Ισλαμικό ΚράτοςΙσραήλΤουρκίαΚουρδιστάνΟυκρανίαΚορωνοϊός - ΚορονοϊόςΕνέργειαΤζιχαντιστές
ΕΠΙΚΟΙΝΩΝΙΑ:
info@tribune.gr
Στέφανος Μυτιληναίος
Αρθρογράφος, Συγγραφέας

Το «Μακεδονικό» και οι Σλαβόφωνοι Έλληνες: «Ντα ζίβι Γκ(ά)ρτσια!» (Ζήτω η Ελλάς)

Το «Μακεδονικό» και οι Σλαβόφωνοι Έλληνες: «Ντα ζίβι Γκ(ά)ρτσια!» (Ζήτω η Ελλάς)
ΔΕΙΤΕ ΠΡΩΤΟΙ ΟΛΑ ΤΑ ΝΕΑ ΤΟΥ TRIBUNE ΣΤΟ GOOGLE NEWS

Τον Φεβρουάριο του 2019 -κι ενώ η στείρα μισαλλοδοξία υποκινούμενη από έναν υστερικό, επαρχιώτικο κι ανιστόρητο εθνικισμό και ρωσικούς κύκλους «ξεφάντωνε» στη Βόρεια Ελλάδα, σε μία πρωτοφανή μακεδονοκαπηλία, παριστάνοντας οι λούμπεν τους «μακεδονομάχους»- έγραψα το ακόλουθο άρθρο, που δημοσιεύτηκε στην κυριακάτικη εφημερίδα «Νέα Σελίδα», αναφορικά με το λεγόμενο «μακεδονικό ζήτημα», επικεντρώνοντας σ’τους Έλληνες σλαβόφωνους και την προσφορά τους στους εθνικούς αγώνες.

Σήμερα και μετά τις τελευταίες εκλογές, διαισθανόμενος έναν «κίνδυνο» από την είσοδο τριών ακροδεξιών μορφωμάτων στη Βουλή, που εκφράζουν και εκπροσωπούν μάζες αμόρφωτων, δεισιδαιμόνων, προληπτικών και τζάμπα μαγκών, το αναδημοσιεύω, υπηρετώντας το εθνικό αξίωμα ότι, «Ἐθνικὸ τὸ ἀληθές» (Διονύσιος Σολωμός).

Μόνο με τη γνώση της ιστορίας μπορούμε να πορευτούμε και να επικρατήσουμε. Όχι με αφελή πατριδοκάπηλα παραμύθια του καφενείου που πείθουν νήπιους και ψοφοδεείς.

Λεζάντα κεντρικής φωτογραφίας: Έλληνες σλαβόφωνοι αντάρτες, Γραικομάνοι, μακεδονομάχοι. Το αντάρτικο σώμα του Λάζαρου Δογιάμα.

Ακολουθεί το προ τετραετίας άρθρο μου:

Ο 92χρονος «κύριος Φωκάς» -δεν είναι αυτό το πραγματικό του όνομα-, ο σλαβόφωνος Μακεδόνας που φέρεται να μίλησε στο BBC, δήλωσε στη δημοσιογράφο Μαρία Μαργαρώνη «Έλληνας πατριώτης».

Αν και τόσο σαφής ο ίδιος ως προς την ταυτότητά του, το BBC έβαλε τον τίτλο που είχε προαποφασίσει: «Η αόρατη μειονότητα της Ελλάδας – Οι Μακεδόνες Σλάβοι».

Σύμφωνα με το BBC, αλλά και τον Παύλο Βοσκόπουλο, αρχηγό του «Ουράνιου Τόξου», που οι απόψεις του φιλοξενήθηκαν μια ημέρα μετά στην ελληνική ιστοσελίδα του ρωσικού Sputnik, οι σλαβόφωνοι της Μακεδονίας αποτελούν ένα ξεχωριστό έθνος, εν προκειμένω «μακεδονικό» και αυτό «αποδεικνύεται», σύμφωνα με όλους αυτούς, από τη σλαβική διάλεκτο που μιλούν. Όλα αυτά φαίνονται «αληθινά», είναι όμως;

Στην επίσημη απογραφή του πληθυσμού της Ελλάδας του 1928, επί οικουμενικής κυβέρνησης Αλέξανδρου Ζαΐμη με υπουργό Συγκοινωνιών τον Ιωάννη Μεταξά, αναφέρεται ότι τη μακεδονοσλαυική γλώσσα μιλούσαν 81.984 συμπολίτες μας και τη βουλγαρική 16.775.

