Τα στοιχεία που «έδειξαν» την ενοχή του 34χρονου πιλότου και η άρνηση των δικαστών να του αναγνωρίσουν κάποιο ελαφρυντικό.
Απαντήσεις στα «γιατί» μιας τραγωδίας που συγκλόνισε τη χώρα, της δολοφονίας της 20χρονης Καρολάιν Κράουτς από το σύζυγό της Μπάμπη Αναγνωστόπουλο στα Γλυκά Νερά, κλήθηκαν να δώσουν οι δικαστές του Μικτού Ορκωτού Δικαστηρίου της Αθήνας.
Σύμφωνα με την απόφαση 716/2022, για να λάβουν την τελική τους απόφαση μελέτησαν πέρα από τα στοιχεία που βρήκε η ΕΛ.ΑΣ. στον τόπο του εγκλήματος, το ηλεκτρονικό ημερολόγιο που κρατούσε το θύμα, το smartwatch που φορούσε η Καρολάιν τη στιγμή της δολοφονίας της, αλλά και ένα smartphone που πρόδωσε τον Μπάμπη Αναγνωστόπουλο.
Όπως αποκαλύπτει ο Ελεύθερος Τύπος της Κυριακής, η απόφαση των δικαστών φτάνει τις 35 σελίδες, ενώ τα πρακτικά της δίκης ξεπέρασαν τις 330 σελίδες.
Η ισχυρή προσωπικότητα του θύματος και το «χρυσό κλουβί»
Στην απόφασή τους οι δικαστές του Μικτού Ορκωτού Δικαστηρίου της Αθήνας περιγράφουν το θύμα ως ένα κορίτσι με ισχυρή προσωπικότητα και κοινωνικότητα, ενώ γίνεται αναφορά στην ατυχή εγκυμοσύνη της Καρολάιν Κράουτς, αλλά και στο περιεχόμενο του ημερολογίου, που τηρούσε ηλεκτρονικά η Καρολάιν, και συγκεκριμένα τις σημειώσεις του χρονικού διαστήματος από τις 16 Νοεμβρίου 2019 έως και τις 14 Μαΐου 2020, που αναγνώστηκαν στο δικαστήριο.
«Προέκυψε ότι ο κατηγορούμενος εκδήλωνε με τρόπο υπερβολικό την ανησυχία του για την πορεία της εγκυμοσύνης και την υγεία του εμβρύου, με αποτέλεσμα να επιτείνονται η ανασφάλεια, η ανησυχία και το αίσθημα ανεπάρκειας, που ήδη ένιωθε η σύζυγός του λόγω της προγενέστερης αποβολής και της έλλειψης σχετικής εμπειρίας» αναφέρει η απόφαση.
«Εκτός αυτού, η Καρολάιν είχε ήδη αρχίσει να συνειδητοποιεί ότι η σχέση της με τον κατηγορούμενο ήταν δυσλειτουργική και να αμφιβάλλει για το μέλλον του γάμου της», συμπεραίνουν οι δικαστές και συμπληρώνουν ότι «από το ημερολόγιο του θύματος προκύπτει ότι, παρά τη γέννηση του παιδιού τους, εκείνη είχε εκφράσει στον κατηγορούμενο την επιθυμία της για διάσπαση της έγγαμης συμβίωσής τους και περαιτέρω είχε προβεί σε ενέργειες αναζήτησης κατοικίας» προσθέτουν οι δικαστές.
Οι δικαστές του Μικτού Ορκωτού Δικαστηρίου της Αθήνας ασχολήθηκαν και με τη σχέση της Καρολάιν με τον Μπάμπη Αναγνωστόπουλο, υπογραμμίζοντας ότι η 20χρονη ήταν κλεισμένη σε ένα «χρυσό κλουβί».
«Το ζευγάρι ήταν τελείως αποκομμένο από το οικογενειακό περιβάλλον, ενώ ο κατηγορούμενος επιλέγοντας να μισθώσει σπίτι στα Γλυκά Νερά την απέκλεισε από την εξακολούθηση των σπουδών της αλλά και από την ανάπτυξη οποιασδήποτε άλλης δραστηριότητας, θεωρούσε δεδομένη και αυτονόητη την παρουσία του σε κάθε συναναστροφή της συζύγου του, με αποτέλεσμα να δημιουργείται σε εκείνη αίσθημα διαρκούς ελέγχου των κινήσεών της, ενώ της στερούσε μετρητά χρήματα, με αποτέλεσμα να μην μπορεί να προβεί σε απλές συναλλαγές τις καθημερινότητάς της» υπογραμμίζουν οι δικαστές.
Το κινητό που πρόδωσε τις κινήσεις και η άρνηση ελαφρυντικών
Η απόφαση – καταπέλτης για τον 34χρονο πιλότο αναφέρει και στοιχεία που οδήγησαν τους δικαστές στην κρίση τους, όχι μόνο για την ενοχή του, αλλά και για τη μη αναγνώριση ελαφρυντικών.
