Η λειτουργία του τραπεζικού συστήματος οφείλει να είναι υπό τον εποπτικό έλεγχο της κυβέρνησης. Με άλλα λόγια δεν μπορεί να παρέχεται ασυλία στις τράπεζες και στα στελέχη τους ούτε αυτά να αφήνονται να δρουν ανεξέλεγκτα.
Οι πολίτες δικαιολογημένα αναρωτιούνται για τις εμπράγματες εγγυήσεις με τις οποίες χορηγούνται δάνεια η αθέτηση των οποίων μακροπρόθεσμα επιβαρύνει –ανακεφαλαιοποιήσεις κρατικές εγγυήσεις και όχι μόνο- τους συνεπείς πολίτες.
Επιπλέον αλλά το ίδιο ανήθικη πρακτική είναι η άτοκη εκμετάλλευση των αποταμιεύσεων των πολιτών.
Πρόσφατα δημοσιεύματα επισημαίνουν τις επιπτώσεις στα στεγαστικά δάνεια από τις αυξήσεις του διατραπεζικού επιτοκίου Euribor.
Σύμφωνα με τον Δ. Πεφάνη (CNN Greece, 26/10/22) η μηνιαία δόση ενός στεγαστικού δανείου 20ετίας επιβαρύνθηκε –μετά τις αυξήσεις του επιτοκίου- «κατά 122€ ή κατά 1464€ τον χρόνο».
Όταν -σύμφωνα με τις προβλέψεις το πρώτο τρίμηνο του ‘23- το «Euribor ανέβει στο 2,5%, προεξοφλώντας και τις μελλοντικές αυξήσεις τότε το συνολικό επιτόκιο διαμορφώνεται σε 5,5%» και η δόση «επιβαρύνεται κατά 200€».
Το παράδοξο όμως δεν βρίσκεται σε αυτήν την αύξηση αλλά στο γεγονός ότι οι τράπεζες ανενδοίαστα και ανεξέλεγκτα εξακολουθούν να εκμεταλλεύονται τις καταθέσεις των πολιτών εντελώς άτοκα.
Η ασυδοσία των τραπεζών ξεκίνησε πριν από την κρίση, ακόμα και πριν από την επίσημη έναρξη της κυκλοφορίας του ευρώ την 1η Ιανουαρίου του 2002.
Λίγα στοιχεία από εκείνο το διάστημα είναι ικανά να εμφανίσουν την διαβρωτική δράση των τραπεζών, τις καταστροφικές συνέπειες της οποίας πληρώνουμε.
Είναι επιβεβλημένο βεβαίως να επαναλάβουμε ότι σημαντικό μέρος της ευθύνης βαρύνει την εποπτεύουσα Τ.τ.Ε. και τις κυβερνήσεις. Το 2001 οι καταθέσεις ήταν 131,32 δισ. ευρώ και οι χορηγήσεις 74,36 δισ. υπολειπόμενες κατά 56,96 δισ..
Αντίστοιχα το 2009 οι καταθέσεις ήταν 224,66 δισ. ενώ οι χορηγήσεις 235,41 δισ. υπερβαίνοντας κατά 10,75 δισ. τις καταθέσεις.
Προφανώς είχαν αρχίσει να λειτουργούν τα διατραπεζικά επιτόκια τροφοδοτώντας τον καταστροφικό ευδαιμονισμό και τα bonus των τραπεζικών στελεχών.
Το αποτέλεσμα ήταν το παγόβουνο των κόκκινων δανείων στο οποίο εξακολουθεί να προσκρούει η χώρα.
Δύο ακόμα στοιχεία βοηθούν να γίνει πιο εναργές αυτό. Η τραπεζική «τροφοδοσία της αγοράς» με 161,05 δισ. ευρώ την οκταετία 2002-2009 δεν μπορεί να συγκρίνεται με τα 147,8 δισ. της αύξησης του Δ.Χ. κατά την ίδια περίοδο.
Γιατί στο δεύτερο περιλαμβάνονται τα 79,6 δισ. των τόκων που πληρώθηκαν το ίδιο διάστημα.
Ακόμα δηλαδή και να μην υπήρχαν άλλες μη «καταναλωτικές» δαπάνες (εξοπλισμοί, κ.λπ.) το επιπλέον καθαρό χρήμα που θα είχε διατεθεί με ευθύνη των κυβερνήσεων στην «αγορά» θα ήταν 68,2 δισ..
Στην πραγματικότητα οι τράπεζες με το κυνήγι των bonus και την ανυπαρξία πολιτικού ελέγχου τροφοδοτούσαν τον ασυγκράτητο «Μινώταυρο» του αστήρικτου ευδαιμονισμού, διόγκωναν το έλλειμμα του ισοζυγίου πληρωμών, ναρκοθετούσαν το παραγωγικό δυναμικό της χώρας.
Αλλά, δικαιολογείται η λέξη «ληστές» στον τίτλο; Ναι αν αναλογιστούμε ότι την ώρα που ο δανειολήπτης επιβαρύνεται με επιπλέον 1464€ -ή με 2400€ μετά τις αναμενόμενες αυξήσεις- οι συνταξιούχοι που έχουν αποθέσει στην τράπεζα τα χρήματα του δανείου θα εξακολουθήσουν να εισπράττουν μηδενικούς τόκους.
Τα χρήματα που έχουν για να πληρώσουν τον γιατρό, την νοσοκόμα, το οίκο ευγηρίας, τα έξοδα αποδημίας τα εκμεταλλεύονται δωρεάν οι τράπεζες.
Ο χαρακτηρισμός «ληστεία» γίνεται ακόμα πιο εναργής αν δούμε τις «προσφορές» μιας εκ των «μεγάλων αδελφών», διαβάζω:
«Παράδειγμα ΣΕΠΠΕ: Για δάνειο 3.000€ με ονομαστικό σταθερό επιτόκιο 13,50%, εισφορά του Ν. 128/75 0,60%, διάρκεια 36 μηνών και έξοδα αίτησης 60€, το Συνολικό Ετήσιο Πραγματικό Ποσοστό Επιβάρυνσης (ΣΕΠΠΕ) είναι 16,67%. [..] Δηλαδή, είναι το συνολικό πραγματικό κόστος του δανείου σας: 116,60/μήνα σύνολο 6.996»!!! Δηλαδή για τρία χρόνια ο δανειολήπτης επιβαρύνεται με 1.996€(!!!) και ο πραγματικός χορηγός-καταθέτης εισπράττει… την «ευγνωμοσύνη» της τράπεζας.
Να το πούμε διαφορετικά, επιτόκιο καταθέσεων 0,0… χορηγήσεων 13,5% που τελικά είναι 16,67%! Αντίστοιχα φυσικά είναι και τα άλλα επιτόκια των δανείων -εκτός από τα στεγαστικά που είναι αρκετά πιο χαμηλά- αλλά η αντιμετώπιση των καταθετών είναι ίδια ανεξάρτητα από το ύψος ή το είδος της κατάθεσης, 0,0…%! Είναι ένα ακόμα από τα «ευεργετήματα» του ενιαίου νομίσματος.
Το ερώτημα είναι σε αυτήν τη ζούγκλα ποιοί είναι οι «λύκοι», ποιες οι «ύαινες» και ποια τα «ερίφια»;