Είναι γνωστό ότι διανύουμε μια περίοδο χαμηλών έως και μηδενικών επιτοκίων, κυρίως λόγω των μέτρων που έλαβαν η Ευρωπαϊκή Ένωση και η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα στο πλαίσιο της αντιμετώπισης των οικονομικών συνεπειών της πανδημίας.
Ειδικά η ΕΚΤ εφαρμόζει ειδικό πρόγραμμα μακροπρόθεσμης χρηματοδότησης, μέσω του οποίου οι ελληνικές τράπεζες έχουν αντλήσει ως τώρα ρευστότητα ύψους σχεδόν 40 δισεκατομμυρίων ευρώ, με αρνητικό επιτόκιο.
Παρ’ όλα αυτά, ένα μικρό μόνο μέρος από αυτά τα κεφάλαια έχει φθάσει στην οικονομία, με τη μορφή χορηγήσεων προς τον ιδιωτικό τομέα – οι οποίες μάλιστα κατευθύνονται αποκλειστικά σχεδόν σε μεγάλες επιχειρήσεις.
Σύμφωνα με στοιχεία της Τράπεζας της Ελλάδας, η πιστωτική επέκταση προς τις μεγάλες επιχειρήσεις έχει αυξηθεί κατά 9%, προς τις μικρομεσαίες κατά 1,9%, ενώ προς τα νοικοκυριά είναι αρνητική.
Οι εκταμιεύσεις δανείων, κυρίως με την εγγύηση του ελληνικού δημοσίου, περιορίστηκαν το 2020 στα 5-6 δισ. ευρώ, ενώ και για το 2021 οι καθαρές πιστώσεις δεν προβλέπεται να υπερβούν τα 5 δισ. ευρώ.
Ακόμη και στην υλοποίηση των προγραμμάτων που χρηματοδοτούνται το κράτος, τα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα φαίνονται να αναζητούν τρόπους για να δημιουργούν προσκόμματα και άλλα προβλήματα στις ενδιαφερόμενες επιχειρήσεις.
Έχουν αναφερθεί επανειλημμένα περιπτώσεις υγειών και βιώσιμων επιχειρήσεων, οι οποίες αποκλείονται από τη διαδικασία παρά το ότι παρουσιάζουν φορολογική και ασφαλιστική ενημερότητα, δεν έχουν οφειλές προς το τραπεζικό σύστημα και διαθέτουν ακόμα και τις σχετικές εγγυήσεις.
Αυτό γίνεται είτε γιατί οι τράπεζες ερμηνεύουν και εφαρμόζουν κατά το δοκούν τους κανονισμούς των σχετικών προγραμμάτων, είτε γιατί επιλέγουν να θέτουν διάφορα άλλα, αδιαφανή τραπεζικά κριτήρια, κατά την εξέταση των αιτήσεων δανειοδότησης.
Σημειώνεται δε ότι ακόμη και οι επιχειρήσεις που έχουν πρόσβαση σε τραπεζικές πιστώσεις, επωμίζονται ένα δυσβάσταχτο κόστος, πολύ υψηλότερο σε σχέση με τον ευρωπαϊκό ανταγωνισμό.
Το επιτόκιο με το οποίο δανείζονται οι ελληνικές επιχειρήσεις αυξήθηκε σε 5,99% το Νοέμβριο από 4,55% το Σεπτέμβριο, τη στιγμή μάλιστα που για της ελληνικές τράπεζες ισχύει αρνητικό επιτόκιο 0,5% από την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα.
Αυτό που, με άλλα λόγια, συμβαίνει είναι ότι οι τράπεζες εδώ και αρκετούς μήνες «πληρώνονται» από την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα για να στηρίξουν την πραγματική οικονομία.
Η ρευστότητα αυτή, ωστόσο, χρησιμοποιείται για να βελτιώσει την κερδοφορία τους, αφού κατευθύνεται κυρίως σε κρατικά ομόλογα, στο μηχανισμό αποδοχής καταθέσεων της ΕΚΤ και στην αποπληρωμή ακριβότερων πηγών δανεισμού από τη διατραπεζική αγορά.
Παράλληλα, οι τράπεζες επωφελούνται από την άνοδο – κατά 17,6 δισ. ευρώ το 2020 – των καταθέσεων από τα νοικοκυριά και τον ιδιωτικό τομέα, διατηρώντας σχεδόν μηδενικά επιτόκια.
