


There arises from a bad and unapt formation of words a wonderful obstruction to the mind.
Francis Bacon (1561-1626), “Novum Organum”, p.12, Jazzybee Verlag (2016)
Ο υπογράφων το παρόν πόνημα θεωρεί ότι, οι πρόσφατες ριζικές αναθεωρήσεις συγκεκριμένων γεωπολιτικών ιδεολογημάτων απέδειξαν ότι το τεχνητώς δημιουργηθέν και εν πολλοίς υπερβατικό δίλημμα σχετικά με την σωστή πλευρά της ιστορίας, αποτελεί μια από τις πολλές idées fixe, οι οποίες προσδιορίζουν σε μεγάλο βαθμό τη σύγχρονη πολιτική και κοινωνική σκέψη.
Είναι προφανές ότι, η «σωστή πλευρά της ιστορίας» εμπεριέχει μια αναπόφευκτη αμφισημία, εφόσον, «άλλοτε υποδηλώνει κάτι που, ως πράγμα καθαυτό [Ding an sich selbst], υπάρχει ξεχωριστά από εμάς και άλλοτε απλώς αυτό που ανήκει στην εξωτερική εμφάνιση, τότε για να ξεφύγουμε από την αβεβαιότητα και να χρησιμοποιήσουμε την έννοια αυτή στη δεύτερη σημασία –στην οποία λαμβάνεται στο ορθό ψυχολογικό ερώτημα σχετικά με την πραγματικότητα της εξωτερικής μας διαίσθησης– θα διακρίνουμε τα εμπειρικά εξωτερικά αντικείμενα από εκείνα που θα μπορούσαν να ονομαστούν «εξωτερικά» με την υπερβατική έννοια, αποκαλώντας τα απευθείας «πράγματα που πρόκειται να συναντήσουμε στο χώρο». (Immanuel Kant, Critique of Pure Reason Βλ. εδώ)
Χαρακτηριστικό παράδειγμα αυτής της «αμφισημίας» αποτελεί, κατά την προσωπική άποψη του γράφοντος, το πρόβλημα της υπάρξεως περισσοτέρων της μιας Ορθοδόξων Εκκλησιών στην Ουκρανία και ο τρόπος, με τον οποίο αυτές οι Εκκλησίες αντιμετωπίζονται τόσο εξ απόψεως της κρατικής νομοθεσίας, όσο και της γεωπολιτικής τους σημασίας.
Η ίδρυση της υπό τον Μητροπολίτη Επιφάνιο κανονικής Ορθοδόξου Εκκλησίας Ουκρανίας, μπορεί ευκόλως να χαρακτηρισθεί ως ένα ιστορικό γεγονός, εφόσον για πρώτη φορά στην μετασοβιετική περίοδο της εκκλησιαστικής ιστορίας αμφισβητήθηκε ευθέως το δικαίωμα «δεσμείν και λύειν» του Πατριαρχείου Μόσχας σε έναν γεωγραφικό χώρο, τον οποίο θεωρούσε «τσιφλίκι» του.
Με άλλα λόγια «Attingitur Inattingibile Inattingibiliter» (Καρδινάλιος Νικόλαος της Κούσας).
Όμως, από την άλλη πλευρά, η διστακτικότητα, την οποία επέδειξε η πλειονότητα των κατά τόπους Ορθοδόξων Εκκλησιών στο να επιλέξει την, ούτως ειπείν, «σωστή πλευρά της ιστορίας», αναγνωρίζοντας το γεγονός της ιδρύσεως μιας νέας αυτοκεφάλου Εκκλησίας, δημιούργησε αυτήν την «αμφισημία», σχετικά με την ερμηνεία της ιστορικής ορθότητας του συγκεκριμένου γεγονότος.