Η γλωσσολογία βεβαιώνει ότι τα «μακεδονίτικα», τα «ντόπια», είναι αμοιβαία κατανοητά με τα βουλγαρικά.

Ότι πρόκειται, δηλαδή, για μία από τις τρεις βουλγαρικές διαλέκτους.

Γιατί λοιπόν η Ελλάδα τα διαχώρισε ήδη από τη δεκαετία του 1920 ως ξεχωριστή γλώσσα;

Γιατί το 1924 ο Έλληνας αντιπρόσωπος στην «Κοινωνία των Εθνών» (προπολεμικός ΟΗΕ), Βασίλειος Δενδραμής, δήλωνε ότι «η μακεδονική σλαβική γλώσσα δεν ήταν ούτε βουλγαρικά, ούτε σερβικά, αλλά μια ανεξάρτητη γλώσσα»;.

Για δύο λόγους: Ο πρώτος ότι η Ελλάδα δεν ήθελε βουλγαρική μειονότητα στη Μακεδονία και ο δεύτερος ότι η πλειονότητα των σλαβόφωνων -των βουλγαρόφωνων εάν θέλετε- είχαν ελληνική συνείδηση.

Να σημειωθεί ότι πριν το 1850, πριν δηλαδή την επιθετική εξάπλωση του βουλγαρικού εθνικισμού και πριν το εκκλησιαστικό σχίσμα του 1870 της Βουλγαρικής Εξαρχίας, η ελληνική συνείδηση ήταν κυρίαρχη στους βουλγαρόφωνους Μακεδονίας και Θράκης.

«Βούλγαρος» σήμαινε τότε ο αγροίκος, ο χωρικός, όπως παρόμοια σήμερα στην καθομιλουμένη χρησιμοποιείται ο όρος «Βλάχος». Δεν σήμαινε εθνικό όνομα.

Ο πρώτος Μακεδονικός Αγώνας ήταν η Μακεδονική Επανάσταση του 1878, που στράφηκε ενάντια στη Συνθήκη του Αγίου Στεφάνου, η οποία παρέδιδε το μεγαλύτερο μέρος της Μακεδονίας και της Θράκης στη Βουλγαρία, στον εξισλαβισμό και στον πανσλαβισμό.

Ωστόσο, η αναμέτρηση του ελληνισμού με τον πανσλαβισμό κορυφώθηκε μια δεκαπενταετία αργότερα, μετά την αποτυχημένη εξέγερση του Ίλιντεν (1903).

Τότε ο βουλγαρικός εθνικισμός εξαπέλυσε την ολοκληρωτική τρομοκρατία των κομιτατζήδων, όπως αποκαλούνταν υποτιμητικά οι εξωμότες εξαρχικοί ελληνικής καταγωγής που μεταστράφηκαν και υπηρετούσαν τους σκοπούς της Βουλγαρίας.

Με πρωτοφανή βία, σφαγές πατριαρχικών ιερέων -που λειτουργούσαν στα ελληνικά- και Ελλήνων δασκάλων, παράλληλα με εθνοκαθάρσεις, επιχείρησαν τον βίαιο εκβουλγαρισμό των ελληνόφωνων και σλαβόφωνων Ελλήνων της Μακεδονίας που περνούσε μέσα από τον προσηλυτισμό τους στη βουλγαρόφωνη Βουλγαρική Εξαρχία.

Ο Μακεδονικός Αγώνας του 1904 ξεκίνησε ως η ένοπλη αντίσταση των «Γραικομάνων» της Μακεδονίας, όπως αποκαλούνταν οι σλαβόφωνοι Ελλήνες, από κοινού με τους ελληνόφωνους Μακεδόνες, ενάντια στους Βούλγαρους και τους εξωμότες «Βουλγαρομάνους» και στη συνέχεια ενισχύθηκε από παραστρατιωτικά σώματα από την ελεύθερη νότια Ελλάδα.

