Ο συντάκτης του παρόντος σημειώματος θεωρεί ειλικρινά, με το χέρι στην καρδιά όπως λένε, ότι η Ρωσία είναι μια σοβαρή χώρα και ως τέτοια έχει κάθε δικαίωμα, όπως όλες οι σοβαρές χώρες, να διαμορφώνει τη δική της εξωτερική πολιτική, η οποία θα ικανοποιεί τα γεωπολιτικά της συμφέροντα. Π.χ. κάποιες φορές είμαστε περισσότερο φίλοι με την Τουρκία, κάποιες φορές λιγότερο κ.ο.κ.
Όμως αυτές οι… ποσοστιαίες διακυμάνσεις της παλαιόθεν φιλίας περιορίζονται σε απολύτως πραγματιστικούς τομείς όπως, π.χ., η εισαγωγή στη Ρωσία τουρκικών Solanum lycopersicum και λοιπών αγροτικών προϊόντων ή η εξαγωγή Ρώσων τουριστών στις ακτές της Ιωνίας και σε καμία περίπτωση δεν άπτονται τέτοιων ευαίσθητων θεμάτων όπως οι κατάφωρες παραβιάσεις των ανθρωπίνων δικαιωμάτων ή ο εξοπλισμός της φίλης χώρας με οπλικά συστήματα τελευταίας τεχνολογίας.
Εξάλλου και η «Europa galante» σφυρίζει αδιάφορα όταν η όμορη με την Ελλάδα χώρα παραβιάζει οτιδήποτε μπορεί μια χώρα να παραβιάσει, ενώ από την άλλη «διαρρηγνύει τα ιμάτιά της» όταν ένας παρανοϊκός ηγέτης αποδεικνύει για μια ακόμα φορά με την σιωπηλή ανοχή του «μεγάλου αδελφού» αυτό που είναι, δηλαδή ένας ψυχολογικά ασταθής και επικίνδυνος πολιτικός βγαλμένος από κάποια B movie της εποχής του Ψυχρού Πολέμου.
Βεβαίως η εφαρμογή της εξωτερικής πολιτικής μιας μεγάλης δυνάμεως απαιτεί, μεταξύ άλλων, και την ύπαρξη ενός Υπουργείου Εξωτερικών επανδρωμένου με τους κατάλληλους υπαλλήλους, καθήκον των οποίων οφείλει να είναι, πρώτα από όλα, η νηφάλια ανάλυση των γεγονότων και των πιθανών συνεπειών τους στην επίτευξη των τεθέντων υπό της κυβερνήσεως ή του κυβερνήτη στόχων.
Ο νυν Ρώσος ΥΠΕΞ Lavrov μπορεί να χαρακτηρισθεί ως «πολιτικός δεινόσαυρος», όχι μόνο λόγω της πολυετούς υπηρεσίας του στην εξωτερική πολιτική, αλλά και επειδή κατόρθωσε να επιβιώσει του «αστεροειδούς Γιέλτσιν», ο οποίος λίγο έλλειψε να εξαφανίσει από το χάρτη την Ρωσική Ομοσπονδία.
Έτσι ο καλοπροαίρετος αναλυτής θα περίμενε από κάποιον πολιτικό που κατάφερε να παραμείνει επί σειρά ετών αλώβητος στην σημαντική αυτή θέση, να μπορεί να αποφεύγει τις «κακοτοπιές» που συχνά δημιουργούν οι μάχες που έχουν χαθεί πριν ακόμα ξεκινήσουν.
Είναι γνωστό τοις πάσι ότι, η σημερινή Ουκρανία αποτελεί «καμένο χαρτί» για το αυτάρεσκο εθνικιστικό ιδεολογικό μόρφημα του, ούτως ειπείν, «ρωσικού κόσμου».
Φυσικά θα μπορούσε κανείς να επιρρίψει τις ευθύνες για αυτή την οδυνηρότατη ήττα της ρωσικής εξωτερικής πολιτικής αποκλειστικά στις γνωστές και, ως συνήθως, εκ δυσμών ορμώμενες «αόρατες δυνάμεις», να συνεχίσει να «κοιμάται τον ύπνον τον νήδυμον» και να ονειρεύεται ότι «πάλι με χρόνια με καιρούς…», όμως η πραγματικότητα είναι τελείως διαφορετική.