Ειδικότερα, όπως αναφέρει ο Ελεύθερος Τύπος της Κυριακής, οι δικαστές έλαβαν υπόψη τους τα στοιχεία που βρέθηκαν στο κινητό του τηλέφωνο.
«Από τα ευρήματα-ενδείξεις του κινητού τηλεφώνου, αποδεικνύεται ότι στις 23.44 ο κατηγορούμενος βρισκόταν σε κίνηση, καθόσον διήνυσε 140,32m και στις 23.46 ολοκλήρωσε την άνοδο τριών ορόφων.
»Από τις ενδείξεις αυτές συνάγεται σαφώς ότι ο κατηγορούμενος είχε κατέλθει στον υπόγειο χώρο της κατοικίας του και στη συνέχεια μετέβη στον δεύτερο όροφο αυτής, όπου βρισκόταν το υπνοδωμάτιο στο οποίο είχε ήδη καταφύγει η σύζυγός του» αναφέρουν οι δικαστές, καταρρίπτοντας τον ισχυρισμό του Μπάμπη Αναγνωστόπουλου ότι παρέμενε στο ισόγειο του σπιτιού.
Παράλληλα, ο 34χρονος πιλότος δεν έδωσε καμία εξήγηση κατά την απολογία του, ούτε σχετικά με τον λόγο για τον οποίο κατέβηκε στο υπόγειο, αλλά ούτε και γιατί δεν το ανέφερε ποτέ σε κανένα στάδιο της διαδικασίας.
Σύμφωνα με τους δικαστές, επιβαρυντικά λειτούργησε και ο χρόνος των έξι λεπτών που είχε στη διάθεσή του ο κατηγορούμενος μέχρι να επέλθει ο θάνατος του θύματος, καθώς στο διάστημα αυτό έχει τον χρόνο να σταθμίσει τις συνέπειες της πράξης του.
«Η πάροδος των 2-3 λεπτών που χρειάστηκε στον κατηγορούμενο για την ανάκτηση της αυτοκυριαρχίας του και την άμεση κινητοποίησή του με τη διάπραξη πρωτοφανών ενεργειών συγκάλυψης του στυγερού εγκλήματος καταδεικνύει ότι ενήργησε με απόλυτη νηφαλιότητα και διαύγεια πνεύματος τόσο πριν όσο και κατά τη διάρκεια τέλεσης της πράξης, με βάση λεπτομερώς προμελετημένο σχέδιο, αφού σε λιγότερο από 10 λεπτά από τη δολοφονία της συζύγου του προέβη στη δολοφονία του οικόσιτου σκύλου του» αναφέρουν.
Τέλος, το Μικτό Ορκωτό Δικαστήριο στην απόφασή του τεκμηριώνει και τους λόγους που είχε απορρίψει τη χορήγηση δύο ελαφρυντικών στον Μπάμπη Αναγνωστόπουλο, εξηγώντας ότι ο σύννομος βίος δεν ταυτίζεται με το λευκό ποινικό μητρώο.
«Για τη θεμελίωση του συννόμου βίου λαμβάνεται υπόψη η συμπεριφορά του κηρυχθέντος ενόχου μέχρι την τέλεση της αξιόποινης πράξης, λαμβάνονται όμως υπόψη και οι περιστάσεις υπό τις οποίες τελέστηκε η αξιόποινη πράξη, διότι αποκαλύπτουν προηγούμενη συμπεριφορά του δράστη ενδεικτική της προσωπικότητάς του, η οποία ενδεχομένως να υποδηλώνει έλλειψη σεβασμού σε έννομα αγαθά. […]
»Ο κατηγορούμενος είχε λευκό ποινικό μητρώο, πλην όμως από την απολογία του προέκυψε ότι αθέτησε συμβατική του υποχρέωση έναντι της συζύγου του μην ασκώντας υπέρ των συμφερόντων της τη διαχείριση της ατομικής περιουσίας» υποστηρίζουν οι δικαστές.
«Σε κάθε περίπτωση οι περιστάσεις υπό τις οποίες τελέστηκαν οι αξιόποινες πράξεις καταδεικνύουν την έλλειψη ενσυναίσθησης, την ψυχρότητα και την ιδιαίτερη σκληρότητα της προσωπικότητας του κατηγορουμένου, στοιχεία που μεγιστοποιούν την ποινική απαξία των πράξεών του, σε σχέση με τον μέσο όρο των παρεμφερών υποθέσεων. […]
»Οι ενέργειές του καταδεικνύουν την ιδιαίτερη σκληρότητά του, την απουσία συντριβής του από την πρόκληση θανάτου της συζύγου του και του ζώου τους, την πρωτοφανή ψυχρότητα και μεθοδικότητα με την οποία προέβη στον σχεδιασμό και την τέλεση των εγκληματικών ενεργειών, καθώς και την εργώδη προσπάθειά του να αποσείσει κάθε ίχνος ευθύνης για τις πράξεις του», καταλήγουν.