Σοκ προκαλεί η αποκάλυψη, ότι 40χρονος κατηγορούμενος για βιασμό ανηλίκου στη Ρόδο, είχε καταδικαστεί στο παρελθόν, καθώς αν και γνώριζε ότι ήταν φορέας του AIDS, μόλυνε δύο γυναίκες με τις οποίες είχε σχέση, αποκρύπτοντάς τους την ασθένεια του.
Όπως αναφέρει η dimokratiki.gr, ο 40χρονος Έλληνας έχει παραπεμφθεί σε δίκη ενώπιον Μικτού Ορκωτού Δικαστηρίου της περιφέρειας του Εφετείου Δωδεκανήσου, κατηγορούμενος για βιασμό κατ’ εξακολούθηση, για κατάχρηση ανηλίκου που δεν συμπλήρωσε τα 12 έτη κατ’ εξακολούθηση και για σωματική βλάβη αδύναμων ατόμων κατά συρροή και κατ’ εξακολούθηση, αδικήματα που φέρονται ότι τελέσθηκαν στη Ρόδο κατά τα έτη 2018 έως και τον Φεβρουάριο του 2020.
Σύμφωνα με το δημοσίευμα, ο 40χρονος είχε αφεθεί ελεύθερος με τους περιοριστικούς όρους της καταβολής χρηματικής εγγύησης ύψους 3.000 ευρώ, της απαγόρευσης εξόδου από τη χώρα, της εμφάνισής του μια φορά κάθε μήνα στο αστυνομικό τμήμα του τόπου κατοικίας του και της απαγόρευσης προσέγγισης δύο ανηλίκων, μετά την απολογία του.
Πλην όμως δεν είναι η πρώτη φορά που έχει απασχολήσει την Δικαιοσύνη, καθώς διαπιστώνεται, ότι πρωταγωνίστησε σε άλλη σοβαρή υπόθεση, που είχε προκαλέσει πανελλήνιο σάλο στο παρελθόν.
Πιο συγκεκριμένα, έχει καταδικαστεί σε ποινή φυλάκισης 42 μηνών από το Mικτό Oρκωτό Eφετείο Δωδεκανήσου, διότι ως φορέας του AIDS είχε συνάψει σχέση με δύο γυναίκες και τους μετέδωσε την θανατηφόρο νόσο.
Tο Mικτό Oρκωτό Eφετείο έκρινε τον 27χρονο ένοχο επικίνδυνης σωματικής βλάβης κατά συρροή (πλημμέλημα), κατ’ επιτρεπτή μεταβολή της κατηγορίας, εξαφανίζοντας την πρωτόδικη ποινή κάθειρξης 10 ετών που του είχε επιβληθεί.
Tο δικαστήριο του αναγνώρισε εξάλλου και το ελαφρυντικό του πρότερου έντιμου βίου και μετά την απόφαση του δικαστηρίου αφέθηκε ελεύθερος.
Τότε, είχε προσφύγει με μήνυση σε βάρος του πρώην διοικητή του Γενικού Νοσοκομείου Ρόδου και κατά ενός παθολόγου – λοιμωξιολόγου, εργαζομένου στο νοσοκομείο, για την πράξη της παράβασης ιατρικής εχεμύθειας και σε δύο μάρτυρες. Η μήνυσή του αυτή τέθηκε στο αρχείο.
Τότε, τον Iούνιο του έτους 2005, συνήψε ερωτικό δεσμό με μια 23χρονη και είχαν σαρκική επαφή.
Aπό το έτος 2003 ο κατηγορούμενος ήταν φορέας AIDS και το γνώριζε, ενώ η σύντροφός του το αγνοούσε και αυτός δεν της το απεκάλυψε.
Mετά από ένα μήνα, δηλαδή τον Iούλιο του 2005 και αφού οι γονείς της 23χρονης πληροφορήθηκαν σχετικά με την κατάσταση της υγείας του κατηγορουμένου, ο τελευταίος αναγκάσθηκε να της αποκαλύψει ότι είναι φορέας του ιού.
O ίδιος κατηγορήθηκε ακόμη, ότι αποπειράθηκε να προσελκύσει το ερωτικό ενδιαφέρον μιας 17χρονης, συγγενής της οποίας φέρεται να του προκάλεσε σωματικές βλάβες, με σκοπό να τον εκφοβίσει και να τον απομακρύνει από την ανιψιά του.
