Το «υπόκωφο κύμα», που αρχικά εκδηλωνόταν στις φιλικές συντροφιές, έχει δυναμώσει επικίνδυνα.
Όποιος παρακολουθεί το διαδίκτυο αλλά και μια, όχι αμελητέα, μερίδα του Τύπου το «ακούει» να σκάει απειλητικά πάνω στα αυτάρεσκα αν και απατηλά τείχη της πολιτικής παντοδυναμίας.
Αιτία είναι η «μαζική αξιοποίηση» στελεχών με πολυκύμαντη διαδρομή σε άλλους πολιτικούς χώρους σε σημείο που ο Ι. Πρετεντέρης (Ι.Π.) να ισχυρίζεται ότι:
«Στην πραγματικότητα έχουμε μια -κυβέρνηση συνασπισμού της Δεξιάς, του Κέντρου κι ενός αξιόλογου […] τμήματος της Κεντροαριστεράς» (Οι «Μέτοικοι».).
Είναι χαρακτηριστική επί του προκειμένου η «αξιοποίηση» του Γραμματέα της κυβέρνησης των μνημονίων (Παπανδρέου) και του πρώην Γραμματέα της Κ.Ν.Ε..
Οι συγκεκριμένοι θυμίζουν τους «οδοιπόρους για τα Σούσα», μόνο που σε αντίθεση με τις υποθέσεις του ποιητή, μάλλον οι «Σατραπείες» είναι ο διακαής τους πόθος.
Το γεγονός αυτό, αν συνδυαστεί, με τον ανεξήγητο παραγκωνισμό καταξιωμένων στελεχών της παράταξης, εντείνει την δυσαρέσκεια.
Εκτός από την περίπτωση της κυρίας Σακελλαροπούλου θα μπορούσε να αναφερθεί ενδεικτικά και ο Ε. Στυλιανίδης, καταξιωμένος πολιτικός μικροαστικής καταγωγής –μήπως γι αυτήν τιμωρείται (;)- που, αν και «φυλάει Θερμοπύλες» στην Ροδόπη παραμένει στα «αζήτητα».
Ανεξήγητος πράγματι παραγκωνισμός, εκτός εάν τα πάντα κρίνονται από την εκδήλωση αιώνιας προσήλωσης στην «Υψηλή Πύλη».
Θα μπορούσε φυσικά να ισχύει ο ισχυρισμός του κυρίου Ι.Π..
Οι κυβερνητικοί συνασπισμοί δεν είναι απαραίτητα κακοί όπως δείχνει το Γερμανικό παράδειγμα.
Μόνο που οφείλουν να γίνονται φανερά, με δημοσιοποιημένες αρχές και κανόνες, μεταξύ πολιτικών φορέων.
Συνασπισμοί ενός κόμματος αρχών με πρόσωπα ή με σχηματισμούς-φαντάσματα δεν νοούνται.
Άλλωστε το Κέντρο ως πολιτικός σχηματισμός έπαψε να υφίσταται από την δεκαετία του ’70.
Αυτοί που παρουσιάζονται σήμερα ως «εταίροι» στον, σύμφωνα με τον Ι.Π. «Συνασπισμό» προέρχονται από τις τάξεις της αυτοπροσδιοριζόμενης ως Αριστερής παράταξης που χαρακτήριζε την κυβέρνηση του πατέρα του σημερινού Πρωθυπουργού «Δεξιά παρένθεση».
Επομένως απομένει ως μόνο ενδεχόμενο η προσχώρηση προσώπων στην παράταξη γιατί προσχωρήσεις σε πρόσωπα ή σε κυβερνήσεις, και μάλιστα μαζικές, δεν νοούνται.
Ο αείμνηστος Κ. Μητσοτάκης δεν προσχώρησε στον Καραμανλή, στην Ν.Δ. προσχώρησε αποδεχόμενος τις ιδεολογικές αρχές της και την ιστορία της.
Ως μέλος της Ν.Δ. εξελέγη Πρόεδρος και με τον αγώνα όλων των στελεχών και των οπαδών της έγινε πρωθυπουργός.