Ήταν ο σλαβόφωνος Έλληνας Μακεδόνας οπλαρχηγός Κώττας Χρήστου (Κωνσταντίνος Χρήστου ή Κώτε Χρήστωφ), ο οποίος δεν μιλούσε ελληνικά, που έπεισε τον διάδοχο Κωνσταντίνο να υποστηρίξει τη μακεδονική αντίσταση.

Ο Χρήστου συνελήφθη από τους Οθωμανούς και απαγχονίστηκε στο Μοναστήρι την 27η Σεπτεμβρίου 1905.

Όπως κατέγραψε η ιστορία, ανέβηκε μόνος του στο ικρίωμα και αποφασισμένος, αφού φώναξε για τελευταία φορά στη μοναδική γλώσσα που μίλαγε, στα μακεδονοσλαυικά, «Ντα ζίβι Γκ(ά)ρτσια!» (Ζήτω η Ελλάς), κλώτσησε μόνος του το υποπόδιο.

«Γραικομάνοι» (σλαβόφωνοι) ήταν πάμπολλοι οπλαρχηγοί του Μακεδονικού Αγώνα όπως οι Παύλος Κύρου, Δημήτριος Νταλίπης, ο Καπετάν Αποστολής από τη Στρούμνιτσα κ.α.

Οι Έλληνες αντάρτες, σλαβόφωνοι και ελληνόφωνοι, που πολεμούσαν για την ελληνικότητα της Μακεδονίας αντιμετωπίζονταν με δέος από τον απλό λαό που έφτιαχνε τραγούδια, η κάθε κοινότητα στη γλώσσα που μιλούσε.

Ένα δημοτικό τραγούδι από την επαρχία Παιονίας, στα μακεδονοσλαυικά, λέει:

«Να Γκραντάτς πούκαϊα, να Γκουμέντσα σλούσαϊα. / Γκ’ρτσοι αντάρτσοι φ’ρλια, Μπουγκάρτσκι κούτσινια πάγκιατ. / Μόμιτε σε σμέια πισκέσιε να Γκ’ρτσιτε. / Γκ’ρτσιτε σε μόλια: Μπουγκάριν ντα ζακόλια, Μπουγκάριν ντα ζακόλια, / Κρ’φτα ντα μα πία, Κρ’φτα ντα μα πία, / ζέμια Γκ’ρτσια ντα ισμία», δηλαδή:

«Στο Γκαντάτσι (κορυφή του Πάικου) πυροβολούσαν, στη Γουμένισσα ακούγαν. / Έλληνες αντάρτες ρίχναν, Βουλγάρικα σκυλιά πέφταν. / Τα κορίτσια κουβαλούσαν δώρα στους Έλληνες. / Τους Έλληνες (αντάρτες) παρακαλούσαν: Βούλγαρο να σφάζαν, Βούλγαρο να σφάζαν, / το αίμα του να πίναν, το αίμα του να πίναν, / την Ελληνική γη να καθαρίζαν».

Μετά την απελευθέρωση της Μακεδονίας, οι ελληνικοί σλαβόφωνοι πληθυσμοί, που έχυσαν το αίμα τους για την Ελλάδα, με τον καιρό επανελληνίστηκαν γλωσσικά.

Στις ημέρες μας έχουν απομείνει μια χούφτα συμπατριώτες μας, οι περισσότεροι ηλικιωμένοι, να μιλούν ακόμα τη «ντοπιολαλιά», που εμείς οι Έλληνες αποκαλούσαμε «μακεδονίτικα» -διαχωρίζοντάς την από τα βουλγαρικά- διότι ήταν η διάλεκτος ενός μέρους του συνολικού πληθυσμού των Ελλήνων της Μακεδονίας.

Επειδή παράλληλα τυγχάνει μια παρόμοια σλαβική γλώσσα να μιλούν και στη Βόρεια Μακεδονία, οι «πονηροί» ανακαλύπτουν κατά καιρούς «μακεδονική» μειονότητα στην Ελλάδα, ενώ η ιστορική αλήθεια είναι «ανάποδη»: ότι δηλαδή η γλώσσα (ή διάλεκτος) αυτή, τόσο στην Ελλάδα όσο και στη Βόρεια Μακεδονία, μιλιέται από Έλληνες εξισλαβισμένους.

Ιστορική επισήμανση:

Από το τέλος της Ύστερης Αρχαιότητας στη Βαλκανική βρέθηκαν εγκατεστημένοι σλαβόφωνοι πληθυσμοί.