Η προσωπική (και συνεπώς υποκειμενική) άποψη του γράφοντος συνίσταται στο ότι, η «ουκρανική ήττα» ήταν αποτέλεσμα δυο σημαντικών παραγόντων: α) των λανθασμένων προσεγγίσεων του Ρωσικού ΥΠΕΞ, οι οποίες πιθανώς στηρίχθηκαν σε αίολες αναλύσεις της πραγματικής καταστάσεως, β) στην πείσμονα εμμονή του Πατριαρχείου Μόσχας ότι, «Ρωσία, Ουκρανία, Λευκορωσία αυτή είναι η αγία Ρωσία».
Και αν σε ό,τι αφορά στη Λευκορωσία ο έξαρχος του Πατριάρχη Κυρίλλου εκφράζει με κάθε τρόπο τον ειλικρινή και άδολο θαυμασμό του προς τον διανοητικά ταραγμένο ηγέτης της χώρας (εξάλλου αυτό ήταν και το κριτήριο της εκλογής του στη θέση του άρον άρον εκδιωχθέντος προκατόχου του), θέτοντας ακόμα και σε αργία αρχιερέα της Εκκλησίας της Ρωσίας στη Λευκορωσία επειδή διαμαρτυρήθηκε με ηπιότατο τρόπο για τις διώξεις που υφίστανται οι διαφωνούντες, η Ουκρανία αποτελούσε μια ιδιαίτερη περίπτωση, την οποία αρνιόταν πεισματικά να παραδεχθεί η «γ΄ Ρώμη».
Έτσι, όταν συνέβη αυτό που, αναπόφευκτα, θα συνέβαινε, δηλαδή η ίδρυση της Ορθοδόξου Εκκλησίας Ουκρανίας, αποκαλύφθηκαν για άλλη μια φορά οι εγγενείς αδυναμίες της «ουκρανικής» εξωτερικής πολιτικής του Κρεμλίνου.
Οι αδυναμίες δεν περιορίζονταν μόνο στη λανθασμένη αντίληψη σχετικά με τις πραγματικές δυνάμεις των πολιτικών κομμάτων ή τις διαθέσεις του εκλογικού σώματος, αλλά αφορούσαν και μια ευαίσθητη πτυχή της ουκρανικής κοινωνίας – την εκκλησιαστική.
Όταν η νηφάλια βεβαιότητα που επικρατούσε στους ηγετικούς κύκλους της «γ΄ Ρώμης» και την οποία διοχέτευαν σε μεγάλες δόσεις στο μετασοβιετικό πολιτικό κατεστημένο ότι, το Οικουμενικό Πατριαρχείο δεν θα τολμούσε να έλθει αντιμέτωπο με τον πανίσχυρο «ρωσικό κόσμο» αποδείχθηκε απολύτως αβάσιμη, ήλθε η στιγμή να χρησιμοποιηθεί το «βαρύ πυροβολικό», ο ίδιος ο Ρώσος ΥΠΕΞ.
Αφήνοντας στην άκρη τα προσχήματα περί μη επεμβάσεως του Κράτους στα εκκλησιαστικά ζητήματα, ο Lavrov δήλωσε στις 21 Μαΐου ότι «βρίσκεται σε εξέλιξη μια επίθεση όχι μόνο εναντίον της Εκκλησίας της Ρωσίας αλλά και εναντίον ολόκληρης της Ορθοδοξίας, χρησιμοποιώντας για αυτό το σκοπό τον Πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως.
»Ο άνθρωπος αυτός είναι απολύτως εξαρτημένος και είναι ήδη φανερό ότι αποτελεί ένα όργανο στα χέρια εκείνων που θέλουν να υπονομεύσουν την Ορθοδοξία».
Στη συνέχεια τόνισε ότι, στη Ρωσία το Κράτος δεν επεμβαίνει στις υποθέσεις της Εκκλησίας, όμως όχι μόνο δεν θα επιτρέψει (Σημ.: το Κρεμλίνο) τις επεμβάσεις εναντίον της Ορθοδόξου Εκκλησίας της Ρωσίας και των άλλων χωρών, αλλά και θα στηρίξει τους ομόθρησκους ορθοδόξους των άλλων κρατών (Βλ. εδώ).
