Από τα νεανικά μου χρόνια, όταν ακόμα η Ευρώπη είχε 9 μέλη, πίστευα –προφανώς διαισθητικά- ότι οι ΗΠΑ δεν επιθυμούσαν την ουσιαστική ενοποίησή της.
Θεωρούσα ότι, ενώ ήταν θετικές στην ανάπτυξη της συνεργασίας και του ενοποιημένου οικονομικού χώρου φοβόνταν ότι η πολιτική ενοποίηση της Ευρώπης θα αμφισβητούσε την επικυριαρχία τους στο Δυτικό Στρατόπεδο.
Η διαισθητική αυτή εκτίμηση πιστεύω ότι επιβεβαιώθηκε με τις εξελίξεις που ακολούθησαν την κατάρρευση της ΕΣΣΔ. Η ραγδαία και στην ουσία «άτακτη» διεύρυνση της ΕΕ εξαφάνισε τις όποιες πιθανότητες υπήρχαν να αποκτήσει ενιαία και αυτεξούσια πολιτική οντότητα.
Μετά την κατάρρευση της ΕΣΣΔ η Αμερική έγινε κοσμοκράτειρα και αυτό που προηγουμένως ήταν στόχος στο πλαίσιο της Δύσης έγινε παγκόσμια επιδίωξη. Να μην επιτραπεί η ανάπτυξη άλλης δύναμης ικανής να αμφισβητήσει την κυριαρχία της Αμερικής.
Ο Sbigniew Brzezinski –σύμβουλος ασφαλείας πρώην Προέδρου των ΗΠΑ- στο βιβλίο του Η Μεγάλη Σκακιέρα (ΗΜΣ), το διατυπώνει με κυνικότητα: «…είναι επιτακτική ανάγκη να μην εμφανιστεί καμία διεκδικήτρια ευρασιατική δύναμη, ικανή να κυριαρχήσει στην Ευρασία και κατά συνέπεια να αμφισβητήσει την Αμερική…» (ΗΜΣ, σελ.19).
Η επιδίωξη αυτή των ΗΠΑ δεν στοιχειοθετείται στην βάση κάποιων ηθικών-δημοκρατικών αρχών αλλά -όπως αποκαλύπτεται και από την ορολογία που χρησιμοποιεί ο Brzezinski- έχει ως μοναδικό κίνητρο την εξουσία και την οικονομική κυριαρχία.
Άλλωστε και πριν η Αμερική εξελιχθεί σε κοσμοκράτειρα, ΗΠΑ και ΕΣΣΔ χρησιμοποιούσαν την ιδεολογία ως εργαλείο ελέγχου και όχι ως πλαίσιο ηθικών αρχών.
Γράφει ο Brzezinski «Ο κάθε αντίπαλος χρησιμοποιούσε την ιδεολογία του για να ενισχύσει τον έλεγχο τον οποίο ασκούσε στους υποτελείς και φόρου υποτελείς του…» (ΗΜΣ, σελ.26). Ωστόσο για τις ΗΠΑ το πλεονέκτημα ήταν μεγάλο γιατί, ενώ η Ρωσία είχε εσωτερικό ιδεολογικό ανταγωνιστή την Κίνα, «Οι κύριοι υποτελείς της Αμερικής ήταν σημαντικά πιο αδύναμοι από την Αμερική…» (ΗΜΣ, Σελ.28). Σήμερα και μετά την κατάρρευση της ΕΣΣΔ «Οι υποτελείς και φόρου υποτελείς της Αμερικής […] είναι διασπαρμένοι σε ολόκληρη την ευρασιατική ήπειρο…» (ΗΜΣ, Σελ. 51).
