Σύμφωνα με έρευνα της PwC για την ελληνική αγορά, οι ΜμΕ απασχολούν το 86% του εταιρικού εργατικού δυναμικού και παράγουν το 18% του ΑΕΠ της χώρας μας.
Με μικρή κεφαλαιακή βάση και έχοντας διανύσει μια δεκαετία ύφεσης και πρόσφατα 1,5 χρόνο πανδημίας είναι λογικό να υπάρχει καταπόνηση αυτών των πολύ μικρών επιχειρήσεων οι οποίες κατά κανόνα αγωνίζονται για να επιβιώσουν.
Οι επιχειρήσεις αυτού τους είδους όμως, για να αλλάξουν βαθμίδα και να ανταποκριθούν στον ανταγωνισμό θα χρειαστεί να επενδύσουν σε αύξηση των παραγωγικών δυνατοτήτων τους, αναβάθμιση του τεχνολογικού τους εξοπλισμού, βελτίωση προστιθέμενης αξίας και επιπλέον αυτών, θα χρειαστούν κεφάλαια κίνησης.
Είναι λοιπόν φανερό πως η πρόσβαση σε πηγές χρηματοδότησης είναι απόλυτη ανάγκη για να έχουν οι επιχειρήσεις του είδους μια ελπίδα εξέλιξης και μακροημέρευσης.
Οι ιδιοκτήτες των μικρομεσαίων επιχειρήσεων θα πρέπει να αναλάβουν την ευθύνη του ρόλου τους κατανοώντας ότι οι επιχειρήσεις τους χωρίς εξορθολογισμό της λειτουργίας τους, χωρίς σύγχρονες υποδομές, χωρίς διασύνδεση της παραγωγής με την τεχνολογία και την καινοτομία, χωρίς αυξημένη παραγωγικότητα, χωρίς μεγάλη προστιθέμενη αξία, χωρίς συνέργειες για οικονομίες κλίμακας και αύξηση ιδίων κεφαλαίων, δεν έχουν θέση στο αύριο.
Πρέπει να γίνει σαφές ότι κανείς Δημόσιος ή Ιδιωτικός Φορέας δεν πρόκειται να διακινδυνέψει μια επένδυση σε ένα οργανισμό που παρουσιάζει εμφανή προβλήματα λειτουργικότητας στο επιχειρηματικό του μοντέλο.
Η Πολιτεία από την πλευρά της πρέπει και οφείλει να αναλάβει δράσεις ώστε να αξιοποιήσει πόρους από το ΕΣΠΑ και το Ταμείο Ανάκαμψης για να χρηματοδοτήσει επενδύσεις σε υποδομές, τεχνολογικό εξοπλισμό αλλά και να επιμερισθεί ένα μέρος του πιστωτικού κινδύνου για επιχειρήσεις που έχουν να παρουσιάσουν αξιόλογα επενδυτικά προγράμματα.
Το τραπεζικό σύστημα πρέπει και οφείλει και αυτό να συμμετέχει σε ένα μέρος του πιστωτικού κινδύνου για επιχειρήσεις που παρουσιάζουν αξιόλογα επενδυτικά προγράμματα.
Ταυτόχρονα όμως θα πρέπει να αναπτύξουν και το συμβουλευτικό τους ρόλο ώστε να βοηθήσουν μικρές επιχειρήσεις να μετατρέψουν τις επιχειρηματικές ιδέες σε χρηματοδοτούμενα επενδυτικά προγράμματα.
Στα πλαίσια αυτά θα πρέπει επαναξιολογηθούν τα επενδυτικά σχέδια επιχειρήσεων και να εντοπισθούν περισσότερες βιώσιμες επιχειρήσεις.
Στα κριτήρια πέρα από τις εγγυήσεις και εξασφαλίσεις θα πρέπει να προστεθεί και το κριτήριο βιωσιμότητας μιας επιχείρησης και ενός επενδυτικού σχεδίου.
