Τώρα μας «εγκλώβισαν» στον πανικό του κορωνοϊού. Πάντα κάτι επινοούν ή όντως κάτι συμβαίνει για να διαπιστώσουμε, όσον κι αν φαίνεται παράδοξο, πως ο ανθρώπινος βίος δεν είναι παρά περιπλανήσεις πέριξ του τάφου. Διότι η μόνη βεβαιότητα του ανθρώπου, εφόσον γεννήθηκε, είναι ο θάνατος.
Γνωρίζει ο άνθρωπος πως θα πεθάνει, αλλά δεν γνωρίζει πότε και πως θα πεθάνει.
Γι’ αυτό και η τραγική αντινομία: ενώ όλοι οι άνθρωποι γεννώνται με κλάματα, κανείς δεν πεθαίνει με γέλια…
Μπροστά σ’ αυτή τη σκληρή πραγματικότητα, το συμπέρασμα είναι ότι η ζωή μας είναι πάρα πολύ μικρή, για να καταγίνεται κανείς με μικροπράγματα και μικρότητες.
Εξ’ αυτού και ο κανόνας: «Τον βίον οικονόμει», δηλαδή μη σπαταλάς άδικα τη ζωή σου.
Η Στιγμή, αυτή η καταιγιστική υποψία της Στιγμής, έχει σημασία…
Εξάλλου, ο θάνατος ως σκιά της ζωής και πραγματικότητα αντικειμενική, όχι μόνο δεν επιδέχεται επανόρθωση, όπως όλα τα πράγματα στη ζωή ή σχεδόν όλα, αλλά είναι και ο μόνος που εξισώνει όλους.
Η δε παραδοξότητά του έγκειται στο ότι δεν είναι βίωμα του αποθανόντος, αλλά εκείνων οι οποίοι συνόδευσαν τον νεκρό κατά την πορεία προς τον τάφο.
Και το συμπέρασμα που τότε πίπτει ως ώριμος καρπός στη συνείδηση: «Πάντα ματαιότης τα ανθρώπινα» Και τότε τι απομένει; Κόνις, τέφρα και σκιά!
Τελικά, όλο το ύψος μας είναι ο επιούσιος άρτος μας. Τα όριά μας μια τεφροδόχος!
Εδώ και μόνο επέρχεται η εξίσωση. Κι από εδώ η απορία, που εκφράζεται έντονα μπροστά στα «οστά τα απογυμνωμένα» με το τραγικό βίωμα:
«Άρα τις έστι βασιλεύς ή στρατιώτης ή πλούσιος ή πένης, ή δίκαιος ή αμαρτωλός».
Όλο δε αυτό το τραγικό βίωμα συνιστά το έναυσμα του φιλοσοφικού πυρσού να ρίξει φως στο ανθρώπινο ερώτημα της Σφιγγός, υπό την έννοια: Ποιος είμαι, από που έρχομαι, που πηγαίνω;
Είναι το αίνιγμα «Τι είναι ο άνθρωπος», στη διασταύρωση του τρισδιάστατου χρόνου: Παρελθόν-Παρόν-Μέλλον, με την αιωνιότητα που ταυτίζεται με το υπέρκοσμο, το υπέρχρονο, το θείο.
Η φιλοσοφία του θανάτου επαναφέρει εναργώς τη φιλοσοφία της ζωής.
Είναι βέβαια αλήθεια ότι προέχει κανείς να μάθει να ζει και ύστερα να φιλοσοφεί. Να ζει την κάθε Στιγμή, ακόμα και την υποψία της Στιγμής.
Γιατί, χωρίς να έχουν γεράσει τα πάθη του, ο ίδιος «αχθοφόρος» ανούσιων πραγμάτων, εθισμών και αντιδράσεων, του φόβου του δυσβάστακτου, εσχάτως και με τον κορωνοϊό, που φροντίζουν ΜΜΕ και ανερμάτιστοι της πολιτικής και της επιστήμης να του καλλιεργούν, θα ακούει τα βήματά του μέσα στο χρόνο να χάνονται, σαν τον υπόκωφο κρότο μιας παλιάς μηχανής, που αγκομαχάει, σαν να είναι ένας κάποιος κανείς, επιστρέφοντας στη μακρόκοσμη μήτρα του…