Η εκτέλεση των δημοσιογράφων Τζέιμς Φόλεϊ (James Foley), Στίβεν Σότλοφ (Steven Sotloff) και του Ντέιβιντ Χέινς (David Haines), μέλος ανθρωπιστικής οργάνωσης, από εξτρεμιστές μαχητές του Ισλαμικού Κράτους στη Συρία συγκλόνισε τη διεθνή κοινότητα.
Οι φρικτές αυτές πράξεις σόκαραν την παγκόσμια κοινή γνώμη όχι μόνο λόγω της ασύλληπτης βιαιότητας, αλλά και γιατί ξύπνησαν κρυφές αγωνίες για τη “βαρβαροποίηση” του κόσμου.
Οι Κασσάνδρες που προειδοποιούσαν για το κακό που θα διαδεχόταν την ευφορία της “νίκης της ελευθερίας”, μετά την πτώση του Τείχους του Βερολίνου, μάλλον δικαιώνονται.
Ο ακαδημαϊκός Jean-Christophe Rufin και ιδρυτικό στέλεχος του Διεθνούς Κινήματος των Γιατρών Χωρίς Σύνορα, έγραφε το 1991 στο βιβλίο του «Η Αυτοκρατορία και οι Νέοι Βάρβαροι», ότι “ένα μεγάλο μέρος των εδαφών που έχουν εξερευνηθεί, έγιναν και πάλι απρόσιτα, ανεξέλεγκτα από την επίσημη κρατική εξουσία και εχθρικά σε οποιαδήποτε ξένη διείσδυση”. Μια διαπίστωση που φάνταζε υπερβολική για πολλούς την δεκαετία του ’90, αλλά είναι εξαιρετικά επίκαιρη στις μέρες μας.
Επίκαιρη, γιατί ο κόσμος μας καλύπτεται πια από “κόκκινες ζώνες” όπου απαγορεύεται να εισέλθουμε. Η διαφορά του τώρα με το πριν, είναι ότι αυτά τα απαγορευμένα εδάφη δεν ανήκουν γεωγραφικά σε κάποια “ασήμαντη” περιοχή του κόσμου. Οι πόλεμοι που διαδραματίζονται εκεί είναι επίκαιροι περισσότερο από ποτέ. Η Μέση Ανατολή – στρατηγικής σημασίας για ζητήματα παγκόσμιας πολιτικής και οικονομίας – γίνεται το λίκνο του Ισλαμικού Κράτους.
Αυτές οι ορδές βαρβάρων με τις απαρχαιωμένες ιδέες κήρυξαν ένα τρομερά σύγχρονο πόλεμο. Η απειλή των τζιχαντιστών είναι άμεση και πραγματική και μας αφορά όλους. Είναι πλέον αδύνατο για τη Διεθνή Κοινότητα να αδιαφορήσει όπως έκανε παλιότερα στους «βρώμικους πολέμους» της Σιέρα Λεόνε και της Λαϊκής Δημοκρατίας του Κονγκό, στη δεκαετία του 1990-2000, στην Αφρική.
Αλλά πώς μπορούμε να προασπίσουμε μια αμερόληπτη και ανεξάρτητη πληροφόρηση εν μέσω “τυφλών συγκρούσεων”;
Ο James Foley και ο Steven Sotloff ήταν πεπεισμένοι ότι το έργο της πληροφόρησης πρέπει να περιλαμβάνει απαραιτήτως ρεπορτάζ στο πεδίο. Ότι η δημοσιογραφία δεν μπορεί να είναι το περιεχόμενο μιας συνεχούς ανακύκλωσης επισήμων δελτίων Τύπου ή ελέγχου της αυθεντικότητας των φωτογραφιών και βίντεο που μεταδίδονται από απλούς πολίτες, ακτιβιστές, ή ακόμα και τρομοκράτες.
Στον αγώνα της ενημέρωσης, είχαν θέσει πολλές φορές την ζωή τους σε κίνδυνο. Δεν άνηκαν στην γενιά των δημοσιογράφων που πληρώνονται με το αζημίωτο για να καλύψουν τους πολέμους, ήταν freelancer. Freelancer σημαίνει ότι δεν έπαιξαν την ζωή τους κορώνα –γράμματα για να απογειώσουν τους τραπεζικούς λογαριασμούς τους αλλά για να κάνουν ευσυνείδητα την δουλειά τους: να δείξουν στον κόσμο την ωμή πραγματικότητα.
Μια πραγματικότητα που γίνεται στις μέρες μας διαρκώς πιο απειλητική για όσους εργάζονται στο πεδίο είτε είναι φωτογράφοι, πολεμικοί ανταποκριτές ή προσωπικό ανθρωπιστικών οργανώσεων.
Οι συγκρούσεις έχουν αλλάξει μορφή. Την δεκαετία του’70 και του ’80 οι δημοσιογράφοι ήταν ευπρόσδεκτοι στα στρατόπεδα των ανταρτών προκειμένου να “βοηθήσουν” τους τελευταίους να αποκτήσουν κύρος και φήμη. Οι δημοσιογράφοι δεν κινδύνευαν να απαχθούν ή να δολοφονηθούν παρά μόνο να χειραγωγηθούν.
Σήμερα όμως οι δημοσιογράφοι γίνονται εσκεμμένα στόχος και πολύ συχνά πλέον, τους σκοτώνουν για να φιμώσουν τη φωνή των εικόνων και των λόγων τους.
Μαζί τους όμως σκοτώνουν και την επιθυμία για πληροφόρηση επειδή η κοινή γνώμη γυρνάει την πλάτη σε μια ενημέρωση όπου δεν υπάρχουν ήρωες για να θριαμβολογήσουμε και η πλέον πιθανότερη εναλλακτική λύση μπροστά σε αυτή την βαρβαρότητα είναι ακόμη περισσότερη βαρβαρότητα.
“Δεν μπορώ να καταλάβω πώς ο κόσμος παρακολουθεί αδιάφορος. Είδα ένα μωρό να πεθαίνει σήμερα. Θραύσματα, οι γιατροί δεν μπορούσαν να κάνουν τίποτα. Η κοιλίτσα του σάλευε, σάλευε ώσπου σταμάτησε. Αισθάνομαι αβοήθητη. Θα συνεχίσω να προσπαθώ να στέλνω τις πληροφορίες προς τα έξω”.
Αυτά είναι τα λόγια της Αμερικανίδας δημοσιογράφου Marie Colvin στο τελευταίο της ρεπορτάζ, λίγο πριν σκοτωθεί στη Συρία το 2012, την ώρα που οι συριακές δυνάμεις βομβάρδιζαν την πόλη Χομς.