Όπως φάνηκε στην πράξη, η αμφισβήτηση της συγκεκριμένης «ιστορικής ορθότητας» εντάθηκε ακόμη περισσότερο και από τον τρόπο, με τον οποίο ο Ουκρανός νομοθέτης αντιμετώπισε την υπό τον Ονούφριο εκκλησιαστική οργάνωση, γνωστής και ως «Ουκρανική Ορθόδοξος Εκκλησία – Πατριαρχείο Μόσχας».
Συγκεκριμένα η «δαιμονοποίηση» της εκκλησιαστικής οργανώσεως του Πατριαρχείου Μόσχας στην Ουκρανία, η οποία εντάχθηκε στο πλαίσιο των γενικότερων αδικαιολόγητων διώξεων εναντίον οτιδήποτε είχε σχέση με το στενά συνδεδεμένο με τη Ρωσία ιστορικό παρελθόν της Ουκρανίας, π.χ. γλώσσα, πολιτισμός, παιδεία, τέχνη κλπ., ενέτεινε τον ενδοιασμό των κατά τόπους Ορθοδόξων Εκκλησιών, εφόσον η τυχόν αναγνώριση της κανονικής Εκκλησίας Ουκρανίας θα «νομιμοποιούσε» τρόπον τινά αυτές τις διώξεις.
Ασφαλώς, όπως δικαίως θα σημειώσει ο επιμελής αναγνώστης της ΚΑΘΕΔΡΑΣ, πρέπει να λάβουμε υπόψη μας ότι, υπάρχει και μια άλλη αιτία που προβληματίζει τις Ορθόδοξες Εκκλησίες και τις εμποδίζει να αναγνωρίσουν την κανονική Εκκλησία Ουκρανίας, εφόσον κάθε άλλο παρά θα ήθελαν να υποστούν το «ιερό μένος» του εκκλησιαστικού βραχίονα της «αγίας Ρωσίας» και να βρεθούν με κάποια «εξαρχία» στο κανονικό τους έδαφος, όπως συνέβη με το Πατριαρχείο Αλεξανδρείας.
Εντούτοις άλλο είναι το περιεχόμενο των γεωπολιτικών συμφερόντων της «γ΄ Ρώμης» στην Αφρική και άλλο, ας πούμε, στην Αλβανία…
Σε σχέση με τα παραπάνω, δηλαδή με το αν στην περίπτωση του ουκρανικού εκκλησιαστικού προβλήματος μπορούμε να χρησιμοποιήσουμε το όρο της «ορθής πλευράς της ιστορίας», ο συντάκτης του παρόντος σημειώματος θα ήθελε να προσθέσει το εξής.
Για ορισμένους σχολιαστές, μεταξύ των οποίων και ο υπογράφων το παρόν πόνημα, η μέχρι σήμερα θητεία του Επιφάνιου ως προκαθήμενου της νέας Ορθοδόξου Εκκλησίας Ουκρανίας, δεν μπόρεσε να πείσει για το αν τελικά θα καταφέρει να προσελκύσει στην κανονική Εκκλησία Ουκρανίας τους πιστούς της υπό τον Ονούφριο εκκλησιαστικής οργανώσεως.
Όμως δεν πρέπει να λησμονούμε ότι ο Επιφάνιος, εκτός από τις έντονες προϋπάρχουσες στο εσωτερικό της Εκκλησίας του αντιφατικές τάσεις, όπως π.χ. οι ακραίοι και συχνά βίαιοι εθνικιστικοί κύκλοι, έπρεπε να αντιμετωπίσει και την κοινωνική πόλωση, την οποία προκάλεσε και συντηρεί η διαχρονική εσωτερική πολιτική της ουκρανικής κυβερνήσεως, οι νομοθετικές επιλογές της οποίας οδήγησαν στην περιφρόνηση και περιθωριοποίηση των δικαιωμάτων του ρωσόφωνου πληθυσμού κυρίως της Ανατολικής Ουκρανίας.
