Από εξεταστικές η Βουλή των Ελλήνων(;) άλλο τίποτα. Τα αποτελέσματα είναι άλλου παπά ευαγγέλιο. Σε δουλειά να βρισκόμαστε και το φιλοθεάμον κοινό να διατηρείται σε διαχειρίσιμη εξάρτηση.
Είμαστε θεατές, αυτήν την περίοδο, της «μάχης» για την «διαλεύκανση» της τελευταίας εμφανούς χρηματοδότησης των ΜΜΕ από την κυβέρνηση.
Όμως για τους παροικούντες της Πλατείας Κολωνακίου –και των λοιπών πολιτικών λειμώνων- ισχύει επί του προκειμένου το γνωστό λαϊκό: «Σιγά μη στάξει η ουρά του γαϊδάρου».
Γιατί περί αυτού πρόκειται.
Για όσους γνωρίζουν -αλλά και για το σύνολο των πολιτών που μετά από τόσα χρόνια «αθωότητας» κάτι «ανθίζονται»- οι ευθείες χρηματοδοτήσεις των ΜΜΕ δεν είναι μεν σύνηθες φαινόμενο, αφού στηρίχθηκαν στις συνθήκες που δημιούργησε η πανδημία, αποτελούν, όμως, την κορυφή του παγόβουνου της διαπλοκής.
Όταν ο Κωνσταντίνος Μητσοτάκης χρησιμοποίησε, το 1993, τον όρο «διαπλεκόμενα οικονομικά και εκδοτικά συμφέροντα», δεν φανταζόταν την έκταση και την «ασύμμετρη ισχύ» που θα αποκτούσε η διαπλοκή τα αμέσως επόμενα χρόνια.
Τότε ακόμα ήταν η «αυγή» της παντοδυναμίας των ηλεκτρονικών ΜΜΕ –οι άδειες της ιδιωτικής τηλεόρασης είχαν διανεμηθεί πριν δύο χρόνια- οι ιδιοκτήτες των οποίων αναζητούσαν ακόμα τις πολιτικές συμμαχίες τους.
Τα επόμενα χρόνια οι διάδοχοί του στην ηγεσία της Ν.Δ., Έβερτ και Καραμανλής, βρέθηκαν αντιμέτωποι με τις «θωπείες» των ΜΜΕ σε τέτοιο βαθμό που εξωθήθηκε ο τελευταίος –αν και διακρίνεται για το πολιτικό του ήθος και την μετριοπάθειά του- να χαρακτηρίσει τον κύριο Σημίτη «αρχιερέα της διαπλοκής».
Σημαντικό ρόλο ασφαλώς σε αυτό έπαιξε και το γεγονός ότι οι ιδιοκτήτες των ΜΜΕ υπήρξαν –αρκετοί από αυτούς με διάφορες εταιρείες- από τους βασικούς συνδαιτυμόνες στο «πάρτι» του Χρηματιστηρίου.
Μέχρι, όμως, την «μεγάλη ληστεία» -των 35 τρισ. δρχ. (100 δισ. ευρώ)- οι περισσότεροι ιδιοκτήτες των ΜΜΕ είχαν αναδειχθεί σε «κοσμοκράτορες» των Δημοσίων έργων ή σε «αυτοκράτορες» των κρατικών προμηθειών.
Αμύθητα ποσά διέρρεαν από τα Δημόσια Ταμεία, διογκώνοντας ή συντηρώντας το Δημόσιο Χρέος.
Έτσι οι κυβερνήσεις της δεκαετίας του ’90 εξασφάλιζαν την επικοινωνιακή θωράκισή τους ενώ οι ιδιοκτήτες των ΜΜΕ εδραίωναν την αντιδημοκρατική εξουσία τους μετατρεπόμενοι σε «προστάτες» της πολιτικής εξουσίας.
Όμως δεν ήταν μόνον οι ευθείες σχέσεις διαπλοκής αλλά και οι σχετικές «καραμπόλες», όταν δηλαδή συναλλασσόμενοι με το Δημόσιο απολάμβαναν την εύνοια καταθέτοντας την «ευγνωμοσύνη» τους όχι στην πολιτική εξουσία αλλά στους αφανείς «εταίρους» της.
Εικονικές συναλλαγές, διαφήμιση και μαύρα ταμεία διευκόλυναν την «κατάθεση».
Μαύρα ταμεία, όμως, διέθεταν και τα κόμματα. Πρόσφατα ο Τσουκάτος κατέθεσε στην Δικαιοσύνη ότι το 2000 εισέρρευσαν στα ταμεία του ΠΑΣΟΚ 16 δισ. δρχ. Ευλόγως εικάζεται ότι ένα σημαντικό μέρος από αυτά δεν διατέθηκε για μισθούς, ενοίκια και καφέδες, αλλά χρησιμοποιήθηκε για την εξασφάλιση της εύνοιας των ΜΜΕ, αφού ως γνωστόν η αγάπη κοστίζει.
Όταν, το 2004, ο Καραμανλής επεχείρησε, να οριοθετήσει την εξουσία της διαπλοκής ήταν μόνος του. Έκτοτε μια εξεταστική θα είχε τεράστιο ενδιαφέρον και νόημα.
Αυτή που θα ερευνούσε την χειραγώγηση της πολιτικής εξουσίας από τους ιδιοκτήτες των ΜΜΕ. Όχι το αντίστροφο.
Η εξεταστική για την «λίστα Πέτσα» είναι η νέα «παράσταση» που ανέβηκε στην Βουλή αλλά φυσικά δεν θα υπάρξει αποτέλεσμα.
Σε μια ώριμη δημοκρατία θα οδηγούσε σε πολιτική κρίση. Στην Ελλάδα, σιγά μην στάξει η ουρά του γαϊδάρου.