Σε μάστιγα της εποχής μας έχει εξελιχθεί η παιδοφιλία, με τα περιστατικά σε βάρος μικρών παιδιών, από διεστραμμένους δράστες, που προκαλούν φρίκη και αντιμετωπίζουν σχεδόν καθημερινά οι αρμόδιοι αξιωματικοί και ψυχολόγοι της Ελληνικής Αστυνομίας, να αυξάνουν συνεχώς.
Το έργο τους πολύ δύσκολο, αφού πρέπει, όχι απλώς να διαλευκάνουν σοβαρές υποθέσεις και να φτάσουν στη σύλληψη των δραστών, αλλά ταυτόχρονα να μην “πληγώσουν” παιδικές ψυχές, που έχουν βιώσει εφιαλτικές καταστάσεις.
Δράστες κυρίως είναι άτομα του στενού ή ευρύτερου οικογενειακού ή και φιλικού περιβάλλοντος, αλλά και εντελώς άγνωστα», τονίζει στο Πρακτορείο, το περιοδικό του Αθηναϊκού Πρακτορείου Ειδήσεων, ο προϊστάμενος της Υποδιεύθυνσης Ανηλίκων, αστυνομικός υποδιευθυντής Γιώργος Μπουροδήμος.
«Οι ανήλικοι», συνεχίζει, «χρειάζονται ειδική προστασία και μέριμνα, ιδιαίτερα για την πρόληψη και αντιμετώπιση της σεξουαλικής κακοποίησής τους.
Προσβλέπουμε στην χωρίς καθυστέρηση ενημέρωση – καταγγελία για κάθε περιστατικό, ώστε να εκδηλώσουμε την άμεση ανταπόκρισή μας.
Θεωρούμε ότι η επιστημονική διερεύνηση των υποθέσεων με τη συνδρομή των ψυχολόγων μας και το ομαδικό πνεύμα, αποτελεί ξεχωριστό στοιχείο της Υπηρεσίας μας».
Ο χειρισμός των υποθέσεων με παιδιά θύματα σεξουαλικής κακοποίησης, αποτελεί μια ξεχωριστή διαδικασία.
«Αυτό συμβαίνει, κυρίως, λόγω της ηλικίας των βασικών μαρτύρων που είναι τα παιδιά. Απαιτεί ομαδική δουλειά για το επιδιωκόμενο αποτέλεσμα της συλλογής των στοιχείων», τονίζει ένα από τα πιο έμπειρα στελέχη της Υποδιεύθυνσης Ανηλίκων, η τμηματάρχης, αστυνόμος Α΄, Γεωργία Πατρωνούδη.
«Για εμάς που εργαζόμαστε με τα παιδιά και γνωρίζουμε τις ιδιαιτερότητές τους, λόγω του νεαρού της ηλικίας τους, είναι πολύ σημαντικό, κατά την έρευνα μας, να αποτυπωθούν τα πραγματικά περιστατικά της κάθε υπόθεσης, με σεβασμό προς το παιδί – θύμα σεξουαλικής κακοποίησης, αλλά και καταγραφή της άποψης του προσώπου που κατηγορείται».
Καίριος είναι ο ρόλος των ψυχολόγων της ΕΛ.ΑΣ όσον αφορά στην αντιμετώπιση των παιδιών – θυμάτων.
«Εμείς, οι ψυχολόγοι, καλούμαστε να εκτιμήσουμε την ψυχική κατάσταση και την αντιληπτική ικανότητα του θύματος, να προετοιμάσουμε το παιδί για την εξέτασή του ως μάρτυρα και να διατυπώσουμε τις διαπιστώσεις μου σε γραπτή έκθεση, η οποία αποτελεί αναπόσπαστο κομμάτι της δικογραφίας. Στη συνέχεια είμαστε παρόντες κατά τη διάρκεια της κατάθεσης του παιδιού στους προανακριτικούς υπαλλήλους», επισημαίνει ο ψυχολόγος – αστυνόμος Α’ , Νίκος Σταματογιάννης.
«Ο ρόλος του ψυχολόγου, πέρα από τα προαναφερθέντα που ορίζονται από το νόμο», προσθέτει, «συνίσταται αρχικά στο να κερδίσει την εμπιστοσύνη του παιδιού, δεδομένου ότι αυτό καλείται να μοιραστεί μια πολύ τραυματική για το ίδιο εμπειρία σε άγνωστους ανθρώπους. Χτίζει ένα περιβάλλον προστασίας και ασφάλειας, προκειμένου να νιώσει το παιδί άνετα ώστε να καταθέσει την “εμπειρία του”. Παράλληλα, βασικός στόχος είναι η αποφυγή δευτερογενούς κακοποίησης, εξαιτίας της αναβίωσης του τραύματος στο παιδί».
Σημαντική δυσκολία εμφανίζουν υποθέσεις κατά τις οποίες ο δράστης ανήκει στο πολύ στενό περιβάλλον του παιδιού.
«Τότε το παιδί, εκτός από τα βαθειά συναισθήματα προδοσίας και ενοχής που βιώνει αισθάνεται ότι φέρει επάνω του όλη την ευθύνη για τη διασάλευση και τυχόν διάσπαση του οικογενειακού του πλαισίου», υπογραμμίζει, από την πλευρά της, η ψυχολόγος – αστυνόμος Β΄, Κωνσταντίνα Κωστάκου.
«Χαρακτηριστικά», συνεχίζει, «είναι τα παραδείγματα όπου τα παιδιά αντιμετωπίζονται με δυσπιστία από τους οικείους τους ή τους ασκείται πίεση να μην καταθέσουν ή να αποσύρουν την κατάθεσή τους. Είναι ενδεικτική η υπόθεση με διετή κακοποίηση έφηβης από τον πατέρα της, όπου η μητέρα αρνήθηκε πλήρως τη στήριξή της απέναντι στην ανήλικη. Συνέχισε δε να δυσπιστεί και να την ενοχοποιεί ακόμη και μετά από την ομολογία του πατέρα, καθώς και την εγκληματολογική και ιατροδικαστική επιβεβαίωση της κακοποίησης.
Ως προς την αντιμετώπιση των παιδιών – θυμάτων, από τους ψυχολόγους, η κ. Κωστάκου διευκρινίζει:
«Τα παιδιά τα ρωτάμε πάντοτε τι έγινε, πώς έγινε, πότε έγινε αλλά ποτέ “γιατί” έγινε… Πρόκειται για μία ερώτηση η οποία ενδέχεται να ενοχοποιεί το παιδί… Μοιάζει σαν να το ρωτάμε «γιατί επέτρεψες να συμβεί»…
Τα στοιχεία
Το 70% των δραστών είναι Έλληνες και το 30% αλλοδαποί.
Το 40% αυτών βρίσκεται στην ευρύτερη οικογένεια του παιδιού (πατέρας, πατριός, παππούς, θείος, νονός, κλπ.), το 50% βρίσκεται στο περιβάλλον του παιδιού (οικογενειακός φίλος, δάσκαλος, προπονητής, κλπ.) και μόνο το 10% των δραστών είναι άγνωστοι στο παιδί.
Ως προς τα θύματα, το 35% αυτών είναι αγόρια και το 65% κορίτσια.