Με άλλα λόγια, το κύρος της κανονικής Ορθοδόξου Εκκλησίας Ουκρανίας υπονομεύθηκε από εκείνους τους «Ιδανικούς Αυτόχειρες» που θεωρούσαν ότι, «Ήταν η ζωή τους, λένε, τραγωδία, Θεέ μου…» και ότι η ίδρυσή της θα αποτελούσε την θρυαλλίδα για την πλήρη πνευματική απεξάρτηση της χώρας από το εθνοφυλετικό δόγμα – «Ρωσία, Ουκρανία, Λευκορωσία – αυτή είναι η αγία Ρωσία!».
Από την άλλη πλευρά, ο μητροπολίτης Ονούφριος διατήρησε ένα χαμηλό προφίλ και δεν αντέδρασε όχι μόνο στην άκομψη αρπαγή των επαρχιών του στην Ανατολική Ουκρανία και την άμεση υπαγωγή τους στην δικαιοδοσία του πατριάρχου Κυρίλλου, αλλά ούτε και στο ότι το όνομά του, όπως και τα ονόματα των αρχιερέων του, συμπεριλήφθηκαν στα Δίπτυχα της Εκκλησίας της Ρωσίας για το 2025 (Βλ. εδώ), παρ’ ότι ο ίδιος έχει επανειλημμένως εκφράσει την αποστροφή του για την εισβολή της Ρωσίας στην Ουκρανία.
Εντούτοις παρ’ όλες τις φιλότιμες προσπάθειές του να αποδείξει ότι, «οὐκ οἶδα τὸν ἄνθρωπον», δεν τόλμησε να προχωρήσει πέρα από αυτές τις ανακοινώσεις.
Αν και σήμερα η προοπτική μιας ειρηνευτικής επιλύσεως της πολεμικής αντιπαραθέσεως Ρωσίας και Ουκρανίας φαίνεται περισσότερο εφικτή και ότι το ζήτημα των δικαιωμάτων του ρωσόφωνου πληθυσμού της Ουκρανίας, συμπεριλαμβανομένης και της υπό τον Ονούφριο εκκλησιαστικής οργανώσεως, θα τεθεί στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων αφού ολοκληρωθεί το «παζάρι» του «δούναι και λαβείν» ανάμεσα στις ΗΠΑ και τη Ρωσία, οι προοπτικές για την επαρχία του Πατριαρχείου Μόσχας στην Ουκρανία κάθε άλλο παρά μπορούν να θεωρηθούν θετικές.
Από τη μια πλευρά, η διακοπή των διώξεων σε βάρος της, την οποία θα επιδιώξουν οι διαπραγματευτές της ρωσικής πλευράς όταν και εφόσον επιτευχθεί μια σταθερή ειρήνη, θα δημιουργήσουν σε αυτή περισσότερα προβλήματα, από αυτά που θα κληθούν να επιλύσουν, εφόσον η προβλεπόμενη νομοθετική αλλαγή θα θέσει στην υπό τον Ονούφριο εκκλησιαστική οργάνωση το «υπαρξιακό» ερώτημα: και τώρα τί κάνουμε; Επανερχόμαστε δηλαδή στο παλαιό καθεστώς ή θα τολμήσουμε να απαλλαγούμε μια και καλή από την εξάρτηση της «γ΄ Ρώμης»;
Εξετάζοντας τις προοπτικές της μητροπόλεως Κιέβου ο συντάκτης του παρόντος σχολίου εκτιμάει ότι, οι επαρχίες του Ονουφρίου που ευρίσκονται στα κατεχόμενα εδάφη, είτε του αρέσει είτε όχι, θα υπαχθούν στην δικαιοδοσία του εκκλησιαστικού βραχίονα της «αγίας Ρωσίας».
Με αυτόν τον τρόπο οι δοξομανείς εραστές της ποσότητας της Εκκλησίας της Ρωσίας θα ενισχύσουν τις στατιστικές τους σχετικά με τον αριθμό των ενοριών της, όπως άλλωστε συνήθιζαν να προβάλουν με κάθε πανορθόδοξη ευκαιρία μετά την διάλυση της αλήστου μνήμης Σοβιετικής Ενώσεως.