Προς το τέλος του 18ου αιώνα η σλαβοφωνία είχε επικρατήσει στην ύπαιθρο χώρα της περιοχής της Μακεδονίας βορείως μιας νοητής γραμμής που από την περιοχή νοτίως της Καστοριάς κατέληγε στη Θεσσαλονίκη.

Οι σλαβόφωνοι κάτοικοι της Μακεδονίας ασχολούνταν κυρίως με τη γεωργία και ζούσαν σε τσιφλίκια στα πεδινά ή σε ελεύθερα χωριά στα ορεινά.

Γνωστοί την περίοδο αυτή με βάση τη γλώσσα τους ως «Βούλγαροι». Θεωρούνταν ομογενείς των Ελλήνων, λόγω της μετοχής τους στο «Ρουμ μιλλέτ» (Έθνος των Ρωμαίων – Ρωμηών).

Από τα μέσα του 19ου αιώνα διεκδικήθηκαν ως ομοεθνείς από το βουλγαρικό εθνικό κίνημα με βάση την ομογλωσσία τους.

Με την ίδρυση της Βουλγαρικής Εξαρχίας, σχηματοποιήθηκαν στο εσωτερικό των σλαβόφωνων κοινοτήτων μία πατριαρχική και μία εξαρχική παράταξη, που προσέκειντο στην Ελλάδα και τη Βουλγαρία αντίστοιχα.

Σε παλαιότερους χρόνους οι σλαβόφωνοι προσδιορίζονταν ως «Σέρβοι», αλλά ως το 19ο αιώνα είχε επικρατήσει να ονομάζονται «Βούλγαροι».

Η γλώσσα τους ήταν γνωστή τότε ως «Βουλγαρική» και η χώρα που κατοικούσαν ονομαζόταν από τους δυτικούς λογίους «Μακεδονία».

Ενώ το 19ο αιώνα θεωρούνταν «Βούλγαροι», προς το τέλος του 18ου αιώνα απαντάται συχνότερα ο ισχυρισμός ότι είναι Σέρβοι.

Η τρέχουσα χρήση του όρου «Βούλγαροι» είχε τη συνυποδήλωση του φτωχού, σλαβόφωνου χωρικού.

Για τους «Βούλγαρους», ιδίως για τους εργάτες στα τουρκικά τσιφλίκια στα πεδινά, είχε δημιουργηθεί μια στερεοτυπική εικόνα ως απολίτιστους χωρικούς.

Κατά την ώριμη φάση του Νεοελληνικού Διαφωτισμού, παρά την αλλοφωνία τους, οι «Βούλγαροι» δε θεωρούνταν αλλογενείς των Ελλήνων.

Ένα μέρος των σλαβοφώνων της Μακεδονίας συμμετείχαν στην Ελληνική Επανάσταση.

Αργότερα, σλαβόφωνοι εντάσσονταν στο ελληνικό έθνος, αν και στα μέσα του 19ου αιώνα ξεκίνησαν να παρατηρούνται περιπτώσεις όπως εκείνες των λογίων Γρηγόρη Σταυρίδη (Γκριγκόρ Παρλίτσεφ) και του Δημητρίου Μηλαντίνη (Ντίμιταρ Μιλάντινοφ) που απομακρύνθηκαν από την ελληνική εθνική κοινότητα, ενώ αρχικά είχαν ενταχθεί ένθερμα σε αυτήν.

  • Απειλές και ευκαιρίες για την Ελλάδα έπειτα από την πτώση του καθεστώτος Άσαντ στη Συρία
    Πολιτικός Επιστήμονας - Διεθνολόγος
  • Η γεωπολιτική απληστία της ρωσικής Εκκλησίας
    Ανεξάρτητος Αρθρογράφος
  • Για την Εξουσία και την Εθνική Κυριαρχία
    Νομικός, Ύπατος Μεγάλος Ταξιάρχης του Υπάτου Συμβουλίου του 33° του ΑΑΣΤ για την Ελλάδα
  • Πολιτική Απορρήτου - Στοιχεία Εταιρείας
    Για έγκυρη ενημέρωση πατήστε follow και ακολουθήστε μας στο twitter
    Follow @tribunegr