Μία ακόμα γυναικοκτονία ήρθε να προστεθεί στον μακάβριο κατάλογο δολοφονιών γυναικών από συντρόφους και συζύγους στη χώρα μας.
Ο 25χρονος άνδρας, αλβανικής καταγωγής, πυροβόλησε και σκότωσε την 19χρονη σύντροφό του, επίσης αλβανικής καταγωγής, και στη συνέχεια παραδόθηκε στις Αρχές.
Σύμφωνα με πληροφορίες οι αστυνομικοί μετά το τηλεφώνημα του άνδρα, έσπευσαν στο σπίτι του ζευγαριού στον Πειραιά και εντόπισαν την άτυχη γυναίκα νεκρή.
Μέχρι στιγμής, δεν έχουν εξακριβωθεί οι ακριβείς συνθήκες πίσω από τους τραγικό συμβάν.
Σύμφωνα με πληροφορίες ο άνδρας φέρεται να είπε στους αστυνομικούς ότι ζήλευε παθολογικά τη σύντροφό του και ότι ήταν υπό την επήρεια ναρκωτικών.
Μετά την επιστροφή της 19χρονης από τη δουλειά είχαν έναν έντονο τσακωμό για λόγους ζηλοτυπίας και ο καθ’ ομολογίαν δράστης φέρεται να υποστήριξε ότι πάνω στη λογομαχία τους έβγαλε το όπλο και την πυροβόλησε στο κεφάλι.
Ακόμα ισχυρίστηκε ότι κατάλαβε τι είχε συμβεί όταν οι ναρκωτικές ουσίες που είχε λάβει –κοκαΐνη– σταμάτησαν να έχουν επίδραση στον οργανισμό του και τότε ειδοποίησε τις αστυνομικές Αρχές.
Γυναικοκτονία: Οι γυναίκες ως ιδιοκτησία
Σύμφωνα με τον Παγκόσμιο Οργανισμό Υγείας, η βία κατά των γυναικών περιλαμβάνει ένα ευρύ φάσμα πράξεων.
Από λεκτικές παρενοχλήσεις και άλλες μορφές συναισθηματικής κακοποίησης, μέχρι την καθημερινή σωματική ή σεξουαλική κακοποίηση.
Στην άκρη αυτού του φάσματος, βρίσκεται η γυναικοκτονία.
Ένα μεγάλο ποσοστό των γυναικοκτονιών είναι σε βάρος γυναικών που βρίσκονται σε βίαιες σχέσεις και διαπράττονται από τον νυν ή έναν πρώην σύντροφό τους.
Ο ορισμός, λοιπόν, που παρουσιάζει ο ΠΟΥ για τη γυναικτοκτονία, είναι ότι πρόκειται για ανθρωποκτονία γυναικών από πρόθεση επειδή ακριβώς είναι γυναίκες.
Στην ουσία οι γυναικοκτονίες είναι εγκλήματα που στηρίζονται στις βαθιά εμπεδωμένες κοινωνικές αντιλήψεις, σύμφωνα με τις οποίες οι γυναίκες πρέπει να είναι υποτελείς στην ανδρική εξουσία, ενώ δυνητικά μπορούν να «τιμωρηθούν» και να «σωφρονιστούν» μέσω της βίας.
Σύμφωνα με το Κέντρο για τα έμφυλα δικαιώματα και την ισότητα «Διοτίμα», η γυναικοκτονία συνιστά διακριτό αδίκημα που παλιότερα συγκαλύπτονταν πίσω από τον όρο «εγκλήματα τιμής» και αργότερα από τον όρο «εγκλήματα πάθους».
Καταγράφηκε για πρώτη φορά ως όρος το 1976 από την κοινωνιολόγο Νταϊάνα Ράσελ (Diana E. H. Russel) και υιοθετήθηκε από την εγκληματολογία, μετά το 1992, χάρη στο βιβλίο «Femicide: the politics of woman killing», μια συλλογή δοκιμίων που επιμελήθηκαν η εγκληματολόγος Τζιλ Ράντφορντ (Jill Radford) και η κοινωνιολόγος Νταϊάνα Ράσελ (DianaE. H. Russell).