Ισλαμικό ΚράτοςΙσραήλΤουρκίαΚουρδιστάνΟυκρανίαΚορωνοϊός - ΚορονοϊόςΕνέργειαΤζιχαντιστές
ΕΠΙΚΟΙΝΩΝΙΑ:
info@tribune.gr
Theodor Petrov
Ανεξάρτητος Αρθρογράφος

«Σύνορα καρδιάς» δεν έχει μόνο ο Ερντογάν! Έχει κι ο Ρώσος πατριάρχης Κύριλλος με… «μεταφυσικό» τρόπο

«Σύνορα καρδιάς» δεν έχει μόνο ο Ερντογάν! Έχει κι ο Ρώσος πατριάρχης Κύριλλος με… «μεταφυσικό» τρόπο
ΔΕΙΤΕ ΠΡΩΤΟΙ ΟΛΑ ΤΑ ΝΕΑ ΤΟΥ TRIBUNE ΣΤΟ GOOGLE NEWS

Open here I flung the shutter, when, with many a flirt and flutter,
In there stepped a stately raven of the saintly days of yore…

Edgar Allan Poe, The Raven

Είναι γνωστό ότι οι γεωγραφικοί πολιτικοί χάρτες σημειώνουν με ιδιαίτερα χρώματα τα σύνορα των χωρών όπως αυτά έχουν ορισθεί από τις διεθνείς συνθήκες.

Όμως σε πολλές περιπτώσεις υπάρχουν και οι εξαιρέσεις.

Δηλαδή ναι μεν ο χάρτης περιγράφει τα σύνορα των χωρών, όμως υπάρχουν και εκείνοι που τα αμφισβητούν όχι μόνο απευθείας, αλλά και με έναν ιδιαίτερο, «μεταφυσικό» τρόπο.

Οι αναγνώστες της ΤΡΙΜΠΟΥΝΑΣ σίγουρα γνωρίζουν τη φράση της πρώτης σελίδας των εικονογραφημένων περιπετειών των δημοφιλέστατων Γαλατών Astérix και Obélix: «Toute la Gaule est occupée par les Romains… Toute? Non! Un village d’irréductibles Gaulois résiste encore et toujours à l’envahisseur».

Στο κήρυγμά του στον Καθεδρικό Ναό Κοιμήσεως της Θεοτόκου του Κρεμλίνου στις 28 Αυγούστου (εορτή της Κοιμήσεως με το «πάτριο» ημερολόγιο), ο Πατριάρχης Κύριλλος έκανε μια ενδιαφέρουσα και συνάμα πρωτότυπη δήλωση:

«Παρά την εμφάνιση πολιτικών συνόρων στο λεγόμενο μετασοβιετικό χώρο, για τη Ρωσική Ορθόδοξη Εκκλησία αυτά δεν υπάρχουν, διότι είμαστε η Εκκλησία όλης της Ρωσίας και για μένα το Κίεβο, το Μινσκ και άλλες πρωτεύουσες των δημοκρατιών είναι σημαντικά πνευματικά κέντρα της ενωμένης αγίας Ρωσίας» (Βλ. εδώ).

Στο τέλος του κηρύγματός του, ο Πατριάρχης τόνισε ότι, δεν τίθεται θέμα περιφρονήσεως των κρατικών συνόρων και ότι το Πατριαρχείο Μόσχας διασφαλίζει την ενότητα των λαών «όχι με τη νομική, αλλά με την πνευματική ή, αν θέλετε, με την φιλοσοφική έννοια».

Όσον αφορά στην συνήθη ρητορική του Πατριαρχείου Μόσχας, το κήρυγμα δεν περιείχε κάτι το ασυνήθιστο.

Ως γνωστόν η έννοια της Εκκλησίας στη Ρωσία ως μιας εκ των σημαντικότερων θεμελιωδών λίθων στον μετασοβιετικό χώρο είχε ήδη προταθεί και αναπτυχθεί από τον πατριάρχη Αλέξιο Β΄.

Στο κήρυγμά του ο Κύριλλος επανέρχεται σε αυτή την απολύτως κατανοητή ιδέα, προσδίδοντάς της, όπως χαρακτηριστικά αναφέρει η Anastasia Koskello, «μια φιλοσοφική διάσταση, δηλαδή δεν μιλάμε καν για μια ενοριακή εκκλησιαστική δομή, αλλά για κάτι που είναι άυλο και αόρατο».

Εντούτοις, παρά τις φιλότιμες προσπάθειες του εκκλησιαστικού ταγού της «γ΄ Ρώμης» να χρυσώσει το χάπι του «ρωσικού κόσμου», διότι ουσιαστικά αυτό υπονοούσε ο «αγιώτατος», οι περισσότερες νέες χώρες ερμήνευσαν το κήρυγμα του πατριάρχη Κυρίλλου ως προκλητικά πολιτικό και κάθε άλλο παρά ως φιλοσοφικό.