Το επιχείρημα της δια των προσώπων διεύρυνσης της εκλογικής βάσης είναι λάθος.
Όπως αποδείχθηκε το 1981 οι προσχωρήσεις της πλειοψηφίας των στελεχών κομμάτων (Ε.ΔΗ.Κ., Ε.Π., Κ.ΝΦ.) που στις προηγούμενες εκλογές είχαν αποσπάσει το 19,88% των ψήφων δεν έφερε εκλογικά οφέλη στην Ν.Δ..
Παρά την εξαφάνιση των ανωτέρω κομμάτων το εκλογικό ποσοστό της Ν.Δ. έπεσε από το 41,84% το 1977 στο 35,88% το 1981.
Για να το πούμε πιο απλά οι πολιτικές προσωπικότητες (μεταξύ των οποίων κορυφαίοι όπως οι Κ. Μητσοτάκης και Α. Κανελλόπουλος) ήρθαν στην παράταξη δίχως εκλογική «προίκα».
Ούτε η επίκληση της υποτιθέμενης «αποτελεσματικότητας» γίνεται αποδεκτή αφού πέραν του γεγονότος ότι αποτελεί ύβρη για την παράταξη –όπως ενδεικτικά φαίνεται και από την προαναφερθείσα περίπτωση του κυρίου Στυλιανίδη- είναι και αναπόδεικτη έως τώρα με εξαίρεση τον Υ.Ψ.Δ..
Όμως και σε αυτήν την περίπτωση θα πρέπει να επισημανθεί η ιδιαιτερότητα του Υπουργείου αφού οι νέες πολιτικές δεν στηρίζονται κατ’ ανάγκη για τον σχεδιασμό και την υλοποίησή τους στις υπάρχουσες δομές και στο υπάρχον προσωπικό.
Με άλλα λόγια δεν είναι το ίδιο με την εφαρμογή μιας μεταρρύθμισης στο ΥΠΑΙΘ που κατ’ ανάγκη θα υλοποιηθεί από το υπάρχον διδακτικό προσωπικό.
Τέλος ορισμένοι, καλοπροαίρετα, φαίνεται να αντιμετωπίζουν αυτούς που δημοσίως αντιτίθενται στον «Συνασπισμό» ως αδικαιολόγητους «σταυροφόρους» υπέρ της καθαρότητας της παράταξης.
Θεωρώ ότι κάνουν λάθος αφού δεν λαμβάνουν υπ’ όψιν σημαντικούς παράγοντες μεταξύ των οποίων η μαζικότητα του φαινομένου, ο παραγκωνισμός αποδεδειγμένα άξιων στελεχών μας και τέλος το κλίμα που επιχειρείται να καλλιεργηθεί ότι η Ν.Δ., τώρα είναι κάτι άλλο, κάτι πιο «προοδευτικό», κάτι που προσεγγίζει το «Κέντρο» της πολιτικής παραμυθολογίας.
Τώρα, τον λόγο για τον οποίο το «Κέντρο», στην Ελληνική εκδοχή του, αποτελεί το αγλάισμα της πολιτικής μόνο οι ανιστόρητοι και οι κονδυλοφόροι της «προοδευτικής» μυθολογίας τον ξέρουν.
Κάποιοι χρησιμοποιούν το παράδειγμα του Σαούλ ως απάντηση σε εκείνους που ασκούν κριτική.
Παραγνωρίζουν όμως τις ουσιαστικές διαφορές.
Ο Σαούλ, όταν φωτίστηκε, απαρνήθηκε το παρελθόν του υιοθετώντας τις αλήθειες του Χριστιανισμού, δεν «συνεργάστηκε» για να τον αλλάξει.
Επίσης, δεν υπήρξε προσωπικό ιδιοτελές κίνητρο, αντίθετα από διώκτης έγινε διωκόμενος, από στέλεχος του συστήματος έγινε απόβλητος.
Εν τέλει, καλοδεχούμενοι οι «αλλόθρησκοι» στην «εκκλησία» αρκεί, να έχουν «φωτιστεί» και να διαβάζουν τα δικά μας «Ευαγγέλια».