«Το χάσμα που χωρίζει τις επιδόσεις των μαθητών στα δημόσια από εκείνες των μαθητών στα ιδιωτικά σχολεία πιστοποιεί ότι η εκπαίδευση έχει σταματήσει να λειτουργεί να λειτουργεί ως ιμάντας κοινωνικής ανέλιξης και μάλλον αναπαράγει τις ανισότητες, καθώς λειτουργεί με δύο ”ταχύτητες”.
»Παρά τα όποια βήματα αναβάθμισης των τελευταίων χρόνων, η απόσταση που μένει να καλυφθεί είναι μεγάλη».
Το κύριο άρθρο της Καθημερινής(12-12-2023) γραμμένο, είτε με την «αυθεντία» που χαρίζει η αλαζονεία του μονόλογου, είτε στο όνομα ανομολόγητων σκοπιμοτήτων, αντιστρέφει μια πραγματικότητα.
Είναι γεγονός ότι η εκπαίδευση έχει σταματήσει να «λειτουργεί ως ιμάντας κοινωνικής ανέλιξης».
Είναι ψέμα όμως ότι αυτό αφορά μόνο την δημόσια εκπαίδευση.
Στην πραγματικότητα δεν έχει σχέση με την εκπαίδευση αλλά με τις οικονομικές και κοινωνικές εξελίξεις.
Δεν είναι αλήθεια ότι η εκπαίδευση «αναπαράγει τις ανισότητες» απλώς αδυνατεί πλέον να τις γεφυρώσει.
Αν το Κολλέγιο αναλάμβανε, με κρατική χρηματοδότηση, να λειτουργήσει ένα σχολείο του Περάματος, της Δραπετσώνας ή του Ζεφυρίου θα αποκαλυπτόταν η αλήθεια.
Ότι δηλαδή ή κύρια αιτία του χάσματος είναι οι κοινωνικές καταβολές των μαθητών.
Σύμφωνα με το ρεπορτάζ της «Κ» βασικές αιτίες για το «χάσμα μεταξύ ιδιωτικών και δημόσιων σχολείων» είναι «Ο τρόπος με τον οποίο είναι δομημένο το δημόσιο εκπαιδευτικό σύστημα, που επιτρέπει τη “βαριά” παπαγαλία, η απουσία ουσιαστικής αξιολόγησης, αλλά και ο στόχος της οικογένειας το παιδί να περάσει στο πανεπιστήμιο!».
Προφανώς όταν το διαβάσουν οι κάτοικοι του Περάματος και της Δραπετσώνας, οι κτηνοτρόφοι των Αγράφων, οι Ρομά του Ζεφυρίου, όσοι πρόσφυγες γνωρίζουν Ελληνικά και τέλος πάντων όσοι από άγνοια μέχρι τώρα έστελναν τα παιδιά τους σε Δημόσια σχολεία θα σπεύσουν να τα εγγράψουν στο Κολέγιο και τα συναφή.
Φυσικά όταν αποφοιτήσουν θα απολαύσουν τους καρπούς της «κοινωνικής ανέλιξης» αναλαμβάνοντας να διαχειριστούν τις «οικογενειακές επιχειρήσεις» ή τις τύχες της χώρας και των πολιτών.
Εννοείται αφού θα είχαν περατώσει τις σπουδές τους στην Οξφόρδη, ή το Χάρβαρντ.
Το ρεπορτάζ και το κύριο άρθρο εδράζονται στον διαγωνισμό PISA που οργάνωσε ο ΟΟΣΑ.
Οι απόψεις του οργανισμού για την θέσπιση vouchers στην εκπαίδευση είναι παλιές (Πολύς καπνός και στο βάθος vouchers., 26/01/2003) και πάγια είναι τα συμφέροντα που τις προβάλουν με στόχο, όχι βέβαια να σταματήσει η εκπαίδευση να «αναπαράγει ανισότητες» αλλά την έμμεση χρηματοδότηση, από το κράτος, της Ιδιωτικής Εκπαίδευσης.
