Είναι ο τελευταίος συρμός. Καθώς όλοι βρίζουν το ΠΑΣΟΚ (πού ήταν όλοι αυτοί οι λεβέντες τόσο τη δεκαετία του 1980 όσο και κατά την οκταετία Σημίτη το ξέρουμε καλά: στο πλιάτσικο), βρέθηκαν και οι γνωστές Αντουανέττες των επιφυλλίδων να αποδώσουν τον τίτλο του γενάρχη του Πασοκισμού στον στρατηγό Μακρυγιάννη.
Ο λαϊκισμός βλέπετε δεν έχει μόνο την πατριδοκάπηλη και χριστοκάπηλη τάση. Έχει και την τάχα εκσυγχρονιστική, πριν λίγα χρόνια “αριστερή” και τώρα νεοφιλελεύθερη, που εκστρατεύει με πάθος ανάλογο της μαντάμ Σουσούς (αυτή είναι η πραγματική Ηγερία τους) κατά των πιο ιερών μορφών της συλλογικής μας συνείδησης.
Και στο στόχαστρο βέβαια δεν είναι το ΠΑΣΟΚ. Είναι η μέσω του απαξιωμένου πλέον αυτού σχήματος απαξίωση της ελληνικής συνείδησης.
«Δεν ξέρω» έγραφε ο Θεοτοκάς το 1941 «να βγήκε πολλές φορές ως σήμερα από τη συνείδηση του έθνους μας, τέτοια που τη βλέπουμε να καθρεφτίζεται στα νεοελληνικά κείμενα, τα κείμενα των ποιητών, των πεζογράφων, των επιστημόνων ή των πολιτικών αντρών, ένας λόγος πιο βαθύς, πιο οδυνηρός, πιο υποβλητικός αλλά και πιο εκφραστικός της εθνικής μας ψυχής από το λόγο αυτό του πολεμιστή του Εικοσιένα».
Ο Θεοτοκάς προφανώς δεν είναι… φιλελεύθερος όπως τα ένδοξα στις ημέρες της σήψης αποτρύγια της νεοελληνικής λογοτεχνίας και δημοσιογραφίας που γράφουν παρόμοιες γελοιότητες.
Ίσως είναι και αυτός εθνικιστής, όπως και ο Σεφέρης και σύμπασα η γενιά του Τριάντα που φώτισε τη σημασία του Μακρυγιάννη.
Αν βέβαια όλοι αυτοί οι αμόρφωτοι τύποι είχαν διαβάσει τα Απομνημονεύματα του Μακρυγιάννη, θα ήξεραν ότι ο αγωνιστής με το πλήθος τραυμάτων στο σώμα του δεν πολέμησε ούτε έγραψε για να δικαιώσει εαυτόν. Αναλαμβάνει με παρρησία μερίδιο ευθύνης για όλα:
«Μπαίνοντας εις αυτό το έργον και ακολουθώντας να γράφω δυστυχήματα αναντίον της πατρίδος και θρησκείας, οπού της προξενήθηκαν από την ανοησίαν μας και ’διοτέλειά μας και από θρησκευτικούς και από πολιτικούς και από μας τους στρατιωτικούς, αγαναχτώντας και εγώ απ’ ούλα αυτά ότι ζημιώσαμε την πατρίδα μας πολύ και χάθηκαν και χάνονται τόσοι αθώοι άνθρωποι, σημειώνω τα λάθη ολωνών”.
Δεν ήταν άγιος ο Μακρυγιάννης. Άνθρωπος με πάθη όπως όλοι οι αγωνιστές ήταν. Αλλά οι άσπιλοι προτεστάντες της σήμερον γιατί σκανδαλίζονται; Μήπως θέλουν ήρωες ανεπίληπτους; Όχι, προς Θεού, δεν θέλουν καθόλου ήρωες. Θέλουν ανθρωπάκια σαν τους ίδιους μήπως έτσι νιώσουν λίγο ψηλότεροι από το σπιθαμιαίο ανάστημά τους.
Λαϊκιστές κι αυτοί, σαν τους αντιπάλους τους πατριδοκάπηλους, λυσσάνε να γκρεμίσουν γιατί δεν πιστεύουν σε τίποτα περισσότερο από το ασήμαντο εγώ τους.
Πώς να νιώσουν πως «τούτην την πατρίδα την έχομεν όλοι μαζί, και σοφοί και αμαθείς και πλούσιοι και φτωχοί και πολιτικοί και στρατιωτικοί και οι πλέον μικρότεροι άνθρωποι. Όσοι αγωνιστήκαμεν, αναλόγως, ο καθείς, έχομεν να ζήσωμεν εδώ. Το λοιπόν δουλέψαμε όλοι μαζί, να τη φυλάμε κι όλοι μαζί και να μην λέγη ούτε ο δυνατός εγώ ούτε ο αδύνατος. Ξέρετε πότε να λέγη ο καθείς εγώ; Όταν αγωνιστή μόνος του και φκειάση ή χαλάση να λέγη εγώ. Όταν όμως αγωνίζονται πολλοί και φκειάνουν, τότε να λένε εμείς. Είμαστε εις το εμείς κ’ όχι εις το εγώ».
Να όμως που είμαστε και θα είμαστε και θα σαπίζουμε στο εγώ. Αχ καημένε Μακρυγιάννη, νάξερες γιατί το τσάκισες το χέρι σου. Το τσάκισες για να γράφουν επιφυλλίδες τα κωλόπαιδα.
[Συγγνώμη από τον κ. Ντίνο Χριστιανόπουλο για την παραφθορά του τελευταίου στίχου].