Ο Μιχάλης Μόσιος, ο δικός μας Ταμτάκος από τις βιντεοκασέτες, μίλησε για όλους και για όλα στο περιοδικό Λοιπόν.
Πόσο του κόστισε επαγγελματικά η εποχή της βιντεοκασέτας, δεδομένου ότι τον χαρακτήρισε κατά κάποιο τρόπο ως ηθοποιό;
«Όλοι τα έχουν βάλει με τη βιντεοκασέτα, την εποχή του ’80. Αν πάρουμε τον ελληνικό καλό κινηματογράφο, από τις 130-200 ταινίες που γυρίζανε εκείνη την εποχή, οι 10-15 ήταν καλές, οι άλλες ήταν γραμμένες στο «γόνατο» – όσον αφορά το σενάριο. Έπαιζαν και καλοί ηθοποιοί μέσα, για το μεροκάματο. Ποιος ελληνικός καλός κινηματογράφος; Υπήρχαν καλές και κακές βιντεοκασέτες. Όταν βγήκα εγώ, η γενιά η δική μου, είχε τελειώσει ο κινηματογράφος. Τι θα κάναμε, θα μέναμε με σταυρωμένα τα χέρια; Αυτή είναι η δουλειά μας. Πολλοί μεγάλοι και σπουδαίοι ηθοποιοί γύριζαν βιντεοκασέτα, ο Βουτσάς, ο Ρίζος, ο Γκιωνάκης…», είπε ο ηθοποιός.
Και καταλήγει:
«Βίωσα τον ρατσισμό της βιντεοκασέτας γιατί την εποχή υπήρχαν κάποιοι, ας τους πούμε παραγωγούς, κι έκαναν βιντεοκασέτες άρπα-κόλλα. Έβαζαν κάποιους να παίζουν τους πρωταγωνιστές που δεν τους ήξερε ούτε η μάνα τους. Κανένας δεν έκανε καριέρα από αυτούς. Ο καλός δοκιμασμένος ηθοποιός έκανε ένα όνομα. Εγώ με τον τύπο του Ταμτάκου ειδικά. Ενοχλούμαι, γιατί μας μιλάνε για τη βιντεοκασέτα λες και γύρισα πορνό. Να ντρέπομαι γι’ αυτό; Για ποιο λόγο να απολογούμαι, δεν κατάλαβα. Έκανα οικογενειακές κασέτες, τις έβλεπε όλη η οικογένεια. Δεν χυδαιολογούσα. Ο Ταμτάκος αγαπήθηκε πάρα πολύ. Για όλους υπήρχε αυτός ο ρατσισμός», καταλήγει.