«Ελληνίδα του κόσμου» αποκαλεί η Süddeutsche Zeitung τη Δάφνη Ευαγγελάτου «μια από τις καλύτερες και πιο δημοφιλείς τραγουδίστριες όπερας στο Μόναχο».
Η νεκρολογία για την Ελληνίδα μεσόφωνο αναφέρει, μεταξύ άλλων:
Αλίμονο σε όποιον τολμούσε να δείξει έλλειψη σεβασμού απέναντι σε όσους είχε υπό την προστασία της.
Σε αυτήν την περίπτωση είχε κανείς τη δυνατότητα να βιώσει όλο το πάθος της Δάφνης Ευαγγελάτου, με το οποίο ενθουσίαζε το κοινό της όπερας επί δεκαετίες.
Η Ευαγγελάτου διηύθυνε για μεγάλο χρονικό διάστημα το πρόγραμμα σπουδών του Μουσικού Θεάτρου στη Βαυαρική Ακαδημία Θεάτρου August Everding, ενώ ήδη από το 1993 είχε γίνει καθηγήτρια τραγουδιού στην Ανωτάτη Σχολή Μουσικής και Θεάτρου του Μονάχου.
Κομμάτι της εκπαίδευσης στην Ακαδημία είναι να εμφανίζονται οι νεαροί σπουδαστές σε σκηνικές παραγωγές, μερικές από αυτές στο μεγάλο θέατρο Prinzregententheater.
Τα σχέδια των σκηνοθετών ήταν δυνατόν να καταστραφούν από τη σιδερένια θέληση της Ευαγγελάτου, όταν θεωρούσε ότι κάποιοι νέοι τραγουδιστές δεν ήταν έτοιμοι να ερμηνεύσουν έναν συγκεκριμένο ρόλο. Και αν το θεωρούσε, τότε είχε δίκιο.
Η Ευαγγελάτου ήταν δασκάλα από πεποίθηση.
Μάλιστα μια από τις μαθήτριές της ήταν και η σοπράνο Juliane Banse.
Η Δάφνη Ευαγγελάτου γεννήθηκε στην Αθήνα, πατέρας της ήταν ο μαέστρος και συνθέτης Αντίοχος Ευαγγελάτος.
Όσον αφορά το έτος γέννησής της, ένας βαθμός αβεβαιότητας εντοπίζεται ακόμα και στις επίσημες πηγές, αλλά ως πιο πιθανή χρονιά φαίνεται να είναι το 1946.
Μετά την εκπαίδευσή της στην Ελλάδα και τη Βιέννη πήγε στην Κρατική Όπερα της Βαυαρίας και, μετά σύντομες διαλείμματα στα κρατικά θέατρα του Kassel και της Καρλσρούης, ο Wolfgang Sawallisch το 1971 την έβαλε στην μόνιμη ομάδα καλλιτεχνών της Κρατικής Όπερας της Βαυαρίας.
Εμφανιζόταν ανελλιπώς σε παραγωγές της Κρατικής Όπερας μέχρι το 1983, ενώ μέχρι το 1995 συνέχισε να πραγματοποιεί έκτακτες συμμετοχές, καθώς ήταν μια από τις πιο δημοφιλείς τραγουδίστριες του Μονάχου.
Η διεθνής της καριέρα ξεκίνησε τη δεκαετία του 1980.
Τραγούδησε στα Φεστιβάλ του Σάλτσμπουργκ και του Εδιμβούργου, σε πολλά μεγάλα θέατρα στην Ευρώπη και συνεργάστηκε με τους σημαντικότερους Διευθυντές Ορχήστρας της εποχής της, όπως ο Carlos Kleiber και ο Claudio Abbado.
Με μεγαλοπρέπεια ενσάρκωσε ρόλους, όπως αυτόν της Fenena στο «Nabucco» (η τελευταία της εμφάνιση στην Κρατική Όπερα το 1994), του Cherubino στο «Le Nozze di Figaro» ή της Waltraute στο «Valkyrie».
Το ρεπερτόριό της κυμαινόταν από όπερες και ορατόρια μέχρι τα Lieder και τη συμφωνική μουσική, και από τον Monteverdi μέχρι τους σύγχρονους συνθέτες όπως ο Ernst Krenek, ο Luigi Nono ή ο Hans Werner Henze.
Παρέμεινε πάντοτε συνδεδεμένη με την πατρίδα της Ελλάδα, εμφανιζόταν στο Φεστιβάλ Επιδαύρου στην Αθήνα, τραγούδησε μουσική Ελλήνων συνθετών και έλαβε το «Μεγάλο Βραβείο Μουσικής» το 2006 από την Ένωση Ελλήνων Θεατρικών και Μουσικών Κριτικών.
Λίγο πριν από το δημοψήφισμα του 2015, κατά το οποίο οι Έλληνες ψήφισαν για το αν θα έπρεπε να αποδεχτούν τους όρους των Ευρωπαίων πιστωτών και με αυτόν τον τρόπο να παραμείνουν με ασφάλεια στην ΕΕ, δήλωσε ότι είναι καλύτερο να αντιμετωπίζει κανείς τις δυσκολίες παρά να αποχωρεί:
«Δεν θέλω να χάσω την ευρωπαϊκή μου ταυτότητα ως Ελληνίδα».
Η Δάφνη Ευαγγελάτου έφυγε στις 18 Νοεμβρίου από τη ζωή στο Μόναχο, μετά από μάχη με τον καρκίνο.