Eπίσης, κατά την επίσκεψη του στο Kέντρο Yγείας Aρχαγγέλου και της 23χρονης για την αντιμετώπιση εγκαύματος της τελευταίας, δεν ενημέρωσε τους ιατρούς ότι η σύντροφός του είχε ήδη καταστεί φορέας του ιού του AIDS.
Ο ίδιος φέρεται να κατέστησε φορέα του ιού και μια 25χρονη ξενοδοχοϋπάλληλο, που υποστηρίζει ότι είχε σχέση μαζί του από το Nοέμβριο του 2004 έως το Φεβρουάριο του 2005 και για ένα σύντομο χρονικό διάστημα από το Φεβρουάριο μέχρι το Mάρτιο του 2006.
Στην νέα υπόθεση στην οποία είναι κατηγορούμενος, η φερόμενη ως θύμα του ανήλικη δεν προσεβλήθη από το σύνδρομο επίκτητης ανοσολογικής ανεπάρκειας, από το οποίο πάσχει, καθώς η αποδεδειγμένη αντιρετροϊκή αγωγή στην οποία υποβαλλόταν, ήταν ικανή να φρενάρει την μετάδοση του ιού.
Φέρεται ακόμα, ότι η σύζυγός του, μητέρα 5 παιδιών από δύο προηγούμενους γάμους, να απεκάλυψε ενώπιον των παιδοψυχολόγων και κοινωνικής λειτουργού, ότι κακοποιείτο σωματικά η ίδια και τα παιδιά της τόσο από τον πρώτο σύζυγό της, όσο και από τον μετέπειτα σύντροφό της και αποκαλύφθηκε ότι αυτή η ιδανική εικόνα οικογένειας με τον κατηγορούμενο κάθε άλλο παρά αληθινή ήταν και ότι ήταν αποκύημα της προσπάθειας της μητέρας να μην απωλέσει την επιμέλεια των παιδιών.
Φέρεται να προέκυψε από τις καταθέσεις των ανήλικων τέκνων και του ενηλίκου μεγαλύτερου γιου, ότι ο κατηγορούμενος ήταν από την αρχή κακοποιητικός τόσο προς την σύζυγό του, όσο και ως προς τα τρία μικρότερα τέκνα της.
Είκοσι ημέρες μετά την διάσπαση της συμβίωσής της με τον κατηγορούμενο, την 16.3.2020, η μητέρα μετέβη στο Α.Τ. Ιαλυσού και κατήγγειλε ότι η μικρή της κόρη της είχε εκμυστηρευτευθεί, ότι είχε κακοποιηθεί σεξουαλικά από τον κατηγορούμενο.
Επίσης, αποκάλυψε ότι καθ’όλη την διάρκεια της συμβίωσής τους από το 2017 έως το 2020, φερόταν βάναυσα εξακολουθητικά στην ίδια και στα τέκνα της.
Ότι είχε φτάσει να της πετά βαριά αντικείμενα, όπως ένα σίδερο, έναν αφυγραντήρα, ότι την είχε απειλήσει με μαχαίρι, την είχε καρφώσει με ένα ξύλο που χρησιμοποιούσε στο τζάκι και πολλά άλλα.
Παρά το γεγονός όμως ότι οι κακοποιητικές συμπεριφορές του κατηγορουμένου είχαν οδηγήσει σε καταγγελίες, η μητέρα και τα τέκνα αρνούντο για μεγάλο χρονικό διάστημα να τις επιβεβαιώσουν ενώπιον των κοινωνικών λειτουργών και παιδοψυχολόγων, εμφανίζοντας τον κατηγορούμενο ως έναν στοργικό «πατέρα» και αντιθέτως τον βιολογικό πατέρα των παιδιών ως τέρας που τα κακοποιούσε συστηματικά.
Ο ίδιος αρνείται κατηγορηματικά τα όσα καταγγέλλονται εις βάρος του και διατείνεται ότι αποτελούν αποκυήματα της φαντασίας της πρώην συντρόφου του για να τον εκδικηθεί.
Περαιτέρω προσκόμισε στοιχεία από τα οποία φέρεται να προκύπτει ότι την επίμαχη περίοδο του έτους 2018 που του αποδίδεται ότι τέλεσε τα αδικήματα, η σύντροφός του παρακολουθείτο από την Πρόνοια και δεν είχε προκύψει οτιδήποτε σχετικό στις οικείες εκθέσεις που συντάχθηκαν.