Βεβαίως οι γεωπολιτικοί σχεδιασμοί του Κρεμλίνου που αφορούν στην μεταπολεμική Ουκρανία, ουδέποτε θα επιτρέψουν στον Ονούφριο ή, αν αυτός αποδειχθεί πεισματάρης, στον διάδοχό του να αλλάξει την ονομασία της υπ’ αυτόν εκκλησιαστικής δομής, όπως συνέβη πρόσφατα με την εκκλησιαστική οργάνωση του Πατριαρχείου Μόσχας στην Εσθονία, η νέα ονομασία της οποίας «Ορθόδοξη Χριστιανική Εκκλησία Εσθονίας» (sic!) εγκρίθηκε από την εσθονική κυβέρνηση (Βλ. εδώ στα ρωσικά).
Υπάρχει όμως και άλλη μια ιδιαίτερη πτυχή της εκκλησιαστικής αντιπαραθέσεως, την οποία οι περισσότεροι αναλυτές αδυνατούν να κατανοήσουν και ως εκ τούτου την απορρίπτουν, εφόσον αυτή δεν εμπίπτει σε καμία από τις υπ’ αυτών προτεινόμενες προσεγγίσεις της σωστής πλευράς της ιστορίας.
Οι ορθόδοξοι στην Ουκρανία, ανεξαρτήτως από το αν ανήκουν στη μια ή στην άλλη Εκκλησία εκκλησιάζονται στο ναό που παραδοσιακά εκκλησιάζονταν από γενεά σε γενεά χωρίς να τους ενδιαφέρει σε ποια δικαιοδοσία αυτός ανήκει. Με άλλα λόγια για αυτούς η «σωστή πλευρά της ιστορίας» εκφράζεται μέσω της παραδόσεως και όχι οποιασδήποτε άλλης γεωπολιτικής προσεγγίσεως.
Μια εμπεριστατωμένη ανάλυση αυτής της ουκρανικής ιδιομορφίας παρουσίασε σε μια εκτενέστατη συνέντευξη ο διευθυντής της Κρατικής Υπηρεσίας Εθνοπολιτικής και Ελευθερίας της Συνειδήσεως της Ουκρανίας Victor Yeneskii στην ιστοσελίδα Суспільне Чернівці (SUSPILNE TCHERNIVTSI) (Βλ. εδώ στα ουκρανικά).
«Η Ουκρανική Ορθόδοξη Εκκλησία», αναφέρει ο Yeneskii, «παραμένει ενωμένη και στη δικαιοδοσία της Ρωσικής Ορθόδοξης Εκκλησίας, παρά το γεγονός ότι η ιεραρχία της προσπάθησε να απομακρυνθεί από τη Μόσχα.
»Είναι σε μεγάλο βαθμό κληρονόμος της Ουκρανικής Εξαρχίας της Ρωσικής Εκκλησίας στην Ουκρανία της σοβιετικής εποχής.
»Ξέρετε υπάρχει αυτή η αδράνεια της παράδοσης, όταν οι πιστοί πηγαίνουν στην εκκλησία που λειτουργεί στον τόπο τους και κάποτε σκέφτονται σε τι είδους εκκλησία πηγαίνουν και γιατί πηγαίνουν εκεί.
»Αλλά πολύ συχνά πηγαίνουν εκεί παραδοσιακά, επειδή έτσι έχουν συνηθίσει.
»Μετά την εισβολή, πολλοί ορθόδοξοι χριστιανοί επανεξέτασαν τη θέση τους.
»Άρχισαν να μιλούν για την αδυναμία ένταξης σε μια εκκλησία που συνδέεται με τη Μόσχα.
»Άρχισαν να λένε ότι ήταν αδύνατο να μνημονεύουν το όνομα του Πατριάρχη Κύριλλου στη λειτουργία, ο οποίος δεν είναι απλώς συνεργός αλλά και άμεσος συμμέτοχος.
