


«Τα οχυρά δεν παραδίδονται, αλλά καταλαμβάνονται», Αντισυνταγματάρχης Γεώργιος Δουράτσος, Διοικητής του οχυρού Ρούπελ.
Η απάντηση του γενναίου αυτού στρατιωτικού προς τους Γερμανούς όταν του ζήτησαν να παραδώσει το οχυρό Ρούπελ αποτελεί ένα νέο «Μολών Λαβέ», που εμπνέει και συγκινεί κάθε Έλληνα μέχρι και τις μέρες μας.
Τον Απρίλιο του 1941, λίγες μόλις μέρες μετά την εισβολή των γερμανικών στρατευμάτων στα Βαλκάνια, μια συγκλονιστική σελίδα ηρωισμού του ελληνικού στρατού απέναντι στη γερμανική πολεμική μηχανή γράφεται στα βόρεια σύνορα της Ελλάδας, στα στενά του Ρούπελ.
Το οχυρό Ρούπελ αποτελούσε μέρος της περίφημης «Γραμμής Μεταξά», ενός δικτύου 21 αυτόνομων οχυρών που είχαν ανεγερθεί κατά μήκος των ελληνοβουλγαρικών συνόρων, είχαν έκταση περίπου 150 χλμ. και συνδέονταν μεταξύ τους με υπόγειες στοές.
Τα συγκεκριμένα οχυρωματικά έργα είχαν κριθεί μείζονος εθνικής σημασίας και είχαν στόχο να αποτρέψουν οποιαδήποτε επίθεση εκδηλωνόταν από αυτήν την πλευρά, σε μια περίοδο όπου οι γεωπολιτικές ισορροπίες ήταν εξαιρετικά εύθραυστες, ενώ διαφαινόταν όλο και πιο ορατή η απειλή του πολέμου.
Εκτείνονταν από τις Σέρρες μέχρι την Κομοτηνή σε ένα σύνολο υπόγειων και υπέργειων έργων.
Περιελάμβαναν μεταξύ άλλων πολυβολεία, παρατηρητήρια πυροβολικού και τα συνήθη έργα εκστρατείας.
Οι υπόγειες εγκαταστάσεις των οχυρών περιελάμβαναν διοικητήριο, τηλεφωνικό κέντρο, μαγειρείο, δεξαμενές νερού, χώρους υγιεινής, αποθήκες τροφίμων, φαρμακείο, χειρουργείο, συστήματα αερισμού, φωτισμού και αποχέτευσης.
Στις 6 Απριλίου 1941, στις 5,15 το πρωί, οι γερμανικές δυνάμεις με τη συνδρομή τεθωρακισμένων, αεροπορίας και πεζικού, επιτίθενται στη γραμμή Μεταξά.
Το δεύτερο «όχι» της Ελλάδας να επιτρέψει τη διέλευση των Γερμανών, μετά από το θρυλικό «όχι» της 28ης Οκτωβρίου 1940, έδωσε το πράσινο φως για την επίθεση της 12ης Γερμανικής Στρατιάς, υπό τον στρατάρχη Βίλχελμ Λιστ, κατά των ελληνικών οχυρωμένων θέσεων δυτικά του ποταμού Αξιού, από το Μπέλλες έως την Ροδόπη στην ανατολική Μακεδονία και Θράκη.
Οι γερμανικές δυνάμεις υπερτερούσαν τόσο αριθμητικά όσο και σε οπλισμό.
Στην επίθεση συμμετείχαν 680.000 στρατιώτες, 1.200 τανκς και 700 αεροπλάνα, έναντι μόλις 70.000 Ελλήνων στρατιωτών, με επικεφαλής τον υποστράτηγο Κωνσταντίνο Μπακόπουλο, που επάνδρωναν τα οχυρά των ελληνοβουλγαρικών συνόρων, τη θρυλική «Γραμμή Μεταξά» και πλήρη έλλειψη αεροπλάνων.
Επίσης, δεδομένου ότι ο πόλεμος στην Αλβανία συνεχιζόταν ακόμη, ήταν μειωμένη η στρατιωτική δύναμη, αλλά και τα τρόφιμα και τα πολεμοφόδια.
