Το 2014 ο πιστωτικός κίνδυνος παρέμεινε σε υψηλό επίπεδο παρά την επιβράδυνση που παρατηρήθηκε στο ρυθμό δημιουργίας νέων δανείων σε καθυστέρηση και τη βελτίωση του ποσοστού κάλυψης των δανείων σε καθυστέρηση από συσσωρευμένες προβλέψεις (∆εκέμβριος 2014: 55,8%, ∆εκέμβριος 2013: 49,3%).
Ειδικότερα, όπως επισημαίνεται στην έκθεση για την Νομισματική Πολιτική της Τράπεζα της Ελλάδος που δόθηκε σήμερα στη δημοσιότητα, ο βαθμός πιστωτικού κινδύνου αντανακλάται στο υψηλό ποσοστό των μη εξυπηρετούμενων ανοιγμάτων (39,9%), για τα οποία υπάρχουν διαθέσιμα στοιχεία για πρώτη φορά το ∆εκέμβριο 2014.
Σύμφωνα με στοιχεία για το πρώτο τρίμηνο του 2015 ο λόγος των μη εξυπηρετούμενων ανοιγμάτων προς το σύνολο των δανείων ανήλθε σε 40,8%, με το ύψος τους να ξεπερνά τα 100 δισεκ. ευρώ.
Στα μη εξυπηρετούμενα ανοίγματα περιλαμβάνονται τα δάνεια σε καθυστέρηση αλλά και τα δάνεια (ανοίγματα) που είναι μεν ενήμερα ή εμφανίζουν καθυστέρηση μικρότερη των 90 ημερών, αλλά υπάρχουν ενδείξεις ότι ο οφειλέτης ενδέχεται να μην εκπληρώσει πλήρως τις δανειακές υποχρεώσεις του χωρίς τη ρευστοποίηση των σχετιζόμενων εξασφαλίσεων
Στην προσπάθειά τους να αντιμετωπίσουν το πρόβλημα των μη εξυπηρετούμενων ανοιγμάτων, όπως αναφέρεται στη έκθεση της ΤτΕ, οι τράπεζες εφαρμόζουν λύσεις κυρίως βραχυπρόθεσμου χαρακτήρα (π.χ. κεφαλαιοποίηση ληξιπρόθεσμων οφειλών) και δευτερευόντως λύσεις μακροπρόθεσμου χαρακτήρα (π.χ. παράταση διάρκειας, μείωση επιτοκίου) ή οριστικών διευθετήσεων.
Θετική εξέλιξη αποτελεί ο πενταπλασιασμός των διαγραφών δανείων (1.980 εκατ. ευρώ το 2014, έναντι 363 εκατ. ευρώ το 2013), καθώς συμβάλλει στη σταδιακή εξυγίανση του δανειακού χαρτοφυλακίου.
Οι διαγραφές δανείων επικεντρώθηκαν στην επιχειρηματική και την καταναλωτική πίστη. Σημειώνεται, ωστόσο,ότι για σημαντικό αριθμό δανείων οι τράπεζες δεν έχουν λάβει κανένα μέτρο αντιμετώπισης του προβλήματος.
Η κεφαλαιακή επάρκεια των τραπεζών ενισχύθηκε από τη διενέργεια αυξήσεων μετοχικού κεφαλαίου το πρώτο εξάμηνο του 2014 παρά την αρνητική επίδραση που είχε ο σχηματισμός ιδιαίτερα υψηλών προβλέψεων για τον πιστωτικό κίνδυνο.
Ο ∆είκτης Κεφαλαιακής Επάρκειας ανήλθε σε 14,1% το 2014 (από 13,4% το 2013), ενώ ο ∆είκτης Κεφαλαίου Κοινών Μετοχών (Common Equity Tier 1 – CET1) σε ενοποιημένη βάση ανήλθε σε 13,8% το 2014 (από 12% το 2013). Μάλιστα, η εν λόγω επάρκεια κεφαλαίων επιβεβαιώθηκε και από τη Συνολική Αξιολόγηση που διενεργήθηκε από την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα, τα αποτελέσματα της οποίας ανακοινώθηκαν στα τέλη Οκτωβρίου 2014.
Σύμφωνα με τα στοιχεία του πρώτου τριμήνου του 2015, παρά την αυξημένη αβεβαιότητα, η κεφαλαιακή επάρκεια των τραπεζών παρέμεινε σε ικανοποιητικό επίπεδο. Ο ∆είκτης Κεφαλαίου Κοινών Μετοχών, σε ενοποιημένη βάση, ανήλθε σε 12,5%, περίπου όσο και το μέσο επίπεδο των ευρωπαϊκών τραπεζών, και ο ∆είκτης Κεφαλαιακής Επάρκειας διαμορφώθηκε σε 12,7%.