«Ούτε καν η απόλυτη εξουσία δεν διέφθειρε τόσο όσο η απόλυτη ανευθυνότητα».
Ο Κρίστοφερ Γουντχάουζ –ενεργά παρών στην Ελλάδα την ταραγμένη περίοδο 1941-1949- δεν είχε την καλύτερη γνώμη για τους έλληνες πολιτικούς εκείνης της εποχής.
Στο βιβλίο του «Το μήλον της έριδος» αναφέρει συγκεκριμένα ότι:
«Συνεπώς τα πολιτικά πράγματα στην Ελλάδα παρουσιάζουν δύο ασυνήθιστα φαινόμενα.
»Αποτελούνται από προβλήματα υπερβολικά πρωτόγονα για να αποκληθούν πολιτικά, και από πολιτικούς αποφασισμένους να τα διαγράψουν από το μυαλό τους» και συμπληρώνει ότι για τους Αθηναίους πολιτικούς «Οι ελληνικές επαρχίες αποτελούν χώρα το ίδιο ξένη με το Θιβέτ».
Αναφέρει ότι ο Μεταξάς ανέλαβε την προσπάθεια «να δημιουργήσει ελληνικό κράτος να του δώσει τη σταθερότητα, τη συνοχή, τον αυτοσεβασμό, στοιχεία τα οποία χαρακτηρίζουν ένα ανεξάρτητο κράτος και τα οποία, παρά τα εκατό χρόνια ελευθερίας, η Ελλάδα δεν είχε εξασφαλίσει» αφού στο διάστημα της ελευθερίας «υπήρξαν πολιτικοί άνδρες, δεν υπήρξε όμως ελληνικό κράτος».
Συνεπώς «το βασικό εμπόδιο για την πολιτική σταθερότητα στην Ελλάδα είναι ο Έλληνας πολιτικός».
Υπήρξαν σημαντικοί πολιτικοί αλλά όχι ανεξάρτητο, συνεκτικό, σταθερό και με σεβασμό σε αξίες και θεσμούς κράτος.
Για να χρησιμοποιήσουμε τα λόγια της Χ. Άρεντ «την χώρα δεν την κυβερνούσαν οι θεσμοί αλλά οι άνθρωποι» με τους εγωισμούς, τις μωροφιλοδοξίες και τις ιδιοτέλειες τους.
Ο Κ. Γουντχάουζ αντικειμενικός παρατηρητής της ελληνικής πολιτικής πραγματικότητας δεν έκανε λάθος.
Η κατάσταση που διαπίστωσε, εκ του σύνεγγυς, την δεκαετία του ’40 συνεχίστηκε μετά την λήξη του εμφυλίου.
Οι επίγονοι του Βενιζέλου (Σοφούλης, Πλαστήρας, Παπανδρέου, Σ. Βενιζέλος κ.λπ.) εξακολούθησαν να υποτάσσουν τα συμφέροντα του έθνους και του λαού στις προσωπικές τους φιλοδοξίες και ιδιοτέλειες.
Η ρευστότητα της πολιτικής εξουσίας διεκόπη από την εμπλοκή του Παπάγου και την νίκη του Ελληνικού Συναγερμού.
Ο Κ. Καραμανλής εμβάθυνε την σταθερότητα δημιουργώντας τις βάσεις για ένα σύγχρονο κράτος στο οποίο «δεν θα κυβερνούσαν οι άνθρωποι αλλά οι θεσμοί».
Εν τω μεταξύ οι άγονοι «εμφύλιοι» και οι «ανίερες συμμαχίες» των επιγόνων οδήγησαν την Αριστερά στη θέση της αξιωματικής αντιπολίτευσης το 1958.
Η δημιουργία της Ένωσης Κέντρου το 1961 από ετερόκλητα υλικά –Τουρκοβασίλης, Στεφανόπουλος, Τσακαλώτος, Μαρκεζίνης κ.λπ.- υπήρξε αποτέλεσμα αφανούς συνεργασίας την οποία ευνοούσε και ο Καραμανλής.
Οι προοπτικές του νέου φορέα δεν αποτελούσαν απειλή για την ΕΡΕ. Οι εκλογές αποτέλεσαν «χρυσό λαχείο» (Ο ”Γέρος” και η Δημοκρατία 3.) για τον Παπανδρέου.
Ο ορισμός του Βασιλικού Δόβα ως υπηρεσιακού πρωθυπουργού σε συνδυασμό με τα δεδομένα της εποχής και τον γενικότερο στόχο της αποδυνάμωσης της Αριστεράς δημιούργησε τις συνθήκες που χάρισαν ερείσματα στον λαϊκισμό. Ενώ ο Παπανδρέου προεκλογικά δήλωνε ότι: «Θα κάνωμεν πολιτικήν και εκλογικήν συνεργασίαν με τον Καραμανλήν.
Τα στρατόπεδα θα είναι δύο: από το ένα μέρος θα είναι οι εθνικόφρονες και από το άλλο οι κομμουνισταί. Θα κάνωμεν τας εκλογάς με τους χωροφύλακές και με το πιστόλι στο χέρι» (Σπ. Λιναρδάτου, «Από τον Εμφύλιο στη Χούντα») μετεκλογικά συνεργάστηκε με την Αριστερά.
Ο αχαλίνωτος λαϊκισμός της διετίας ’61-’63 και η σοβούσα σύγκρουση του Καραμανλή με τα Ανάκτορα οδήγησαν στην νίκη της Ε.Κ. στις εκλογές. Η αντισυνταγματική ορκωμοσία της κυβέρνησης –δίχως δεδηλωμένη και ψήφο εμπιστοσύνης- της έδωσε την ευκαιρία να «αδειάσει τα ταμεία».
Το όργιο των παροχών απογείωσε την Ε.Κ. στις εκλογές του ’64 αποτελώντας τον θρίαμβο της απόλυτης ανευθυνότητας. Σύντομα ο «θρίαμβος» κατέληξε οδυνηρός εφιάλτης.