Ενισχύουν αυτές τις τάσεις κολακεύοντας την εξουσία, «Παρά τα όποια βήματα αναβάθμισης των τελευταίων χρόνων», αλλά και ωθώντας σταθερά προς το επιθυμητό, «η απόσταση που μένει να καλυφθεί είναι μεγάλη».
Όμως, αν η εκπαίδευση είναι το σύγχρονο «Γεφύρι της Άρτας», γι’ αυτό την κύρια ευθύνη δεν την έχουν ούτε οι εκπαιδευτικοί ούτε φυσικά οι μαθητές.
Ούτε οι ικανότητες όλων των πολιτικών που διατέλεσαν Υπουργοί Παιδείας.
Φταίει ο τρόπος άσκησης της πολιτικής που λίγο πολύ θυμίζει το «απόψε αυτοσχεδιάζουμε».
Με σταθερό πολιτικό «φάρο» το φαίνεσθε και την διαχείριση της εξουσίας, οι «μεταρρυθμίσεις» πάνε και έρχονται και η μια γενιά μετά την άλλη καταποντίζονται στη τρικυμία του πολιτικού αβδηριτισμού.
Η «μεγάλη απάτη» συνίσταται, μεταξύ άλλων, στην παγίδευση δεκάδων χιλιάδων νέων κάθε χρόνο σε σπουδές με σχεδόν ανύπαρκτες προοπτικές και συχνά και δίχως ουσιαστικό περιεχόμενο.
Έτσι αντί να βρουν νωρίς τον επαγγελματικό τους δρόμο και να δημιουργήσουν την δική τους κοινωνική διαδρομή, σπαταλούν πολύτιμα παραγωγικά χρόνια χάνοντας τον προσανατολισμό τους.
Τροφοδοτώντας βεβαίως με τον τρόπο αυτό τόσο αρκετές τοπικές οικονομίες, όσο και της επιβίωση των πολιτικών εκπροσώπων τους.
Τις τελευταίες δεκαετίες έχει εξαφανιστεί τελείως κάθε επιστημονική, οικονομική ή κοινωνική λογική στην ίδρυση και την διασπορά ΑΕΙ και ΤΕΙ (τέως) σε σημείο που το «κάθε πόλη και γήπεδο κάθε χωριό και γυμναστήριο της χούντας να έχει καταντήσει, στον καιρό της ελλειμματικής δημοκρατίας, ”κάθε πόλη και ΑΕΙ κάθε χωριό και ΤΕΙ”».
Εκτός από τις λίγες περιπτώσεις στις οποίες την διασπορά επέβαλαν εθνικοί λόγοι, στην πλειονότητα των περιπτώσεων ο κατακερματισμός των ιδρυμάτων -φυσικά σε βάρος του όποιου εκπαιδευτικού-επιστημονικού έργου- γινόταν στο βωμό της ικανοποίησης της τοπικής «πελατείας» κομμάτων και πολιτικών.
Εξασφαλιζόταν έτσι πελατεία για τα προς ενοικίαση διαμερίσματα, για τις καφετέριες και τις ταβέρνες και γενικά για την «αγορά» του τόπου.
Αλλά αυτό είναι οτιδήποτε άλλο εκτός από ορθολογική περιφερειακή αναπτυξιακή πολιτική όταν μάλιστα στο βωμό της θυσιάζεται ένα μεγάλο μέρος της νεολαίας το οποίο παγιδεύεται ακολουθώντας έναν, υποτίθεται ανοιχτό, δρόμο προς την ατομική ανέλιξη μόνο που στο τέρμα του υπάρχει το αδιέξοδο της αναντιστοιχίας με τις ανάγκες της αγοράς εργασίας.
Φυσικά στην παγίδα αυτή πιάνονται κυρίως εκείνα τα παιδιά που διαμορφώνουν την διαφορά -που διαπιστώνει ο διαγωνισμός PISA- μεταξύ δημόσιας και ιδιωτικής εκπαίδευσης.
Δηλαδή παγιδεύονται οι ασθενέστερες οικονομικά τάξεις και τα παιδιά τους.