Το πρόβλημα, βεβαίως, δεν εντοπίζεται μόνο στην Ελλάδα. Ήδη από την Ευρωπαϊκή Τραπεζική Αρχή έχει υπάρξει σαφής σύσταση προς τις ευρωπαϊκές τράπεζες να αξιοποιήσουν τα μέτρα στήριξης προκειμένου να συνεχίσουν να χρηματοδοτούν την πραγματική οικονομία, προκειμένου να αποτραπεί η κατάρρευση του ιδιωτικού τομέα και των νοικοκυριών.
Παρ’ όλα αυτά στη χώρα μας το πρόβλημα είναι εντονότερο και σχετίζεται κυρίως με το υψηλό ποσοστό των μη εξυπηρετούμενων δανείων, το οποίο παραμένει σε διψήφια ποσοστά εδώ και αρκετά χρόνια.
Το γεγονός αυτό αποτελεί σύμφωνα με τις τράπεζες την κύρια αιτία για την οποία αποφεύγουν την ανάληψη κινδύνων, μέσα από την παροχή νέων χορηγήσεων.
Ένας άλλος παράγοντας, τον οποίο επικαλούνται τα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα, είναι ότι λόγω της διάρθρωσης της ελληνικής οικονομίας, δεν υπάρχουν αρκετές αξιόχρεες επιχειρήσεις.
Πώς θα μπορέσουν, ωστόσο, οι επιχειρήσεις της χώρας να μεγαλώσουν και να ενισχύσουν εάν δεν υπάρχει πρόσβαση σε χρηματοδότηση;
Είναι προφανές ότι αυτός ο φαύλος κύκλος δεν μπορεί να συνεχιστεί. Εάν δεν εισρεύσουν κεφάλαια στην οικονομία για την επιβίωση και την ενδυνάμωση των μικρομεσαίων επιχειρήσεων, για την υλοποίηση νέων επενδύσεων, για την αύξηση της απασχόλησης και των εισοδημάτων, δεν μπορούμε να ελπίζουμε σε ανάκαμψη.
Ακόμη και το όφελος για τους ισολογισμούς των τραπεζών θα είναι βραχυπρόθεσμο, αφού χωρίς την κύρια δραστηριότητά τους, που είναι η χρηματοδότηση της ανάπτυξης, δεν μπορεί να εξασφαλιστεί βιώσιμη κερδοφορία.
Η κατάσταση πρέπει να αλλάξει, με ευθύνη τόσο των τραπεζών, όσο και της Πολιτείας.
Ως προς τα μη εξυπηρετούμενα δάνεια, είναι γεγονός ότι απαιτείται επιτάχυνση της διαδικασίας μείωσης, με εφαρμογή νέου γύρου του προγράμματος Ηρακλής σε συνδυασμό με τη δημιουργία bad bank.
Στο πλαίσιο αυτό θα πρέπει να ληφθεί υπόψη και το γεγονός ότι η πανδημία προκαλεί τη δημιουργία μιας νέας γενιάς μη εξυπηρετούμενων δανείων, το ύψος των οποίων εκτιμάται σε 8 – 10 δισεκατομμύρια ευρώ.
Παράλληλα, είναι απαραίτητο από την πλευρά της Πολιτείας να επιταχυνθούν οι διαδικασίες για την εφαρμογή του πτωχευτικού νόμου, η οποία θα έχει κρίσιμο ρόλο στη διαχείριση των μη εξυπηρετούμενων δανείων.
Θα πρέπει, επίσης, η κυβέρνηση να αυξήσει στη φάση αυτή τους πόρους και να ενισχύσει τις δράσεις για τη στήριξη των μικρών και πολύ μικρών επιχειρήσεων, που δεν έχουν πρόσβαση σε τραπεζικό δανεισμό.
Κυρίως, όμως, ενόψει και της αξιοποίησης των πόρων του Ταμείου Ανάκαμψης, να σχεδιάσει ολοκληρωμένες παρεμβάσεις, για την ενθάρρυνση νέων επιχειρηματικών πρωτοβουλιών, για την προώθηση της επιχειρηματικής μεγέθυνσης μέσω συνεργιών, για την ενίσχυση της καινοτομίας και της εξωστρέφειας των μικρομεσαίων επιχειρήσεων της χώρας.
Είναι παράλληλα καιρός και για τις τράπεζες να πάψουν να επικαλούνται απλώς προβλήματα και να γίνουν, επιτέλους, μέρος της λύσης.
Για το σκοπό αυτό έχουν στηριχθεί επανειλημμένα με χρήματα των φορολογούμενων πολιτών, για το σκοπό αυτό αντλούν σήμερα πρωτοφανή ρευστότητα και ενισχύσεις από την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα.
Ας αναλάβουν, έστω και τώρα, ενεργά το ρόλο που τους αναλογεί.