Η πρώτη αντίδραση ήλθε από την Εσθονία. Ο Tarmo Miilits, Γενικός Γραμματέας του υπουργείου Εσωτερικών της Εσθονίας, απαίτησε αμέσως από την ηγεσία της ρωσικής επισκοπής του Τάλλιν ένα γραπτό σχόλιο σχετικά με την ομιλία του πατριάρχη και τη διαβεβαίωση ότι, τουλάχιστον το Τάλλιν, σε καμία περίπτωση δεν μπορεί να θεωρηθεί ως «πόλη της Αγίας Ρωσίας».

Και ενώ το γραφείο της Ορθόδοξης Εκκλησίας της Ρωσίας στην Εσθονία γράφει την απάντηση και συντάσσει ένα ιστορικό-φιλοσοφικό σημείωμα σχετικά με τον όρο «αγία Ρωσία», οι Ρώσοι αρχιερείς σε όλες τις πρώην δημοκρατίες της ΕΣΣΔ βρίσκονται σε κατάσταση πανικού: ουδείς γνωρίζει τι θα συμβεί την επομένη και για ποιες άλλες απόψεις του πνευματικού ηγέτη του «ρωσικού κόσμου» θα κληθούν από τις αρχές των χωρών τους να λογοδοτήσουν.

Το μεγαλύτερο πρόβλημα του Πατριαρχείου Μόσχας σήμερα συνίσταται στο γεγονός ότι, οι εκκλησιαστικές δομές του στη διασπορά ευρίσκονται σε κράτη, στα οποία επικρατούν διαφορετικές πολιτικές συνθήκες και στις οποίες επικρατούν, στον ένα ή τον άλλο βαθμό, αντιρωσικές διαθέσεις.

Μια δήλωση που στη Μόσχα μπορεί να φαίνεται επίκαιρη και πολιτικά ορθή, είναι βέβαιο ότι λαμβανομένων υπόψη των περιστάσεων στην Εσθονία ή στο Καζακστάν θα προκαλέσει ερωτηματικά που με την σειρά τους είναι πολύ πιθανόν να δημιουργήσουν ένα αρνητικό περιβάλλον για τις ενορίες της Εκκλησίας της Ρωσίας σε αυτές τις χώρες.

Από τα παραπάνω μπορούμε να υποθέσουμε ότι, η ηγεσία του Πατριαρχείου Μόσχας δεν έχει κατορθώσει ή μάλλον δεν θέλει να αναπτύξει μια πραγματιστική στρατηγική επιβιώσεως στις σημερινές πολύπλοκες γεωπολιτικές συνθήκες και οι κινήσεις της ιεραρχίας του, δηλαδή του ίδιου του Κυρίλλου, μοιάζουν περισσότερο με αποφάσεις συγκυριακές και παρορμητικές παρά με μια μελετημένη και νηφάλια εκκλησιαστική πολιτική βασιζόμενη σε αντικειμενικές εκτιμήσεις.

Με άλλα λόγια: ο «αγιώτατος» κηρύττει και οι αρχιερείς του στη διασπορά τρέχουν πανικόβλητοι να δικαιολογήσουν τα αδικαιολόγητα.

Είναι κάτι παραπάνω από φανερό ότι τη Μόσχα ουδέποτε απασχόλησε το ερώτημα για τις πιθανές μακροπρόθεσμες παρενέργειες αυτών των δηλώσεων, εφόσον μέχρι σήμερα δεν κατόρθωσε, κυρίως επειδή δεν ήθελε, να «χωνέψει» το γεγονός της καταρρεύσεως της ΕΣΣΔ.

Τις αιτίες αυτής της ασθένειας του πολιτικού «στρουθοκαμηλισμού» της «γ΄ Ρώμης» πρέπει να αναζητήσουμε στις παράδοξες συνθήκες διαβιώσεως της Εκκλησίας της Ρωσίας το διάστημα από το 1943 έως το 1991.

Παρ’ ότι το σοβιετικό καθεστώς την κυνήγησε ανηλεώς, εντούτοις δεν την εξόντωσε.

Όπως θα έλεγε ένας προνοητικός νοικοκύρης όταν βάζει σε τάξη την αποθήκη του: «άστο να κάθεται, μπορεί κάποτε να το χρειαστούμε».