Το ΠΑΣΟΚ κατάργησε την βάση εισαγωγής για να μην ξεφεύγει κανένας.
Ταυτοχρόνως θέσπισε το IB (Το Διεθνές Απολυτήριο.) προς εξυπηρέτηση των «αρχόντων».
Βεβαίως το πρόβλημα που διαπιστώνει ο διαγωνισμός αφορά την εκπαίδευση πριν από την τριτοβάθμια.
Εκεί είναι που καταγράφει τις αδυναμίες και τις υστερήσεις της δημόσιας έναντι της ιδιωτικής.
Αν έκαναν τον κόπο όμως να συγκρίνουν τα δημόσια σχολεία, δύο ανόμοιων κοινωνικά περιοχών όπως της Κηφισιάς με την Δραπετσώνα, θα διαπίστωναν ένα ακόμα μεγαλύτερο χάσμα.
Γιατί όπως ήδη ανέφερα στην ποιότητα του σχολείου καθοριστικό ρόλο παίζουν οι μαθητές και η κοινωνική τους προέλευση.
Άλλωστε, πέρα από τις όποιες διαφορές, -στις υποδομές, στην επιλογή και την διαχείριση του εκπαιδευτικού προσωπικού- δημόσια και ιδιωτικά σχολεία ακολουθούν τα ίδια προγράμματα και διδάσκουν τα ίδια βιβλία που καθορίζει το ΥΠΕΠΘ.
Η παγίδευση των νέων δεν ξεκινά μετά την αποφοίτηση από το Λύκειο. Διαμορφώνεται και κατά την διάρκεια της φοίτησής τους στην δευτεροβάθμια εκπαίδευση.
Γιατί, ίσως, το πραγματικό ερώτημα δεν είναι αν πρέπει να εισάγεται στα ΑΕΙ ένας μαθητής του τρία (3) αλλά αν έπρεπε να τελειώνει το Λύκειο.
Το πραγματικό ερώτημα είναι τι είδους σχολείο θέλουμε(Ενιαίο σχολείο ή σχολείο επιλογής).
Η εκπαίδευση λειτούργησε ως «ιμάντας κοινωνικής ανέλιξης» κατά την διάρκεια των πρώτων μεταπολεμικών δεκαετιών, όταν υπήρξε εκρηκτική ανάπτυξη της παραγωγικής οικονομίας.
Η αγορά διψούσε για εκπαιδευμένα στελέχη προσφέροντας πλουσιοπάροχα δυνατότητες σε όσους σπούδαζαν.
Στην σημερινή εποχή η παραγωγική οικονομία βρίσκεται σε παρατεταμένη παρακμή.
Η εκβιομηχάνιση της χώρας ανακόπηκε δραματικά την δεκαετία του ’80 θύμα του άκρατου λαϊκισμού.
Στην αγορά εργασίας παρουσιαζόταν πληθωρισμός προσφοράς που καλυπτόταν εν μέρει από τους διορισμούς στο Δημόσιο και τις ΔΕΚΟ ή ετεροχρονιζόταν με την εισαγωγή στα ΑΕΙ και ΤΕΙ.
Όπως συμβαίνει πάντα το «πληθωριστικό προϊόν» υποτιμήθηκε και εν γένει απαξιώθηκε αφού, δυστυχώς, δεν υπήρξε Ευρωπαϊκή επιδότηση για την ”απόσυρση πτυχιούχων”.
Συμπληρώνεται μισός αιώνας από την Μεταπολίτευση. Δεκάδες υπουργοί παιδείας -τέως πρωθυπουργοί και διεκδικητές της ηγεσίας των κομμάτων εξουσίας- διαχειρίστηκαν την εκπαίδευση, το μέλλον της χώρας.
Οι «μεταρρυθμίσεις» τους, κάστρα χτισμένα στην άμμο της κομματικής σκοπιμότητας, σαρώθηκαν από την ζωή.
Θα μείνουν στην ιστορία ως «ο κύκλος των χαμένων Υπουργών».