Σε άρθρο του, με αυτόν τον τίτλο (Ε.Τ., 17/4/21), ο Γ. Παπαδάτος αναφέρει ότι έβαλε φωτιά στις βαλκανικές πρωτεύουσες «ένα περίεργο non paper, που φέρεται να παραδόθηκε από τον Σλοβένο πρωθυπουργό […] στον πρόεδρο του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου […] και αναφέρεται σε τεκτονικές αλλαγές συνόρων στα Δυτικά Βαλκάνια».
Σύμφωνα με τις πληροφορίες του αρθρογράφου το έγγραφο προβλέπει, την ένωση του Κοσσόβου με την Αλβανία –με ταυτόχρονη αυτονόμηση των σερβικών νότιων επαρχιών- και στο πλαίσιο των διευθετήσεων των μειονοτήτων τον διαμελισμό της Βοσνίας-Ερζεγοβίνης με τμήματα της χώρας να προσαρτώνται –ή να αυτονομούνται- στην Κροατία και την Σερβία.
Ανεξάρτητα από τις λεπτομέρειες και αγνοώντας τις, αυτονόητες, διαψεύσεις ή μη επιβεβαιώσεις του κειμένου, είναι γεγονός ότι τα Βαλκάνια εξακολουθούν να αποτελούν «πυριτιδαποθήκη».
Δεν είναι όμως μόνο τα Δυτικά Βαλκάνια. Πριν από λίγους μήνες Αρμενία και Αζερμπαϊτζάν συγκρούστηκαν στο Ναγκόρνο Καραμπάχ, ενώ τα τύμπανα του πολέμου ηχούν στα σύνορα Ρωσίας-Ουκρανίας με αφορμή τις μειονότητες και διακύβευμα την ανατολική επαρχία του Ντόνμπας της Ουκρανίας.
Άλλωστε μόλις το 2015 η Ρωσία κατέλαβε και προσάρτησε την χερσόνησο της Κριμαίας.
Αν και η «ισορροπία του τρόμου» -που εδράζεται στο ενδεχόμενο ενός ολοκληρωτικά καταστροφικού πυρηνικού πολέμου- εξακολουθεί να λειτουργεί καθησυχαστικά, ωστόσο είναι φανερό ότι οι τραυματικές μνήμες του 2ου παγκοσμίου πολέμου έχουν σβήσει.
Εκτός από την διαρκή διαμάχη των «μεγάλων» για την «ψιλή κυριότητα» ή την «επικαρπία» πλουτοπαραγωγικών πηγών, αγορών, και λαών στο επικίνδυνο bra de fer αναμειγνύονται, αναβιωμένοι και υποκινούμενοι εθνικισμοί αλλά και αναθεωρητικοί περιφερειακοί παίκτες όπως η Τουρκία.
Η τελευταία -με την ανάμειξή της στην Συρία, στην Λιβύη, το Αζερμπαϊτζάν, κ.λπ.- έχει κάνει εμφανείς τις «ονειρώξεις» της για την αναβίωση του Οθωμανικού μεγαλείου.
Στο πλαίσιο αυτών των «ονειρώξεων» οι διαρκείς αναφορές στην «Τουρκική» μειονότητα της Θράκης ούτε τυχαίες είναι, ούτε αντιπερισπασμοί πρέπει να θεωρούνται.
Αντίθετα αποτελούν κεντρικό άξονα της πολιτικής της αφού η Δυτική Θράκη αποτελεί διακαή της πόθο και φαίνεται ότι την θεωρεί και εφικτό στόχο.
Στην υπηρεσία αυτού του στόχου επιχειρεί να εργαλειοποιήσει την Ελληνική μουσουλμανική μειονότητα αλλά και να την ενισχύσει με τις «εγχύσεις» των «προσφύγων».
Από την άλλη πλευρά τόσο το Διεθνές Δίκαιο όσο και οι συμμαχίες αξιοποιούνται κατά το δοκούν από τους ισχυρούς ανάλογα με τα δικά τους συμφέροντα.
Είναι χαρακτηριστική, επί του προκειμένου, η διαφορά στην αντιμετώπιση της Γιουγκοσλαβίας και της Τουρκίας στην περίπτωση των Βόσνιων και των Κούρδων αντίστοιχα. Να τονιστεί μάλιστα ότι οι τελευταίοι πολέμησαν στο πλευρό των Αμερικάνων απέναντι στο Ισλαμικό Κράτος και εγκαταλείφθηκαν.
Η Δυτική Θράκη αποτελεί εμφανή στόχο της Τουρκίας. Το «δικαίωμα του αυτοπροσδιορισμού» -που αρνείται στους Κούρδους- είναι επικοινωνιακό εργαλείο.
Παράλληλα προετοιμάζει το έδαφος για να αναβαθμίσει την διεκδίκησή της, με όχημα τους αυτόχθονες Έλληνες μουσουλμάνους.
Έτσι μόνο τυχαία δεν ήταν η αναφορά του Τούρκου Υπουργού Εξωτερικών που προκάλεσε την αντίδραση Δένδια.
Οι «ημέτεροι», νοσταλγοί της εποχής που η κυβέρνηση Σημίτη-Παπανδρέου χόρευε ζεϊμπέκικο οφείλουν να σιωπήσουν.
Η μόνη γλώσσα που καταλαβαίνουν οι Τούρκοι είναι η αποφασιστικότητα και η δύναμη. Τα ζεϊμπέκικα τους ανοίγουν την όρεξη.