Η κυρία Μαίρη είχε γενέθλια προχθές. Έγινε 44. Δηλαδή, αυτή φυσικά το γνωρίζει αυτό, οι άλλοι, όμως, νομίζουν ότι είναι 38.
Ήταν ωραία η ατμόσφαιρα στο σπίτι.
Τα παιδιά της, ο Κωστής και ο Νάσος, 10 και 8 ετών αντίστοιχα, αν και ενοχλημένα που τα διέκοψε από το playstation, την αγκάλιασαν και τη φίλησαν εγκάρδια μα και λίγο αφηρημένα, καθώς βιάζονταν να επιστρέψουν στο επόμενο game.
Της είχαν γράψει και μια κάρτα γενεθλίων, μετά από παρότρυνση του πατέρα τους, ο οποίος φρόντιζε να σκηνοθετεί άψογα τον εαυτό του σε όλες τις οικογενειακές παραστάσεις.
«Η μαμά έχει γενέθλια», τους είπε. «Ας της δείξουμε πόσο την αγαπάμε».
Ύστερα, έστειλε μήνυμα σε μια παντρεμένη γκόμενα με την οποία καυλάντιζε εδώ και ένα τρίμηνο στο messenger και την είχε φάει από τον προηγούμενο μήνα. Ωραίος κώλος και γενικά από τα καλά τεμάχια που είχε γνωρίσει.
Η κυρία Μαίρη ένιωσε αυτό το θερμό λύγισμα εντός της, καθώς έκλεισε τα παιδικά κορμιά στα χέρια της.
Δίπλα της, «αυτός», ο άντρας της, ο Στράτος, χαμογελούσε με την οικογενειακή σκηνή και της ήρθε στο νου μια σκηνή από τα παλιά οικογενειακά τραπέζια στο πατρικό της.
Μια γλυκιά βραχύβια εκεχειρία χάρη στο ψητό κοτόπουλο με τις πατάτες.
Η ίδια αίσθηση οικειότητας. «Οικογένεια», σκέφτηκε.
Μετά από τις ευχές, το σβήσιμο των 38 κεριών (στα κρυφά είχε ανάψει και σβήσει μόνη της τα υπόλοιπα 6), η κουίντα έπεσε κι ο καθένας με το αίσθημα ανακούφισης που προσφέρει η επιτέλεση ενός αναπόφευκτου καθήκοντος, επέστρεψε στην αληθινή, την ιδιωτική του ζωή.
Η κυρία Μαίρη μάζεψε τα κουτάλια και τα απομεινάρια της τούρτας και πήγε να ετοιμαστεί.
Θα έβγαινε να γιορτάσει τα γενέθλια με τις φίλες της, την κυρία Σούλα και την κυρία Βέτη, συνομήλικες και με συνομήλικα τέκνα. Ήταν μια βραδιά για εκείνες. Χωρίς «αυτούς» και χωρίς τα παιδιά να τους ζαλίζουν με την φασαριόζικη πλήξη τους.
Καθώς έβαφε με προσοχή τις βλεφαρίδες της, της φάνηκε πιο έντονο το πόδι της χήνας δίπλα στα μάτια της. «Πρέπει να ξαναπάω για μπότοξ», σκέφτηκε.
Ήθελε να αρπάξει τον χρόνο από το χέρι και να τον πάει πίσω, όπως τραβάμε τα άτακτα παιδιά, για να πάψουν να κάνουν το δικό τους.
Μα πιο πολύ ποθούσε ο χρόνος να την αρπάξει σαν κουρσάρος και να την ανεβάσει πάνω στο πειρατικό πλοίο της νιότης της.
Τότε που ήταν δροσερή και ομορφούλα, κατά τους άλλους, (καλλονή, όμως, για τα μάτια στον καθρέφτη της).
Τότε που η αμεριμνησία κι η δύναμη είχαν φωλιά στο δέντρο μέσα της κι από εκεί πετούσαν έξω στον κόσμο.
Τότε που ο έρωτας ήταν αψύς κι έκαιγε στα χείλη της και με τη φλόγα του φώτιζε τα αντρικά κορμιά.
Τώρα; Τώρα ο έρωτας είναι θαμπός, μια ζωγραφιά που αφηρημένα ζωγραφίζει ο τελευταίος εραστής της, ο Τάσος.
Αυτή, μια παλέτα με ζωηρά χρώματα που βάφει με το λαχανιασμένο μεσήλικο πάθος της κι ο φίλος της ζωγράφος σε πολυσύχναστο δρόμο της πόλης που ζωγραφίζει τα περαστικά γυναικεία πρόσωπα βαριεστημένος. Ένα πάνω ένα κάτω δεν έχει διαφορά. Διάφορες μορφές κι όλες ίδιες.
Μα αυτή θέλει να είναι η μόνη μορφή που μπορεί να σχηματιστεί στον καμβά.
Και τότε σκέφτεται πως δεν ξέρει ποια είναι αυτή η μορφή κι έτσι θλιβερά άμορφη θα κυλήσει η ζωή της μέχρι τα 39. Ουπς. Ψέματα κι εδώ. 45.