Έτσι, παρά τις διώξεις του αθεϊστικού σοβιετικού καθεστώτος η Εκκλησία ούτε μια στιγμή δεν ανησύχησε για τα όρια της δικαιοδοσίας της, εφόσον αυτά συνέπιπταν με τα σύνορα τόσο της Σοβιετικής Ενώσεως, όσο και των «ορέξεων» της εξωτερικής της πολιτικής.

Μπορεί μεν, από τη μια πλευρά, τα σοβιέτ να γκρέμιζαν ή να μετέτρεπαν τους ναούς σε αποθήκες και γραφεία, όμως ταυτόχρονα, από την άλλη, δεν επέτρεπαν την εμφάνιση «ανταγωνιστών» στην επικράτειά τους.

Έτσι όταν ο «υπαρκτός σοσιαλισμός» διαλύθηκε ναι μεν η Εκκλησία απέκτησε την πολυπόθητη ελευθερία, που εδώ που τα λέμε δεν είχε ούτε πριν την «οχτωβριανή επανάσταση», εντούτοις, όπως και πολλοί άλλοι, βρέθηκε εντελώς απροετοίμαστη να προσαρμοστεί στις νέες συνθήκες.

Τα πρώτα «καμπανάκια συναγερμού» χτύπησαν το 1989 με την εμφάνιση της Ουκρανικής Αυτοκεφάλου Ορθοδόξου Εκκλησίας.

Με το σύνθημα «δεν θα μας πουν οι ξένοι πατριάρχες τί θα κάνουμε στο σπίτι μας», οι μητροπόλεις των τριών μεγάλων πόλεων της δυτικής Ουκρανίας Λβωφ, Τερνοπούλεως και Ιβάνο-Φρανκόφσκ αποσπάστηκαν από το Πατριαρχείο Μόσχας.

Στη συνέχεια στο έδαφος της πρώην ΕΣΣΔ δραστηριοποιήθηκε και η Υπερορία Ρωσική Εκκλησία, η οποία εκμεταλλευόμενη το γεγονός ότι είχε αρνηθεί να συνεργαστεί με του κομμουνιστικό καθεστώς, είχε δηλαδή «καθαρά χέρια», δημιούργησε δικές της κοινότητες στην «sancta sanctorum» δικαιοδοσία της «γ΄ Ρώμης».

Το 1992 το Πατριαρχείο Ρουμανίας «ανένηψε» στη Μολδαβία την πάλαι ποτέ διαλάμψασα μητρόπολη Βεσσαραβίας.

Το Πατριαρχείο Κωνσταντινουπόλεως αναγνωρίζει το 1993 την Σύνοδο της μέχρι τότε εξόριστης Αποστολικής Ορθοδόξου Εκκλησίας Εσθονίας, ενώ το 2002 ο Πάπας Ιωάννης Παύλος Β΄ δίνει το «coup de grâce», ιδρύοντας στη Ρωσία τέσσερεις καθολικές επισκοπές.

Η πρώτη αντίδραση της Εκκλησίας της Ρωσίας ήταν, όπως θα έλεγε ο ήρωας της néo noir ταινίας Max Payne: «He was trying to buy more sand for his hourglass». Χρησιμοποιεί την αρχή της κανονικής δικαιοδοσίας ως την πρώτη γραμμή άμυνας εναντίον των εισβολέων, αν και η ίδια την παραβιάζει κατά το δοκούν, την οποία κατοχύρωσε ακόμα και στο ανανεωμένο Καταστατικό της του 2013.

(Ο συντάκτης του παρόντος σημειώματος συμβουλεύει τους αναγνώστες της ΚΑΘΕΔΡΑΣ να μελετήσουν προσεκτικά το κείμενο του Καταστατικού (Βλ. εδώ), ιδιαιτέρως υπό το φως των προσφάτων γεγονότων τόσο εκκλησιαστικών, όσο και πολιτικών)

Ωστόσο λίαν συντόμως κατέστη σαφές ότι, η αρχή της «κανονικής δικαιοδοσίας» στη ρωσική της ερμηνεία δεν έχει καμία σημασία και είναι απολύτως ακατανόητη εκτός των ορίων της «ρωσικής μάνδρας», ιδιαιτέρως σε εκείνες τις πρώην σοβιετικές δημοκρατίες, οι οποίες απέχουν παρασάγγας από την ορθόδοξη παράδοση.

