Η απόφαση του δικαστηρίου, για την δίκη της Χρυσής Αυγής, θα γράψει τον επίλογο. Είναι αναμενόμενο ότι δεν θα μείνουν όλοι ικανοποιημένοι από την απόφαση. Αλλά το σημαντικό ερώτημα που πρέπει να απαντηθεί δεν έχει σχέση με τις ποινές.
Το κρίσιμο ερώτημα είναι αν η Χ.Α. ήταν μια ασθένεια που την αντιμετωπίσαμε και έπαψε να μας απειλεί ή είναι το σύμπτωμα μιας βαρύτερης και πιο επικίνδυνης κοινωνικής, πολιτικής και θεσμικής νόσου.
Επίσης, το ερώτημα δεν πρέπει να επικεντρωθεί στην αναζήτηση του πιθανού κινδύνου της εκδήλωσης ενός νέου Ναζιστικού ή Φασιστικού εγχειρήματος αλλά να επεκταθεί στους παράγοντες που επηρεάζουν ή καθορίζουν την στάση και τις επιλογές των πολιτών.
Μετά το ξέσπασμα της κρίσης, στις εκλογές του Μαΐου του 2012 τα δύο συστημικά κόμματα (Ν.Δ., ΠΑΣΟΚ) συγκέντρωσαν το 32% των ψήφων χάνοντας 45% από την δύναμή τους μέσα σε δύο χρόνια.
Στις ίδιες εκλογές η κοινωνική «αλογόμυγα» του συστήματος, το ΚΚΕ, δεν ενισχύθηκε ιδιαίτερα ενώ απογειώθηκαν οι «πειρατές» (ΣΥΡΙΖΑ, ΑΝΕΛ, Χ.Α.) συγκεντρώνοντας το 34% των ψήφων. Οριακά αποφεύχθηκε τότε η ολοκληρωτική ανατροπή του πολιτικού σκηνικού γεγονός που είναι βέβαιο ότι θα οδηγούσε σε δραματικές εξελίξεις μπροστά στις οποίες το καταστροφικό πρώτο εξάμηνο της διακυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ θα έμοιαζε με σχολική εκδρομή. Η οικονομική κρίση δεν ήταν η βαθύτερη αιτία.
Ήταν απλώς η «άρση της αυλαίας» που αποκάλυψε την «χρεωκοπία» ενός συστήματος εδρασμένου στον λαϊκισμό, ο οποίος αποτέλεσε βασικό στοιχείο όχι μόνο της ρητορείας των κομμάτων, αλλά και της δράσης των συνδικάτων, των κοινωνικών φορέων, των ομάδων πίεσης, των συντεχνιών και των Μ.Μ.Ε..
Θα πρέπει να αναλογιστούμε πάνω στις βαθύτερες αιτίες που οδήγησαν την χώρα στην χρεοκοπία.
Το σύνθημα «λεφτά υπάρχουν» ήταν απλώς η κορυφή του παγόβουνου.
Οι λόγοι που εμπόδισαν το πολιτικό σύστημα να αρθεί στο ύψος των περιστάσεων δεν μπορεί να αποδοθούν μόνο στην ανεπάρκεια των προσώπων.
Ο Παναγιώτης Κονδύλης ήδη από το 1992 είχε καταγγείλει την υποθήκευση του μέλλοντος της χώρας η οποία έγινε «με τη μορφή ενός σιωπηρού, αλλά διαρκούς και κατά μέγα μέρος συνειδητού και επαίσχυντου κοινωνικού συμβολαίου, στο πλαίσιο του οποίου η εκάστοτε πολιτική ηγεσία […] ανέλαβε τη λειτουργία να ενισχύει γρήγορα και παρασιτικά τις καταναλωτικές δυνατότητες του ‘λαού’ με αντίτιμο την πολιτική του εύνοια».
Το ερώτημα είναι, γιατί αυτό το «συνειδητό και επαίσχυντο» κοινωνικό συμβόλαιο δεν καταγγέλθηκε από την 4η εξουσία και από την πνευματική ηγεσία; Ή γιατί οι φωνές που το κατήγγελλαν δεν προβάλλονταν; Αναφύονται, όμως, και επιπρόσθετα ερωτήματα.
Πως, ανεπαισθήτως, ολόκληρο το πολιτικό, κοινωνικό και οικονομικό οικοδόμημα βασίστηκε στις πελατειακές σχέσεις, και στην διαπλοκή των θεωρητικά ανεξάρτητων εξουσιών;
Έχουν άδικο οι πολίτες που πιστεύουν ότι οι πολιτικοί έχουν το ακαταδίωκτο; Ότι όλα τα σκάνδαλα συγκαλύπτονται και παραγράφονται;
Ποιοι δημιούργησαν στους πολίτες την βεβαιότητα ότι δικαιούνται τα πάντα και δεν οφείλουν τίποτα;
Το 34%, που συγκέντρωσαν οι «πειρατές» το 2012, μαρτυρά εκτεταμένη και ταυτόχρονη απουσία λογικής και αισθητικής.
Η τοποθέτηση -της μεγάλης πλειοψηφίας όχι του συνόλου- αυτών των πολιτών στους συγκεκριμένους χώρους δεν ήταν ιδεολογική ούτε αποτέλεσμα λογικών διεργασιών.
Ήταν αυτοματισμός οφειλόμενος στην εθιστική «έκθεση» στον «ασύμμετρο» λαϊκισμό. Το ερώτημα λοιπόν αναδύεται κρίσιμο.
Αν η Χ.Α. ήταν ένα από τα συμπτώματα μιας βαριάς ασθένειας, τι πρέπει και τι μπορούμε να κάνουμε για να την αντιμετωπίσουμε;