Από το 1901 που θεσμοθετήθηκε, το βραβείο Νόμπελ Ειρήνης έχει δεχθεί κατά καιρούς μεγάλη κριτική, έχει γίνει αντικείμενο διαφωνιών και έχει κατηγορηθεί για πολιτικές σκοπιμότητες πίσω από την απονομή του.
Σύμφωνα με τη διαθήκη του Άλφρεντ Νόμπελ το βραβείο απονέμεται κάθε έτος «στο πρόσωπο που είχε τη μεγαλύτερη συνεισφορά στην αδελφοποίηση των εθνών, στην κατάργηση ή τη μείωση των στρατιωτικών δυνάμεων και στη διεξαγωγή και προώθηση ειρηνευτικών διαδικασιών».
Όμως μια ματιά στη λίστα των κατόχων είναι αρκετή για να γεννηθούν ερωτηματικά για το αν όλοι οι βραβευθέντες εμπίπτουν στους όρους αυτούς.
Αντίθετα, το βραβείο έχει κατά καιρούς απονεμηθεί σε εξαιρετικά αντιφατικές προσωπικότητες της σύγχρονης ιστορίας, ακόμα και σε πρόσωπα που κάποια στιγμή προώθησαν τη βία σαν μέσο επίλυσης διαφορών πριν ακολουθήσουν τον δρόμο της ειρήνης.
Οι κάτοχοι αυτοί αποτελούν μια μικρή μειοψηφία που είναι όμως ικανή να δημιουργεί αντιδράσεις και αμηχανία και, σε συνδυασμό με το γεγονός ότι το βραβείο δε δόθηκε σε προσωπικότητες τεράστιου βεληνεκούς με αδιαμφισβήτητη συνεισφορά στην παγκόσμια ειρήνη όπως ο Μαχάτμα Γκάντι, να πληγώνει το γόητρο του θεσμού.
Η φετινή βράβευση ευτυχώς δεν εμπίπτει στην παραπάνω κατηγορία.
Αντίθετα είναι μια ευτυχής στιγμή στην ιστορία του Νόμπελ Ειρήνης και ενισχύει το γόητρό του.
Η 17χρονη Μαλάλα Γιουσαφζάι από το Πακιστάν κέρδισε το Νόμπελ Ειρήνης για τον αγώνα της υπέρ του δικαιώματος όλων των παιδιών στην εκπαίδευση (και ιδίως των κοριτσιών) και έγινε ο νεότερος κάτοχος Βραβείου Νόμπελ στην ιστορία.
Μοιράστηκε το βραβείο με τον Ινδό Κάιλας Σατιάρτι, ακτιβιστή επίσης για τα δικαιώματα των παιδιών.
Η βράβευση της στρέφει τον προβολέα της δημοσιότητας στην Παιδεία ως τον απαραίτητο δρόμο για την πρόοδο, την ευημερία, το σεβασμό στον συνάνθρωπο και συνεπακόλουθα την αδελφοποίηση των λαών και την Ειρήνη. Υπό αυτό το πρίσμα, το Νόμπελ Ειρήνης είναι φέτος πολύ κοντά στην ουσία του.
Παράλληλα, η φετινή απονομή, υπογραμμίζει τις ανισότητες, που οδηγούν στις κάθε μορφής συγκρούσεις.
Επιπλέον είναι φορτισμένη συγκινησιακά γιατί οι ανισότητες καταδεικνύονται από το προσωπικό της παράδειγμα της Μαλάλα καθώς τον αγώνα για τη πρόσβαση στην εκπαίδευση τον έχει δώσει πρώτα για τον ίδιο της τον εαυτό με κίνδυνο της ζωή της.
Όλα αυτά σε συνδυασμό με τη νεαρή της ηλικία, η οποία έρχεται σε πλήρη αντίθεση με την ωριμότητα του λόγου της, μπορούν πραγματικά να την κάνουν ουσιαστική πηγή έμπνευσης, άρα και αφορμή αλλαγής κάποιων πραγμάτων.
Ένα Νόμπελ Ειρήνης εκπληρώνει περισσότερο τον ρόλο του στα χέρια ενός κοριτσιού όπως η Μαλάλα που με το προσωπικό της παράδειγμα ενσαρκώνει το πρόβλημα και τον αγώνα για την αντιμετώπισή του.
Και είναι πιο σημαντικό και κυρίως πιο χρήσιμο σε τέτοια χέρια.
Γιατί ένα 17χρονο κορίτσι από το Πακιστάν αντικειμενικά δεν έχει την ίδια δυνατότητα να ακουστεί σε όλο τον κόσμο όπως ο Μπάρακ Ομπάμα, που τιμήθηκε με το ίδιο βραβείο το 2009.
Ενώ ένας κάτοχος Νόμπελ είναι.
Αλλιώς πώς θα την ακούγαμε να λέει ότι πρέπει να αλλάξει ο τρόπος που θεωρούμε κάποια χώρα ισχυρή: “Let us change the ideology of being powerful, the powerful countries shall not be judged by counting their soldiers and navy, but rather we must see which country has the higher literacy rate, which country has more educated people, which country has provided their basic rights to citizens”.