%, το τέταρτο τρίμηνο του 2009, εκτινάχθηκε στο 20,9%, το τέταρτο τρίμηνο του 2011, ενώ η απασχόληση την ίδια διετία μειώθηκε κατά σχεδόν 14%.
Επιπλέον, από το 2010 όταν η χώρα μπήκε στο πρώτο μνημόνιο, οι μέσες αποδοχές στο Δημόσιο μειώθηκαν κατά 7,7% και στον μη τραπεζικό ιδιωτικό τομέα κατά 2,9%. Οι αντίστοιχες μειώσεις το 2011 περιορίστηκαν στο 0,5% στο Δημόσιο και σε 1,7% στον ιδιωτικό τομέα, και μόνο αργότερα, το 2012 και 2013, μετά την τότε μείωση των ελάχιστων μισθών και τις θεσμικές μεταρρυθμίσεις στην αγορά εργασίας, ακολούθησε μεγαλύτερη πτώση των μέσων μισθών κατά 6,5% κατ’ έτος.
Η μελέτη της ΤτΕ καταλήγοντας εκτιμά πως οι αυξήσεις σε μισθούς μπορεί να μειώσουν την απασχόληση.