Η κοσμοκρατορία των ΗΠΑ «στηρίζεται σε μεγάλο βαθμό στην έμμεση άσκηση επιρροής σε εξαρτημένες ξένες ελίτ…» (ΗΜΣ, Σελ.55). Η επιρροή-έλεγχος διευκολύνεται από το γεγονός ότι: «Απόφοιτοι των Αμερικανικών πανεπιστημίων βρίσκονται σχεδόν σε κάθε κυβέρνηση…» (ΗΜΣ, Σελ.56). Ταυτοχρόνως η επιρροή-έλεγχος ασκείται και μέσω διεθνών οργανισμών (ΔΝΤ, ΠΤ, ΝΑΤΟ) αλλά και διμερών πολιτικών, οικονομικών και στρατιωτικών σχέσεων: «Η Ατλαντική συμμαχία […] καθιστώντας τις Ηνωμένες Πολιτείες βασικό συμμέτοχο ακόμα και στις ενδοευρωπαϊκές υποθέσεις. Οι διμερείς πολιτικοί και στρατιωτικοί δεσμοί με την Ιαπωνία […] συντελούν να παραμένει η Ιαπωνία ουσιαστικά αμερικανικό προτεκτοράτο(!) […] η Αμερική στέκεται στο κέντρο ενός διαπλεκόμενου συστήματος στο οποίο η εξουσία ασκείται μέσα από συνεχείς διαπραγματεύσεις […] αναζήτηση τυπικής συναίνεσης […] η εξουσία απορρέει τελικά από μια μόνο πηγή, συγκεκριμένα την Ουάσιγκτον» (ΗΜΣ, Σελ.58,59).
Σύμφωνα με τον Brzezinski «Για την Αμερική το κύριο γεωπολιτικό λάφυρο είναι η Ευρασία»! (ΗΜΣ, Σελ.63). Για να παραμείνει όμως «λάφυρο» των ΗΠΑ η Ευρασία πρέπει να παραμείνει διασπασμένη αφού «Αθροιστικά, η δύναμη της Ευρασίας υπερβαίνει κατά πολύ εκείνη της Αμερικής.» Αλλά, ανακουφισμένος ο Brzezinski διαπιστώνει ότι: Ευτυχώς για την Αμερική, η Ευρασία είναι πολύ μεγάλη για να είναι ενιαία πολιτικά»! (ΗΜΣ, Σελ.65). Το ερώτημα βέβαια είναι αν είναι αναγκαίο να είναι ενοποιημένη ολόκληρη η Ευρασία για να αμφισβητήσει την κυριαρχία των ΗΠΑ ή αν αντιθέτως αυτό θα συνέβαινε και στην περίπτωση που η ΕΕ θα αποκτούσε ενιαία οντότητα διαμορφώνοντας ελεύθερα και διμερείς σχέσεις με άλλες δυνάμεις (Ρωσία, Κίνα, Ινδία, κ.λπ.).
Είναι προφανές ότι αυτή η προοπτική όχι μόνο ήταν υπαρκτή αλλά και επίφοβη για τις ΗΠΑ. Για τους πιο καχύποπτους η είσοδος του ΗΒ στην ΕΕ αποτέλεσε την εγκατάσταση του Δούρειου Ίππου στην καρδία της Ευρώπης. Η σφοδρή αντίρρηση του στρατηγού Ντε Γκωλ και το βέτο που άσκησε δύο φορές (1963 και 1967) στο αίτημα ένταξης δεν αφορούσε τους εσωτερικούς Ευρωπαϊκούς συσχετισμούς ισχύος αλλά εδραζόταν κυρίως στον φόβο ότι η ΕΟΚ θα οδηγούνταν στην υπαγωγή υπό την επικυριαρχία των ΗΠΑ. Όπως, πιθανόν, δεν ήταν τυχαία η επιλογή του ΗΒ να πρωτοστατήσει, το 1960, στην δημιουργία της ΕΖΕΣ οργανισμού που προωθούσε την ενοποίηση του οικονομικού χώρου αλλά όχι και την πολιτική ενοποίηση. Μετά την κατάρρευση του Ανατολικού Μπλοκ η ραγδαία και δίχως κανόνες διεύρυνση της Ε.Ε. προς ανατολάς –ιδιαίτερα μετά το 1995- απομάκρυνε τις όποιες πιθανότητες υπήρχαν να αποκτήσει η ΕΕ ενιαία πολιτική υπόσταση. Στην εξέλιξη αυτή η «συμβολή» των ΗΠΑ –πίεζε για την εισδοχή και της Τουρκίας- υπήρξε καθοριστική.