Υπό αυτές τις άκρως αντίξοες συνθήκες, οι υπερασπιστές των οχυρών αμύνθηκαν σθεναρά και αντιστάθηκαν με απαράμιλλο ηρωισμό.
Οι μάχες διήρκεσαν τέσσερις ημέρες, με σφοδρές επιθέσεις των Γερμανών από αέρος και ξηράς.
Το Ρούπελ, που αποτέλεσε το επίκεντρο αυτής της σύγκρουσης, βομβαρδίστηκε αλύπητα από αεροπλάνα Stuka και πυροβολικό μεγάλου διαμετρήματος.
Παρά τις κακουχίες, τις ελλείψεις και τις αδιάκοπες, ανελέητες επιθέσεις, οι υπερασπιστές των οχυρών κράτησαν τις θέσεις τους με αυταπάρνηση.
Στις υπόγειες στοές, σε βάθη δεκάδων μέτρων, οι Έλληνες στρατιώτες πολεμούσαν με όσα όπλα διέθεταν, αλλά κυρίως με την καρδιά τους.
Ο ηρωισμός τους ήταν βαθιά ριζωμένος στην αγάπη τους για την πατρίδα, την ελευθερία και την αξιοπρέπεια.
Οι Γερμανοί, βλέποντας ότι δε καταφέρνουν να καταλάβουν τα περισσότερα από τα οχυρά της «Γραμμής Μεταξά», ούτε τα Στενά του Ρούπελ στις Σέρρες και το Υψίπεδο του Κάτω Νευροκοπίου στη Δράμα που αποτελούν τις κύριες διαβάσεις προς την ενδοχώρα, αποφασίζουν να τροποποιήσουν το σχέδιο εισβολής τους.
Έτσι, οι τεθωρακισμένες γερμανικές μεραρχίες, μετά την αστραπιαία κατάρρευση του νότιου Γιουγκοσλαβικού μετώπου, εισέβαλαν στα Σκόπια και από την κοιλάδα του Αξιού πέρασαν τα ελληνογιουγκοσλαβικά σύνορα στις 8/4/1941, παρακάμπτοντας ουσιαστικά τη «Γραμμή Μεταξά».
Τα μεσάνυχτα της ίδιας μέρας τα γερμανικά στρατεύματα μπήκαν στη Θεσσαλονίκη καταλαμβάνοντας την πόλη.
Η υποδειγματική ανδρεία, το ηρωικό σθένος και η αυταπάρνηση των Ελλήνων στρατιωτών, προκάλεσαν δέος σε ολόκληρη την Ευρώπη, αλλά κέρδισαν το σεβασμό και των Γερμανών εισβολέων.
Είναι χαρακτηριστικό ότι όταν τελικά τα οχυρά παραδόθηκαν, και μόνο κατόπιν εντολής της ελληνικής κυβέρνησης λόγω της γενικής κατάρρευσης του μετώπου, οι Γερμανοί παρατάχθηκαν και απέδωσαν τιμές στους Έλληνες υπερασπιστές.
Ο Διοικητής των γερμανικών δυνάμεων, στρατηγός Φον Κλέιστ, φέρεται να είπε: «Πολεμήσατε σαν ήρωες, παραδοθήκατε σαν γενναίοι».
Στις καρδιές και τη συλλογική συνείδηση του λαού μας, το Ρούπελ παραμένει «απόρθητο», ένα ισχυρό σύμβολο εθνικής υπερηφάνειας και ηρωισμού.
Η μάχη του Ρούπελ αποτελεί μέχρι σήμερα υπόμνηση ότι σε έναν πόλεμο οι λαοί δε μετρώνται μόνο με την υλική στρατιωτική τους δύναμη, αλλά κυρίως με τη δύναμη της ψυχής τους.
Και η ψυχή των Ελλήνων στο Ρούπελ ήταν μια φλόγα που δεν έσβησε, ούτε μπροστά στα τεθωρακισμένα ούτε στα σμήνη των βομβαρδιστικών.
Ήταν μια άσβεστη φλόγα ελευθερίας που συνεχίζει να φωτίζει το παρελθόν και να εμπνέει το μέλλον.