«Ένα άδειο ταξί έφτασε στην Ντάουνινγκ Στριτ.
Άνοιξε η πόρτα και ο Ατλι βγήκε έξω».
Ουίνστον Τσόρτσιλ
Σε μια συνέλευση της ΑΔΕΔΥ το 1985 ο Θ.Π. είπε, χαρακτηρίζοντας μια κατάσταση, ότι «βρωμάει».
Όταν τον ανάγκασαν να ανακαλέσει είπε: «Ανακαλώ συνάδελφοι, δεν βρωμάει, όζει», και τα πνεύματα ηρέμησαν.
Στη δημόσια σφαίρα δεν μετράει πάντα αυτό που θα πεις αλλά τα γλωσσικά μέσα που θα χρησιμοποιήσεις.
Δεν υπάρχει καμία αμφιβολία ότι ο χαρακτηρισμός εκ μέρους του Αλέξη Τσίπρα του Πρωθυπουργού ως του «μεγαλύτερου πολιτικού απατεώνα» ήταν απαράδεκτος.
Ακόμα και αν αναζητηθούν δικαιολογίες στον κατ’ επανάληψη χαρακτηρισμό του ιδίου ως «ψεύτη» ή «μεγαλύτερου ψεύτη» δεν δικαιολογείται αυτή την αντίδραση.
Μάλλον θα έχει μετανιώσει αναλογιζόμενος αν όχι την ηθική πλευρά του θέματος, τουλάχιστον το πολιτικό αποτέλεσμα.
Γιατί είναι γεγονός ότι, πέρα από την «κερκίδα των φανατικών», κανένας πολίτης δεν επικροτεί τέτοιους χαρακτηρισμούς.
Αυτήν την αλήθεια επεσήμανε και ο Ευκλείδης Τσακαλώτος γράφοντας ότι: «πρέπει να είμαστε εξαιρετικά φειδωλοί όταν αποκαλούμε τους αντιπάλους μας απατεώνες. Όλοι οι αντίπαλοί μας δεν είναι, και δεν θα μπορούσαν να είναι, απατεώνες…».
Στα «απόνερα» όμως αυτής της δήλωσης και της αντίδρασης του Τσακαλώτου εκδηλώνεται ή έτσι παρουσιάζεται μια σύγκρουση η οποία είναι χαρακτηριστική της πολιτικής υπανάπτυξης της χώρας.
Στο βαθμό που η σύγκρουση είναι πραγματική και ιδιαίτερα αν αληθεύουν οι πληροφορίες για απόπειρα «φρονηματισμού» του «άτακτου» Ευκλείδη θα επιβεβαιωθεί η απαράδεκτη νοοτροπία του πολιτικού πατερναλισμού που αποτελεί μια από τις πληγές της χώρας.
Σε καμία πραγματικά ώριμη αστική δημοκρατία οι βουλευτές δεν αντιμετωπίζονται ως «αγέλη» οι οποία οφείλει να επικροτεί και να προσυπογράφει τις αποφάσεις και τις απόψεις της ηγεσίας.
Σε καμία πραγματικά δημοκρατική κοινωνία η ψήφος δεν εκλαμβάνεται ως «λευκή επιταγή» για τον ηγέτη και το επιτελείο του.
Δεν θεωρείται αυτονόητη η υποστήριξη κάθε απόφασης του Προέδρου των ΗΠΑ από τους βουλευτές και τους γερουσιαστές των Ρεπουμπλικάνων. Ούτε του Τζόνσον από τους Συντηρητικούς.
Στη χώρα μας όμως έχουμε «εκπαιδευτεί» από το πολιτικό σύστημα –αλλά και από τους «νταβατζήδες» του- να θεωρούμε «θανάσιμο» πολιτικό αμάρτημα την διαφωνία -όχι με κάποια συλλογική απόφαση, σε αυτήν την περίπτωση τα πράγματα θα ήταν πιο σύνθετα- σε μονομερείς και ανεπαρκώς αιτιολογημένες αποφάσεις της ηγεσίας και του επιτελείου της.
Τι θα γινόταν το 2010 αν ο Χρυσοχοΐδης είχε διαβάσει το Μνημόνιο και το είχε καταψηφίσει; Προφανώς ο Παπανδρέου και τα φίλια ΜΜΕ θα τον «σταύρωναν». Αυτό συνέβη με την κυρία Μπακογιάννη το 2010 και με άλλους 22 βουλευτές της Ν.Δ. το 2012. Είχε δίκιο ο κύριος Σαμαράς που δεν ψήφισε την κυρία Σακελλαροπούλου ή οι 157 που πειθάρχησαν παρά το γεγονός ότι η πλειοψηφία τους –όταν, βουλευτής επιχείρησε, στην σύνοδο της Κ.Ο., να θέσει υπό συζήτηση «τα χαρακτηριστικά» του νέου Προέδρου αγνοήθηκε- είχε αντίθετη άποψη;
Εκτοξεύονται εκατέρωθεν κατηγορίες για «σκοτεινή διπλωματία», τώρα στα Ελληνοτουρκικά, παλαιότερα για τις Πρέσπες.
Αλλά όταν δεν υπάρχει διαβούλευση και διάλογος στο εσωτερικό των κομμάτων, αν οι βουλευτές μετατρέπονται σε «λευκές επιταγές», ποιους πείθουν, εκτός από τους φανατικούς, οι κραυγές;
Ο Τσακαλώτος είχε υποχρέωση να εκφράσει δημόσια τη διαφωνία του.
Την ίδια υποχρέωση απέναντι στους πολίτες έχει κάθε πολιτικός που σέβεται το λειτούργημά του και δεν εκλαμβάνει την πολική ως «αγορά» και τους πολίτες ως «πελατεία».