Με άλλα λόγια, φίλτατε αναγνώστη της ΤΡΙΜΠΟΥΝΑΣ, ο Ρώσος ΥΠΕΞ δηλώνει ευθαρσώς ότι το Κρεμλίνο αναλαμβάνει, «επειδή έτσι μας αρέσει», το ρόλο του «προστάτη» των απανταχού ορθοδόξων, χωρίς όμως να διευκρινίζει ούτε τις προϋποθέσεις που θα ωθήσουν το πολιτικό σκέλος της «γ’ Ρώμης» να αναλάβει προστατευτικές επεμβάσεις, ούτε και τη μορφή που αυτές θα προσλάβουν. Ίσως μας το φυλάει για έκπληξη…
Διαβάζοντας αυτή την… προφητική δήλωση του Lavrov, ο γράφων θυμήθηκε για κάποιο ανεξήγητο λόγο ένα τραγούδι του Frank Zappa από το θρυλικό άλμπουμ του Hot Rats με τίτλο Willie the Pimp.
Ο συντάκτης των παρόντων σχολίων θα ήθελε να υπενθυμίσει στον Ρώσο ΥΠΕΞ, αλλά και στα όπου γης παπαγαλάκια της «γ΄ Ρώμης» ένα ενδιαφέρον ιστορικό γεγονός.
Στις 31 Μαρτίου 1970 το Πατριαρχείο Μόσχας, το οποίο εκπροσωπούσε ο τότε μητροπολίτης Λένινγκραντ και Νόβγκοροντ Νικόδημος (Ρότωφ) και «guru» του νυν Πατριάρχου Μόσχας, και η Ρωσική Μητροπόλια στην Αμερική, την οποία εκπροσωπούσε ο τότε μητροπολίτης Ειρηναίος, υπέγραψαν συμφωνία για την ίδρυση της αυτοκεφάλου Ρωσικής Μητροπόλεως στην Αμερική.
Στις 9 Απριλίου του ιδίου έτους η Σύνοδος του Πατριαρχείου Μόσχας αποκατέστησε την ευχαριστιακή κοινωνία με την Μητροπόλια Βορείου Αμερικής, αίροντας όλα τα επιβληθέντα στους αρχιερείς της επιτίμια και στις 10 Απριλίου 1970 την ανακήρυξε αυτοκέφαλη.
Όπως έλεγαν τότε οι κάθε είδους… κακές γλώσσες, πιθανώς αυτή η εσπευσμένη απόφαση λήφθηκε κατόπιν υποδείξεως του Συμβουλίου Θρησκευτικών Ζητημάτων, το οποίο ήθελε με αυτόν τον τρόπο να εμποδίσει την δημιουργία μιας ενιαίας Ορθοδόξου Εκκλησίας Αμερικής στη βάση της Αρχιεπισκοπής Αμερικής του Οικουμενικού Πατριαρχείου.
Ας σημειώσουμε σε αυτό το σημείο ότι, στις 2 Αυγούστου του 1967, δηλαδή τρία χρόνια πριν την χορήγηση του αυτοκεφάλου, ο Πατριάρχης Αλέξιος Α΄ σε επιστολή του προς τον Οικουμενικό Πατριάρχη Αθηναγόρα, διαμαρτυρόταν γιατί ο Επίσκοπος Αμφιπόλεως Σίλας, βοηθός επίσκοπος του Αρχιεπισκόπου Αμερικής Ιακώβου, συλλειτούργησε με τους «σχισματικούς» της Ρωσικής Μητροπόλιας!
Και «πριν αλέκτορα φωνήσαι τρις», ο ίδιος προκαθήμενος της Εκκλησίας της Ρωσίας προσπαθούσε να αποδείξει στον Οικουμενικό Πατριάρχη την κανονικότητα του χορηγηθέντος από αυτόν αυτοκεφάλου!
Ανεξάρτητα από τις πολιτικές επιλογές της σύγχρονης Ουκρανίας, την λογική των οποίων ο γράφων αδυνατεί να κατανοήσει, είναι σαφές ότι, η αποτυχία της εξωτερικής πολιτικής της Ρωσίας σε αυτή την περιοχή, την οποία ο Υπουργός Εξωτερικών Lavrov προσπαθεί να δικαιολογήσει επιρρίπτοντας τις ευθύνες στις γνωστές-άγνωστες «σκοτεινές δυνάμεις», οφείλεται, πρώτα από όλα, στην αδυναμία του Κρεμλίνου να απαγκιστρώσει, μεταξύ άλλων, και την εκκλησιαστική δομή της Εκκλησίας της Ρωσίας στην Ουκρανία από την εξάρτησή της από το Πατριαρχείο Μόσχας.