Επιπλέον πώς είναι δυνατόν να εξηγήσεις, π.χ. σε έναν Εσθονό, γιατί υπάρχουν τόσες διαφορετικές εκκλησιαστικές οργανώσεις στα όρια μιας ενιαίας «κανονικής δικαιοδοσίας»;

Γιατί, π.χ., υπάρχουν αυτόνομες εκκλησιαστικές ομάδες στην Ουκρανία και στην Εσθονία, μια Εξαρχία στη Λευκορωσία και μια μητροπολιτική περιφέρεια στο… Καζακστάν;

Πώς εξηγείται το ότι η Εκκλησία της Ρωσίας παρεχώρησε το αυτοκέφαλο στην Εκκλησία Γεωργίας (ασχέτως αν αυτό δεν ισχύει), αλλά όταν κάποιος από τους λαούς που υπάγονταν στην ΕΣΣΔ ζητούσε κάτι ανάλογο ανακηρυσσόταν σχισματικός;

Στη βάση ποιας νομοκανονικής λογικής το Πατριαρχείο Μόσχας θεωρεί ότι η παρουσία του στην Ιαπωνία ή στην Κίνα, η Επισκοπή Σουρόζ στο Ηνωμένο Βασίλειο ή πρόσφατα η αντικανονική παρουσία του στην Αφρική, δηλαδή περιοχών που δεν συνδέονται με την πρώην Σοβιετική Ένωση, αποτελεί «κανονική δικαιοδοσία», την ακεραιότητα της οποίας οφείλει να υπερασπιστεί με «νύχια και με δόντια»;

Η διάλυση της ΕΣΣΔ έθεσε ενώπιον της Εκκλησίας της Ρωσίας το βασανιστικό υπαρξιακό πρόβλημα του αυτοπροσδιορισμού, δηλαδή της αναζητήσεως μιας απαντήσεως στο ερώτημα: τελικά τί είναι;

Εφόσον, από τη μια πλευρά, αντικειμενικά δεν μπορεί πλέον να θεωρείται εκκλησία «πασών των πρώην σοβιετικών δημοκρατιών» και, από την άλλη, δεν επιθυμεί για ευνόητους λόγους να την χαρακτηρίζουν ως «κρατική εκκλησία» σε ένα πολυπολιτισμικό κράτος όπως είναι η Ρωσική Ομοσπονδία, καταφεύγει σε τέτοιου είδους πολιτιστικού προσδιορισμού όπως το ιδεολόγημα του «ρωσικού κόσμου» ως «πνευματικό, πολιτιστικό και πολιτισμικό φαινόμενο» ή ο μύθος της «αγίας Ρωσίας» και της «γ΄ Ρώμης».

Σε αυτή την επίπονη αναζήτηση η Εκκλησία της Ρωσίας δεν κατόρθωσε να αποφύγει τις «σειρήνες» του εθνοφυλετισμού και της ιδιαίτερης, σχεδόν παγανιστικής ταυτοποίησης με τα γεωπολιτικά συμφέροντα του ρωσικού κράτους, παραμένοντας εγκλωβισμένη στην ατελέσφορη όπως αποδείχθηκε αρχή της «κανονικής δικαιοδοσίας».

Ο Ρώσος φιλόσοφος Georgiy Petrovich Fedotov γράφει:

«Η μελέτη του βίου των Ρώσων αγίων παρέχει το υλικό για την αξιολόγηση ενός μόνο πράγματος – του υψίστου επιπέδου εντός της ορθόδοξης εκκλησιαστικής δικαιοσύνης.

»Θα ήταν λάθος να επεκταθεί αυτό το ιδανικό σε ολόκληρο το έθνος, ακόμη και αν αναγνωριζόταν ο υποχρεωτικός του χαρακτήρας.

»Στα ευρύτερα στρώματα του λαού, στο μέτρο του φθίνοντος εκκλησιασμού, το ιδανικό αυτό ωχριά ή περιπλέκεται από άλλα στοιχεία ξένα προς αυτό» (Βλ. εδώ).

Αυτό ακριβώς το λάθος αναπαράγει ο εκκλησιαστικός βραχίονας του «ρωσικού κόσμου», για αυτό και το μόνο που έχει καταφέρει μέχρι σήμερα είναι «να αγοράζει άμμο για την κλεψύδρα του».

  • Απειλές και ευκαιρίες για την Ελλάδα έπειτα από την πτώση του καθεστώτος Άσαντ στη Συρία
    Πολιτικός Επιστήμονας - Διεθνολόγος
  • Η γεωπολιτική απληστία της ρωσικής Εκκλησίας
    Ανεξάρτητος Αρθρογράφος
  • Για την Εξουσία και την Εθνική Κυριαρχία
    Νομικός, Ύπατος Μεγάλος Ταξιάρχης του Υπάτου Συμβουλίου του 33° του ΑΑΣΤ για την Ελλάδα
  • Πολιτική Απορρήτου - Στοιχεία Εταιρείας
    Για έγκυρη ενημέρωση πατήστε follow και ακολουθήστε μας στο twitter
    Follow @tribunegr