Δεκαοκτώ μέρες πριν εκπνεύσει το ανώτατο όριο των 18 μηνών της προσωρινής κράτησης, ξεκινάει σήμερα Τετάρτη στο Μικτό Ορκωτό Δικαστήριο η δίκη της 34χρονης κατηγορούμενης για την απαγωγή και σεξουαλική κακοποίηση, ύστερα από χορήγηση ψυχοτρόπων ουσιών, της μικρής Μαρκέλλας από την Τούμπα Θεσσαλονίκης.
Εκτός από την 34χρονη στο εδώλιο κάθεται και ο 41 ετών φερόμενος ως συνεργός της, η εμπλοκή του οποίου προέκυψε έναν χρόνο μετά την αρπαγή της ανήλικης.
Ο ίδιος είχε αφεθεί ελεύθερος μετά την απολογία του, με επιβολή περιοριστικών όρων και χρηματικής εγγύησης, ενώ η κατηγορούμενη είχε προφυλακιστεί.
Σε βάρος της έχουν απαγγελθεί βαρύτατες κατηγορίες: αρπαγή ανηλίκου με σκοπό να το μεταχειριστεί ο δράστης σε ανήθικες ασχολίες, βιασμό, γενετήσια πράξη με ανήλικο, προμήθεια και κατοχή ναρκωτικών για αποκλειστικά ιδία χρήση, έκθεση, όπως επίσης διακεκριμένη περίπτωση διακίνησης ναρκωτικών με τη μορφή της ανάμειξής τους σε ποτό με σκοπό τη διάθεσή τους.
Η μητέρα του παιδιού δήλωσε σήμερα ότι περιμένει η Δικαιοσύνη να κάνει τη δουλειά της και να πληρώσει η 34χρονη.
Σύμφωνα με πληροφορίες, η 10χρονη ζει σήμερα στη δομή ανηλίκων «Παιδικά Χωριά SOS» και παρακολουθείται από ειδικούς που προσπαθούν να τη βοηθήσουν να επανέλθει.
Τι αναφέρει το βούλευμα
Σύμφωνα με το παραπεμπτικό βούλευμα του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Θεσσαλονίκης, τα ίχνη της ανήλικης είχαν χαθεί το μεσημέρι της 11ης Ιουνίου, όταν μετά το πέρας του σχολείου δεν επέστρεψε σπίτι.
Εξεταζόμενη αργότερα από ειδικούς, η μαθήτρια, κατονόμασε την 34χρονη ως τη γυναίκα που την άρπαξε, με το πρόσχημα ότι την έστειλε η μητέρα της να την παραλάβει.
Το θύμα γνώριζε την απαγωγέα της, καθώς διέμεναν στο παρελθόν στην ίδια πολυκατοικία και είχαν οικογενειακές σχέσεις.
Όπως αναφέρει το βούλευμα, η κατηγορούμενη μετέφερε την 10χρονη στο διαμέρισμά της, στην Καλαμαριά, όπου τής πρόσφερε χυμό φρούτων στον οποίο είχε διαλύσει χάπια Ζάναξ, με συνέπεια η παθούσα να περιέλθει σε κατάσταση υπνηλίας και σωματικής αδυναμίας.
Εκμεταλλευόμενη την κατάσταση αυτή, η 34χρονη προέβη στη συνέχεια στις πράξεις για τις οποίες κατηγορείται.
Παρακολουθώντας στην τηλεόραση το μήνυμα εξαφάνισης της 10χρονης και την έκταση που είχε πάρει το θέμα, το επόμενο 24ωρο, η κατηγορούμενη φαίνεται πως κυριεύτηκε από πανικό, οπότε αποφάσισε να την αφήσει ελεύθερη.
Το επόμενο πρωί τής έδωσε χρήματα για ταξί, περπάτησαν λίγο μαζί και μετά την άφησε απροειδοποίητα μόνη της, στη συμβολή των οδών Καθηγητή Ρωσσίδου και Θεμιστοκλή Σοφούλη, όπου εντοπίστηκε από περιοίκους και μεταφέρθηκε στην Παιδιατρική Κλινική του Ιπποκράτειου Νοσοκομείου.
Στη συνέχεια η 34χρονη επέστρεψε στο σπίτι της, κάλεσε ραδιοταξί και κατευθύνθηκε στην Παραλία Κατερίνης, όπου είχε ήδη μισθώσει διαμέρισμα για να κρυφτεί.
Κατά την παραμονή της εκεί, έκοψε τα μαλλιά της κοντά και αντικατέστησε το κινητό της τηλέφωνο.
Τελικά εντοπίστηκε τέσσερις μέρες αργότερα, στις 17 Ιουνίου, από ειδική ομάδα ερευνών της Ασφάλειας Θεσσαλονίκης.
Ο συγκατηγορούμενός της μπήκε στο «κάδρο» των διωκτικών Aρχών κατά τη διάρκεια έρευνας δύο άλλων πράξεις βιασμού σε βάρος ενηλίκων με φερόμενη ως δράστιδα την 34χρονη, ύστερα από άρσεις απορρήτου τηλεπικοινωνιών και επικοινωνιών.
Όπως αναφέρεται στο βούλευμα, ο 41χρονος «επισκέφθηκε επανειλημμένα το σπίτι της συγκατηγορούμενής του κατά το διάστημα της παράνομης κράτησης της ανήλικης και ήταν παρών κατά την απελευθέρωσή της».
Τις επόμενες μέρες ο ίδιος φέρεται να αντάλλαξε e-mail με την 34χρονη, από τα οποία προκύπτει ότι «γνώριζε, πριν από τη σύλληψή της, ότι ήταν η δράστις της αρπαγής, καθώς και ότι της παρείχε υλική υποστήριξη διαβεβαιώνοντάς την ότι θα της συμπαρασταθεί και προτείνοντάς της να συναντηθούν ή να της στείλει ό,τι χρειάζεται με άλλο έμπιστο πρόσωπο».
Απολογούμενος αρνήθηκε κάθε εμπλοκή και φέρεται να ισχυρίστηκε ότι διατηρούσε επί πληρωμή ερωτικές επαφές με την 34χρονη.