Ουσιαστικά πρόκειται για μια σειρά χαμένων ευκαιριών που στηρίζονται, ακόμα και σήμερα, στην υπεροπτική αντιμετώπιση μιας χώρας, η οποία ούτως ή άλλως υποφέρει από ένα γενικευμένο σύμπλεγμα κατωτερότητας.
Έτσι, οι αυθαίρετες δηλώσεις του κ. Lavrov περί της χρήσεως του Οικουμενικού Πατριαρχείου από τις ΗΠΑ ως «πολιορκητικού κριού» εναντίον της Ορθοδοξίας, θα μπορούσαν να αντιμετωπιστούν με μια απολύτως δικαιολογημένη φαιδρότητα, εφόσον αποδεικνύουν, για άλλη μια φορά, την έλλειψη νηφαλιότητας στους νόες του Ρωσικού ΥΠΕΞ.
Όμως η εμμονή του κ. Lavrov στην επιθετική ρητορική εναντίον της Εκκλησίας Κωνσταντινουπόλεως και ειδικότερα εναντίον του Προκαθημένου αυτής, παράλληλα με τις ιδίου περιεχομένου δηλώσεις του μουσικολογιωτάτου προέδρου του Τμήματος Εξωτερικών Σχέσεων ότι η Ορθόδοξη Εκκλησία Ουκρανίας είναι δημιούργημα του State Department, από τη μια πλευρά, και η προσπάθεια να αυτοανακηρυχθεί εκ νέου το «ξανθό γένος» «προστάτης της Ορθοδοξίας», από την άλλη, οφείλουν να τύχουν της δέουσας προσοχής από το Ελληνικό ΥΠΕΞ, διότι ουσιαστικά αποτελούν μια σαφέστατη ένδειξη για το «χαρτί» που ήδη χρησιμοποιεί κατά κόρον το Κρεμλίνο στην πολιτική του στα Βαλκάνια και στην ευρύτερη περιοχή της Μ. Ανατολής.
Κατά την απολύτως προσωπική άποψη του γράφοντα, το πρόβλημα δεν θα πρέπει να αναζητηθεί τόσο στους τρόπους διατηρήσεως καλών σχέσεων με την Ρωσία, όσο στα «εργαλεία» που χρησιμοποιεί το Ρωσικό Υπουργείο Εξωτερικών για την αναβίωση σε αυτή την ευαίσθητη περιοχή κάποιων εκ των σοβαρών ερεισμάτων του σοβιετικού παρελθόντος.
Από αυτή την άποψη, η σχεδόν χυδαία «εργαλειοποίηση» της Εκκλησίας για την επίτευξη του στόχου «φίλος, μη φίλος», όπου ο «μη φίλος» στοχοποιείται ως «υποχείριο των ΗΠΑ και των λοιπών σκοτεινών και αντιδραστικών δυνάμεων», με την ελπίδα ότι θα ερεθισθούν απολιθωμένα κατάλοιπα ενός ένδοξου «αριστερίστικου» παρελθόντος, περικλείει μεγάλους κινδύνους, εφόσον μπορεί με μαθηματική ακρίβεια να οδηγήσει σε σχίσματα εντός των ίδιων των Ορθοδόξων Εκκλησιών: π.χ. οι πρόσφατες τριβές που δημιουργήθηκαν μεταξύ εκείνων των μελών της ιεραρχίας της Εκκλησίας της Κύπρου που συμφώνησαν με την απόφαση του Προκαθημένου της να αναγνωρίσει την Ορθόδοξη Εκκλησία Ουκρανίας και εκείνων που τάχθηκαν υπέρ της απόψεως του Πατριαρχείου Μόσχας.
Υπό αυτή την έννοια, η «ήξεις αφήξεις» στάση που τηρούν ορισμένες και μάλιστα τα μέγιστα ευεργετημένες από το Οικουμενικό Πατριαρχείο Ορθόδοξες Εκκλησίες των Βαλκανίων και αλλαχού, αλλά και ορισμένοι εκ των ιεραρχών αυτών μόνο ως σιωπηλή αποδοχή των σοβαρών κατηγοριών – απειλών που εκτοξεύει η «γ’ Ρώμη» εναντίον της Πρωτόθρονης Εκκλησίας μπορεί να ερμηνευθεί.
Με ποία άραγε ανταλλάγματα, αναρωτιέται ο αφελής συντάκτης του παρόντος πονήματος;