Μπορεί οι πολίτες, με την άρση των περιοριστικών μέτρων, να βγάλαμε στεναγμούς ανακούφισης, όμως είναι βέβαιο ότι τους πολιτικούς δεν τους αφήνουν σε ησυχία οι εφιάλτες του Φθινοπώρου.
Το ενδεχόμενο διεξαγωγής πρόωρων εκλογών όχι μόνο δεν αποκλείεται αλλά αντίθετα παρά τις διαψεύσεις λογικά αποτελεί κεντρικό θέμα συζήτησης των κυβερνητικών επιτελείων.
Δεν απαιτούνται αναλύσεις ούτε επίκληση ιστορικών δεδομένων για να γίνει σαφές ότι η πολιτική κυριαρχία της κυβέρνησης θα συρρικνώνεται προϊόντος του χρόνου. Επομένως η κυβέρνηση είναι υποχρεωμένη να αναζητήσει «παράθυρο ευκαιρίας».
Τα κόμματα της αντιπολίτευσης από την άλλη πλευρά απεύχονται τις πρόωρες εκλογές γνωρίζοντας ότι ο χρόνος λειτουργεί υπέρ τους. Επιπλέον ελπίζουν ότι τα εσωτερικά τους προβλήματα αν δεν επιλυθούν θα επικαλυφθούν από τις εξελίξεις.
Στις τελευταίες εκλογές το αντί-ΣΥΡΙΖΑ μέτωπο, εκφραζόμενο με την ψήφο ή την αποχή, διαμόρφωσε το τελικό αποτέλεσμα, όμως, προϊόντος του χρόνου θα εξελίσσεται σε αντί-Ν.Δ..
Όσο καταλυτική και να παραμένει η επικοινωνιακή κυριαρχία της κυβέρνησης η πραγματικότητα της ζωής θα είναι παρούσα στις κάλπες.
Για παράδειγμα, οι «αόρατοι» μισθωτοί -που δεν απεργούν, δεν πάνε στις διαδηλώσεις, δεν εμπιστεύονται τους συνδικαλιστές αλλά ψηφίζουν- και οι άνεργοι στις κάλπες θα αποτιμήσουν την δική τους πραγματικότητα όχι την «εικονική».
Αν η κυβέρνηση μπορούσε να γυρίσει τον χρόνο πίσω θα έκανε τις εκλογές πέρυσι.
Τότε αναμφίβολα θα είχε καταφέρει ένα συντριπτικό πλήγμα στην μείζονα αλλά και στην ελάσσονα αντιπολίτευση.
Τώρα, όχι μόνο λόγω της εξέλιξης της πανδημίας και των επιπτώσεων της στην οικονομία αλλά και λόγω της συνηθισμένης φθοράς που υφίσταται πάντοτε το κυβερνητικό κόμμα, η κατάσταση έχει αλλάξει.
Βεβαίως δεν αμφισβητούνται τα πρωτεία της Ν.Δ. ούτε η βεβαιότητα ότι έστω και οριακά λόγω του νέου εκλογικού νόμου θα σχηματίσει αυτοδύναμη κυβέρνηση.
Υπό την προϋπόθεση όμως ότι οι εκλογές θα πραγματοποιηθούν το Φθινόπωρο.
Σε διαφορετική περίπτωση, με δεδομένο ότι ο χρόνος κατά κανόνα δουλεύει υπέρ της αντιπολίτευσης, το πολιτικό τοπίο, ακόμα και χωρίς δυσάρεστες εξελίξεις, θα αρχίσει να θαμπώνει. Γι’ αυτό και η τελευταία δεν ζητά ακόμα εκλογές.
Είναι φυσιολογικό η κυβέρνηση να επιθυμεί πρόωρες εκλογές. Η αναβολή της ψήφισης των συμφωνιών με την Βόρειο Μακεδονία και τα «ρέστα» σε επιδόματα, παροχές και ρυθμίσεις δείχνουν ότι αναζητά «παράθυρο ευκαιρίας».
Όμως κατά τα φαινόμενα η μετάλλαξη «Δ» το κλείνει.
Δεν είναι μόνον το γεγονός ότι σύμφωνα με τα μέχρι τώρα δεδομένα οι προσδοκίες για την «ανάσταση» του τουρισμού διαψεύδονται.
Είναι κυρίως η εκτίμηση ότι το επερχόμενο τέταρτο κύμα θα εκδηλωθεί νωρίς το Φθινόπωρο.
Με μόλις το 36% του πληθυσμού πλήρως εμβολιασμένο φαίνεται ιδιαίτερα πιθανό αυτό να συμβεί τον Σεπτέμβριο.
Το ερώτημα είναι -με το δεδομένο μάλιστα των διπλών εκλογών εκτός εάν, πράγμα απίθανο, προκύψει «οικουμενική» κυβέρνηση- αν η κυβέρνηση θα τολμήσει να προκηρύξει εκλογές και σε αυτήν την περίπτωση ποιο θα είναι το πολιτικό κόστος.
Σε κάθε περίπτωση το δίλλημα είναι βασανιστικό αφού η απάντηση θα κρίνει τις πολιτικές εξελίξεις, καθώς τρεις πρόσθετοι παράγοντες διαμορφώνουν το τοπίο.
Πρώτον η παγίωση της κυριαρχίας του ΣΥΡΙΖΑ στον χώρο της κεντροαριστεράς, δεύτερον η αργή αλλά σταθερή ανάκαμψη του ΚΙΝΑΛ/ΠΑΣΟΚ και τρίτον η επίσης αργή αλλά αναμενόμενη και σταθερή προσέγγιση των δύο «όμαιμων» κομμάτων.