Να προσδιοριστεί η ομάδα κριτηρίων που ορίζουν την βιωσιμότητα μιας επιχείρησης βάσει χρηματοοικονομικών μεγεθών αλλά και βάσει των προοπτικών των κλάδων.
Να υπάρχει αξιολόγηση συστημάτων πιστωτικού κινδύνου προκειμένου να υπάρχει αναλυτική καταγραφή της απόρριψης αιτημάτων για δάνεια και γραμμές πίστωσης ώστε να διαπιστώνονται τυχόν αδυναμίες τόσο των μικρομεσαίων επιχειρήσεων όσο και των τραπεζικών συστημάτων.
Διότι ο βαθμός απόρριψης είναι πολύ μεγάλος σε σχέση με το αντίστοιχο ευρωπαϊκό και, σύμφωνα με τα στοιχεία των τραπεζών τα δεδομένα έχουν ως εξής: από το 80% που απορρίπτεται, το 50% δεν πληροί τραπεζικά κριτήρια, το 15% δεν παρουσιάζει κάποιο βιώσιμο σχέδιο, ενώ το υπόλοιπο 35% έχει ζημιές και πτώση τζίρου.
Το πρόβλημα δεν λύνεται με τις τράπεζες να δίνουν δάνεια παντού.
Αλλά ούτε να δανείζουν μόνο 10.000-20.000 επιχειρήσεις που μπορούν να φθάσουν τις 30.000 επιχειρήσεις, μόνο λόγω μεγέθους και εγγυήσεων.
Σε μια οικονομία που στηρίζεται στις μικρομεσαίες επιχειρήσεις πρέπει να υπάρχει η δυνατότητα να μπορούν να χρηματοδοτηθούν όσες θέλουν και μπορούν να ανέβουν επίπεδο.
Είναι προφανές ότι αυτός ο φαύλος κύκλος δεν μπορεί να συνεχιστεί.
Η κατάσταση πρέπει να αλλάξει, με ευθύνη τόσο των τραπεζών, όσο και της Πολιτείας.
Απαιτείται επιτάχυνση της διαδικασίας μείωσης, με εφαρμογή νέου γύρου του προγράμματος Ηρακλής σε συνδυασμό με τη δημιουργία bad bank
Επιπλέον, θετικό ρόλο ελπίζουμε ότι θα έχει και η εφαρμογή του νέου πλαισίου για την αφερεγγυότητα.
Θα πρέπει, επίσης, η κυβέρνηση, ενόψει και της αξιοποίησης των πόρων του Ταμείου Ανάκαμψης, να σχεδιάσει ολοκληρωμένες παρεμβάσεις, για την ενθάρρυνση της επιχειρηματικής μεγέθυνσης.
Στο πλαίσιο αυτό θα πρέπει να δούμε και εργαλεία όπως το microfinancing, ώστε να αποκτήσουν πρόσβαση στο δανεισμό και επιχειρήσεις οι οποίες δεν έχουν τα τυπικά κριτήρια για να δανειστούν από τράπεζα.
Οφείλουν, όμως, και οι τράπεζες να αναλάβουν το ρόλο που τους αναλογεί στην ανάκαμψη και την ανάπτυξη της ελληνικής οικονομίας.
Ρόλο για τον οποίο έχουν στηριχθεί επανειλημμένα, τόσο από τους Έλληνες φορολογούμενους, όσο και από την ΕΚΤ.
Είναι καιρός, όμως, να συνειδητοποιήσουν και ο τράπεζες ότι η επιβίωση και η κερδοφορία τους μακροπρόθεσμα εξαρτάται από την κύρια δραστηριότητά τους, που είναι η παροχή πιστώσεων και η επένδυση κεφαλαίων στην ανάπτυξη της ελληνικής οικονομίας.
Αντί, λοιπόν, να επικαλούνται διαρκώς εμπόδια και προβλήματα, είναι ανάγκη να γίνουν επιτέλους, μέρος της λύσης.