Εκτός από την πολιτική ενοποίηση της ΕΕ όμως -την ύπαρξη κεντρικής εξουσίας, ενιαίας εξωτερικής πολιτικής και στρατιωτικής, δύναμης αποτρεπτικής σε κάθε προσπάθεια προσβολής ή επιβουλής των συνόρων- η οικονομική ανάπτυξη της και η εξέλιξη του ευρώ σε ανταγωνιστικό αποθεματικό νόμισμα έναντι του δολαρίου δημιουργούσε επικίνδυνες καταστάσεις για την οικονομική κυριαρχία των ΗΠΑ. Σε συνδυασμό με την εκρηκτική οικονομική ανάπτυξη της Κίνας θα οδηγούσε σε ραγδαία αποκλιμάκωση της ισχύος της αμερικανικής οικονομικής αυτοκρατορίας.
Λίγους μήνες μετά την κυκλοφορία του (2002) το ευρώ είχε μηδενίσει την αρνητική ισοτιμία του έναντι του δολαρίου. Μέσα σε οκτώ χρόνια είχε ανατιμηθεί έναντι του αμερικανικού νομίσματος κατά 50%. Εξελισσόταν δηλαδή σε απειλή έναντι της παντοκρατορίας του δολαρίου ως αποθεματικού νομίσματος. Οι αποτυχημένοι πόλεμοι των ΗΠΑ σε ΙΡΑΚ και Αφγανιστάν σε συνδυασμό με την οικονομική κρίση που είχε ξεσπάσει στην Αμερική θάμπωναν την λάμψη του δολαρίου. Αλλά τότε ήρθε η ώρα της αντεπίθεσης για την «Αυτοκρατορία». Η επίθεση στο ευρώ ξεκίνησε με την αγαστή συνεργασία των «εξαρτημένων ξένων ελίτ» και τις συντονισμένες επιθέσεις των Αμερικανικών οίκων αξιολόγησης.
Η επίθεση στον Ευρωπαϊκό Νότο, αρχής γενομένης από την Ελλάδα, είχε στην πραγματικότητα στόχο τις μεγάλες ευρωπαϊκές τράπεζες που διακρατούσαν τα χρέη των κρατών. Όταν τον επόμενο χρόνο (2011) στην Ευρώπη άνοιξε η συζήτηση για την έκδοση ευρωομόλογου -από τα κράτη με αξιολόγηση ΑΑΑ- αρχικά η Moody’s (27/11/2011) και στην συνέχεια η Standard & Poor’s (5/12/2011) απείλησαν με υποβάθμιση όλες τις χώρες της Ευρωζώνης αλλά και τον μηχανισμό στήριξης.
Το γεγονός της απροκάλυπτης επίθεσης των αμερικάνικων εταιρειών αξιολόγησης ανάγκασε τον Ζαν Κλωντ Γιουνκέρ να δηλώσει: «Με εκπλήσσει πολύ που αυτή η είδηση πέφτει ουρανοκατέβατη στο κατώφλι της ευρωπαϊκής συνόδου κορυφής. Αυτό δεν μπορεί να είναι σύμπτωση». Επίσης κοινοβουλευτικό στέλεχος του CDU κατηγόρησε το οίκο αξιολόγησης για «υπολογισμό πολιτικής τάξης» προσθέτοντας ότι «το δημόσιο χρέος των ΗΠΑ υπερβαίνει εκείνο της Ευρωζώνης».
Παρά τις επιθέσεις αυτές το ευρώ εξακολούθησε να είναι ισχυρό υπερέχοντας σημαντικά έναντι του δολαρίου. Οι εξελίξεις που ακολούθησαν την Ρωσική εισβολή στην Ουκρανία, όμως, επιφέροντας ισχυρότατο πλήγμα στην Ευρωπαϊκή οικονομία, οδηγούν στην ταχύτατη επαναφορά της ισοτιμίας στα επίπεδα της προ 20ετίας κυκλοφορίας του ευρώ. Τελικά οι «υποτελείς» και οι «φόρου υποτελείς» εξαναγκάζονται να περιοριστούν πάλι στο καβούκι τους.