»”Ωστόσο, πού είναι το κέντρο αυτής της εκκλησίας;” αναρωτιούνται.
»Λένε ότι πηγαίνουμε σε αυτόν τον ιερέα, και αυτός δεν μας έχει πει ποτέ κάτι κακό, τον γνωρίζουμε εδώ και πολύ καιρό, και ούτω καθεξής.
»Αλλά έχουμε δει πώς γίνονται αυτές οι μεταβάσεις και πώς οι άνθρωποι διακηρύσσουν την απόλυτη διαφωνία τους και την απόρριψη του Πατριαρχείου Μόσχας.
»Αυτό ισχύει ακόμη και για εκείνους που κάποτε ήταν απόλυτα πιστοί στο Πατριαρχείο Μόσχας.
»Η πολιτική της Ουκρανίας στον θρησκευτικό τομέα δεν εκφράζεται με τις αρπαγές των ναών από τους ενορίτες του Πατριαρχείου της Μόσχας.
»Επιπλέον, οι απλοί ενορίτες, οι ιερείς, ακόμη και οι επίσκοποι, δεν γνωρίζουν ότι το ουκρανικό κράτος δεν απαιτεί από αυτούς να αλλάξουν τη λειτουργική τους γλώσσα ή το ημερολόγιο ή ακόμα και να ενταχθούν σε άλλη εκκλησία.
»Το μόνο που απαιτείται είναι να διακόψουν τους δεσμούς με το Πατριαρχείο Μόσχας».
Αν λάβουμε υπόψη τα παραπάνω φαίνεται ότι οι επιλογές του Ονούφριου στην μεταπολεμική Ουκρανία δεν θα είναι τόσες, όσες ο ίδιος πιθανώς να περιμένει.
Από τη μια πλευρά θα πρέπει να προσδιορίσει με δική του ευθύνη το κανονικό πλαίσιο της μητροπόλεώς του, διατηρώντας, από την άλλη, όλες τις σχεδόν διασαλευθείσες λόγω του πολέμου ισορροπίες στο εσωτερικό της εκκλησιαστικής του δομής.
Θα πρέπει δηλαδή να παρουσιάσει ένας σαφές σχέδιο: α) σε εκείνους που ήδη από την εποχή του μακαριστού προκατόχου του Βλαδιμήρου ζητούσαν την απομάκρυνση από τη Μόσχας σε συνεργασία με το Οικουμενικό Πατριαρχείο. β) σε αυτούς που ναι μεν επιθυμούν την απαγκίστρωση από τον «ρωσικό κόσμο», αλλά χωρίς την επέμβαση της Εκκλησίας Κωνσταντινουπόλεως, και γ) σε όσους επιμένουν την παραμονή της μητροπόλεως Κιέβου στη δικαιοδοσία της Εκκλησίας της Ρωσίας.
Στην κατακλείδα των σχολίων ο γράφων θα ήθελε να επισημάνει ότι, το ουκρανικό εκκλησιαστικό ζήτημα και οι κάθε είδους παλινδρομήσεις που το συνοδεύουν, έχει διαλύσει έστω και την μικρότερη ψευδαίσθηση περί ορθοδόξου ενότητος, η οποία ίσως να αποτελούσε την ανύπαρκτη σήμερα σωστή πλευρά της ιστορίας.
Όπως λέει ο ποιητής:
La Nature est un temple où de vivants piliers / Laissent parfois sortir de confuses paroles ; / L’homme y passe à travers des forêts de symboles / Qui l’observent avec des regards familiers. / Comme de longs échos qui de loin se confondent / Dans une ténébreuse et profonde unité, / Vaste comme la nuit et comme la clarté, / Les parfums, les couleurs et les sons se répondent. […] (Charles Baudelaire « Correspondances » (Le Fleurs du mal)
Όμως ποιος ακούει σήμερα τον ποιητή…;