Τους τελευταίους τέσσερις μήνες, η νέα κυβέρνηση Μπάιντεν στις ΗΠΑ έχει διαθέσει 2,8 τρισ. δολάρια, όσο δηλαδή το 14% του ΑΕΠ της χώρας, για να στηρίξει την ανάκαμψη της οικονομίας μετά την πανδημία.
Τα ποσά αυτά θα διατεθούν για τη στήριξη οικονομικά αδύναμων νοικοκυριών, για την ενίσχυση κοινωνικών δομών, για την προστασία θέσεων εργασίας.
Σύμφωνα με τις εκτιμήσεις του ΟΟΣΑ, το πακέτο αυτό θα οδηγήσει σε μεγέθυνση της αμερικανικής οικονομίας κατά 6,5% φέτος, προσθέτοντας μάλιστα και μισή μονάδα μεγέθυνσης στις οικονομίες της Κίνας και της Ευρώπης.
Επιπλέον, πρόκειται να διατεθούν άλλα 2,25 τρισ. σε μια 8ετία, για την ανανέωση και την ενίσχυση των υποδομών, μέσω δημοσίων επενδύσεων.
Πέρα, όμως, από τις έκτακτες επεκτατικές παρεμβάσεις, η κυβέρνηση Μπάιντεν δείχνει να προωθεί ένα νέο οικονομικό υπόδειγμα, απαλλαγμένο από δογματισμούς και αγκυλώσεις του παρελθόντος.
Ένα υπόδειγμα το οποίο συνδυάζει την προσαρμογή στις τεχνολογικές εξελίξεις, με τις κοινωνικές προτεραιότητες και την ανάγκη για περισσότερο συνεκτική και βιώσιμη ανάπτυξη.
Ενδεικτική αυτής της προσέγγισης είναι και η πρόταση της Τζάνετ Γιέλεν, για συντονισμό των κρατών όσον αφορά τη φορολόγηση των μεγάλων επιχειρήσεων, ώστε να διασφαλιστούν πιο δίκαιοι όροι ανταγωνισμού στην προσέλκυση κεφαλαίων.
Τι μπορεί να διδαχθεί η Ευρώπη από το νέο μοντέλο που αναδύεται στις ΗΠΑ;
Είναι αλήθεια ότι η Ευρωπαϊκή Ένωση πήρε την απόφαση να δανειστεί, ουσιαστικά, για να χρηματοδοτήσει ένα φιλόδοξο πρόγραμμα ανάκαμψης, από τις επιπτώσεις της πανδημίας.
Βεβαίως, η συνολική ευρωπαϊκή χρηματοδότηση για το 2021 δεν προβλέπεται να υπερβεί το 7% του ευρωπαϊκού ΑΕΠ, ενώ η εκταμίευση των πόρων του Ταμείου Ανάκαμψης φαίνεται να έχει «σκαλώσει».
Σε επίπεδο νομισματικής πολιτικής, το πρόγραμμα αναχρηματοδότησης της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας λειτουργεί ως δίχτυ ασφαλείας, ιδιαίτερα για τις χώρες της Περιφέρειας.
Η διάρκειά του, όμως, έχει οριστεί μέχρι την άνοιξη του 2022, χωρίς ακόμη να είναι ξεκάθαρο το τι θα συμβεί μετά.
Η εμπειρία της προηγούμενης οικονομικής κρίσης είναι ακόμη νωπή: ενώ στην αρχή εφαρμόστηκαν επεκτατικά μέτρα για τη στήριξη της οικονομίας, στη συνέχεια η ευρωπαϊκή οικονομική διακυβέρνηση επέστρεψε στο δόγμα της λιτότητας.
Η κρίση χρέους που ακολούθησε δεν αντιμετωπίστηκε ως συνέπεια – εν μέρει τουλάχιστον – δομικών αδυναμιών της ευρωζώνης, αλλά ως αποτέλεσμα ανεύθυνων πολιτικών από τις χώρες της περιφέρειας.
Το αποτέλεσμα ήταν να «τιμωρηθούν» τελικά οι πολίτες, με εξοντωτική λιτότητα, βαθιά ύφεση και δραματική μείωση του βιοτικού τους επιπέδου.
Σήμερα, το λάθος αυτό δεν πρέπει να επαναληφθεί στην Ευρώπη. Προφανώς δεν υποστηρίζει κανείς την ανεξέλεγκτη συσσώρευση ελλειμμάτων και χρέους, από οποιαδήποτε χώρα της ευρωζώνης.
Ωστόσο, η ανάγκη για δημοσιονομική σταθερότητα και υπευθυνότητα πρέπει να ενταχθεί στο πλαίσιο ενός ευρύτερου υποδείγματος, το οποίο αντιμετωπίζει υφιστάμενες ανισορροπίες και ανισότητες μεταξύ των μελών της ευρωζώνης.
Ενός μοντέλου που επιδιώκει την απομείωση του χρέους κυρίως μέσω της αύξησης του «παρονομαστή», δηλαδή της οικονομικής ανάπτυξης και όχι μέσω της λιτότητας.
Η επόμενη μέρα για την ευρωζώνη πρέπει, επομένως, να συνδυαστεί με την υιοθέτηση ενός νέου μείγματος πολιτικής.
Είναι καιρός να ληφθούν γενναίες αποφάσεις, για την υποστήριξη της ανάπτυξης στην Ευρώπη, τόσο με νομισματικά όσο και με δημοσιονομικά μέσα.
Είναι καιρός για μεταρρύθμιση του Συμφώνου Σταθερότητας και Ανάπτυξης, για μόνιμες σταθεροποιητικές πολιτικές, για αύξηση της ευελιξίας στην άσκηση της δημοσιονομικής διακυβέρνησης.
Είναι καιρός οι αποφάσεις που αφορούν τους λαούς και το μέλλον της Ευρώπης να στηρίζονται σε ένα κοινό όραμα, σε κριτήρια που προτάσσουν τη συνοχή, την αλληλεγγύη και τη δικαιοσύνη, έναντι προσβλητικών στερεοτύπων και προκαταλήψεων ή κοντόφθαλμων λογικών, που επιβάλλονται από τον εκλογικό κύκλο.
Το παράδειγμα των ΗΠΑ – και όχι μόνο, γιατί αντίστοιχες προσεγγίσεις έχουμε δει σε οικονομικές δυνάμεις όπως η Ιαπωνία, η Βρετανία, η Κίνα, η Αυστραλία κ.ά. – δείχνει ότι η οικονομική αρχιτεκτονική σε παγκόσμιο επίπεδο αλλάζει. Ας μη μείνει πίσω η Ευρώπη.