Η πρόθεση ψήφου, σύμφωνα με την δημοσκόπηση (30/3 έως 3/4) της PULSE για τον ΣΚΑΪ, ήταν: ΝΔ 29,5%, ΣΥΡΙΖΑ 25%, ΠΑΣΟΚ- Κίνημα Αλλαγής 9,5%, ΚΚΕ 5,5%, Ελληνική Λύση 3,5%, ΜεΡΑ25 3,5%, Εθνικό Κόμμα Έλληνες 3%, Άλλο 4%, Λευκό/άκυρο/αποχή: 5% και Αναποφάσιστοι/ Δεν απαντώ: 11,5%.
Αν και το διάστημα που μεσολαβεί μέχρι τις εκλογές είναι μεγάλο και μπορεί να υπάρξουν διαφοροποιήσεις αυτό που πρέπει να θεωρείται δεδομένο είναι ότι δεν υφίσταται περίπτωση αυτοδύναμης κυβέρνησης. Όχι μόνον στις 21 Μαΐου αλλά και μετά τις επαναληπτικές εκλογές.
Με δεδομένο το εκλογικό σύστημα των επαναληπτικών εκλογών απαιτείται η «συνδρομή πολλών ευνοϊκών άστρων» για να συγκεντρωθεί ο αριθμός των 151 βουλευτών.
Μεταξύ άλλων πρέπει το πρώτο κόμμα να ξεπεράσει το 37% και η «χαμένη» -σε κόμματα που δεν θα μπουν στη Βουλή- ψήφος να ξεπεράσει το 8%.
Το δεύτερο συνεπάγεται αποτυχία του κόμματος Βαρουφάκη και αποκλεισμό του ακροδεξιού σχήματος Κανελλόπουλου-Κασιδιάρη.
Η συνδρομή και των τριών προαπαιτούμενων είναι μάλλον απίθανη.
Υπάρχουν πολλές και εύλογες επιφυλάξεις όσον αφορά την ακρίβεια των δημοσκοπήσεων.
Ακόμα και αν δεν υιοθετηθεί η άποψη που τις θέλει να υπηρετούν πολιτικές σκοπιμότητες υπάρχουν εκτεταμένες «γκρίζες ζώνες» που κλονίζουν την αξιοπιστία τους σε σχέση με το τελικό αποτέλεσμα.
Κανένας δεν μπορεί να ισχυριστεί ότι ο ΣΚΑΪ δεν διάκειται ευνοϊκά προς την κυβέρνηση.
Σε καμία περίπτωση δεν θα είχε «παραγγείλει» μια βλαπτική για την ΝΔ δημοσκόπηση.
Στα αποτελέσματα που δημοσιοποίησε -πέρα από την διαφορά των 4,5 μονάδων με την οποία προηγείται η ΝΔ- είναι εμφανείς οι «γκρίζες ζώνες» που θολώνουν το κάδρο.
Η σημαντικότερη από αυτές είναι το μέγεθος της αποχής η οποία καταγράφεται στο 5% μαζί με το άκυρο/λευκό.
Όμως στις δύο τελευταίες εκλογικές αναμετρήσεις η αποχή που καταγράφηκε ήταν 43,43% (2015) και 42,22% (2019).
Πέραν αυτού σημασία έχει και η κομματική προέλευση της αποχής την οποία επηρεάζει η παράσταση νίκης.
Η βεβαιότητα της ήττας και η αποχή οδήγησε την ΝΔ στο 33,47% το 2009. Αντίστοιχη παγίδα μπορεί να αποδειχθεί και η σιγουριά της νίκης.
Πέραν της «γκρίζας ζώνης» που συνιστά η αποχή, ένας επιπλέον παράγοντας αβεβαιότητας εντοπίζεται στους, κατά την δήλωσή τους, «αναποφάσιστους» και στους αρνούμενους να απαντήσουν.
Σε συνδυασμό με την «παράσταση καταλληλότητας», που δημιουργούν στους πολίτες τα ΜΜΕ, το ποσοστό του 11,5% των «αναποφάσιστων» -σε αυτό πρέπει να προστεθεί και το 4% που επιλέγει «Άλλο»- είναι ελεγχόμενο όσον αφορά την ειλικρίνειά του και αδιευκρίνιστο ως προς τις πραγματικές προθέσεις του.
Το γεγονός ότι, σε σχέση με τις εκλογές του 2019, έχουν προστεθεί 430.000 νέοι ψηφοφόροι ενώ θα λείπουν 560.000 -κυρίως ηλικιωμένοι- με τις πολιτικές ιδιαιτερότητες των συγκεκριμένων ομάδων δεν μπορεί να αγνοηθεί.
Τέλος, ασχέτως δηλώσεων και αναλύσεων, δεν φαίνεται εφικτός ο σχηματισμός δικομματικής κυβέρνησης στις 21 Μαΐου.
Στις εκλογές του 2019 τα εκτός βουλής κόμματα συγκέντρωσαν το 8,10% των εγκύρων.
Αν υποτεθεί ότι στις προσεχείς εκλογές το ποσοστό αυτό θα ανέβει στο 10% ο σχηματισμός κυβέρνησης θα προϋποθέτει την σύμπραξη κομμάτων που το ποσοστό τους θα ξεπερνά το 45%.
Βεβαίως το συγκεκριμένο εκλογικό σύστημα ευνοεί την διασπορά και συνεπώς την «χαμένη» ψήφο.
Όμως αυτό είναι δίκοπο μαχαίρι αφού μπορεί να ανεβάζει το ποσοστό που θα μείνει εκτός Βουλής αλλά αδυνατίζει και τα κόμματα εξουσίας.