Για την πρόσφατη «αδελφική» συνάντηση στο Αμμάν της Ιορδανίας έχουν γραφτεί και θα συνεχίσουν να γράφονται πλείστα όσα σχόλια εκκλησιολογικού, κυρίως, περιεχομένου.
Εντούτοις, εξ όσων μπορεί να γνωρίζει ο συντάκτης του παρόντος σημειώματος, ουδείς εκ των σχολιαστών έχει αναφερθεί στην υποβόσκουσα γεωπολιτική διάσταση αυτής της συνάξεως, μιας διαστάσεως, η οποία δεν αφορά μόνο στις αναίσχυντες προσπάθειες του Πατριαρχείου Μόσχας να διαιρέσει την Ορθοδοξία σε «δικούς μας» και «δικούς του», αλλά ιδιαιτέρως στις ζοφώδεις προοπτικές που διαγράφονται για τον «ορθόδοξο δούρειο ίππο» που ακούει στο όνομα Πατριαρχείο Ιεροσολύμων.
Η πολύπλοκη κατάσταση που επικρατεί σήμερα στην ευρύτερη γεωγραφική περιοχή, την οποία συνήθως αποκαλούμε Μέση Ανατολή, ευνοεί τα σαφέστατα πλέον ναπολεόντεια σχέδια του Πατριαρχείου Μόσχας για την δημιουργία ενός νέου «ορθοδόξου άξονα», ο οποίος ευελπιστεί ότι θα περιλαμβάνει, εκτός από τις Εκκλησίες Πολωνίας και Τσεχίας και Σλοβακίας και, φυσικά, Σερβίας, και το Πατριαρχείο Ιεροσολύμων.
Σε περίπτωση επιτυχίας αυτού του σχεδίου το Οικουμενικό Πατριαρχείο, όπως υπολογίζουν οι ταγοί της Εκκλησίας της Ρωσίας, θα βρεθεί ενώπιον του εξής διλήμματος:
Είτε θα «συρθεί» σε μια πανορθόδοξη σύνοδο με τους όρους του Πατριαρχείου Μόσχας και με μοναδικό θέμα το «ουκρανικό», είτε θα επιμείνει στην ορθή του άποψη ότι, το ουκρανικό πρέπει να θεωρείται λήξαν ερχόμενο ως εκ τούτου αντιμέτωπο με τις δυνάμεις αυτού του «ορθοδόξου άξονα».
Με άλλα λόγια, η Ρωσία θα αποκτήσει ένα πολύ γερό «πάτημα» στην περιοχή, ανεξαρτήτως από την ποιότητα των σχέσεων της με το Ισραήλ, εφόσον θα είναι πλέον σε θέση να εκμεταλλευτεί με μεγαλύτερη ευχέρεια την γνωστή δυσαρέσκεια και καχυποψία των Παλαιστινίων σχετικά με τη διαχείριση της ακίνητης περιουσίας του Πατριαρχείου Ιεροσολύμων εκ μέρους των «Ελλήνων».
Επειδή όπως υποψιάζεται ο συντάκτης του παρόντος σημειώματος, ο νυν Πατριάρχης Ιεροσολύμων πρέπει να έκανε πολλές «κοπάνες» από το μάθημα της εκκλησιαστικής ιστορίας, θα μπει στον κόπο (αν και η πρώτη εβδομάδα της Μ. Τεσσαρακοστής κάθε άλλο παρά εμπνέει την ιστορική μελέτη) να του υπενθυμίσει το τί συνέβη στην Πολωνία μετά το τέλος του β΄ Παγκοσμίου Πολέμου και συγκεκριμένα τον τρόπο, με τον οποίο η Εκκλησία Πολωνίας απέκτησε την δεύτερη αυτοκεφαλία της.
Και ας μη βιαστεί ο ευλαβής αναγνώστης της ΚΑΘΕΔΡΑΣ να διαμαρτυρηθεί ότι δεν βλέπει κάποια σχέση ανάμεσα σε ό,τι συνέβη πριν από 70 περίπου χρόνια με την παρασυναγωγή στο Αμμάν.
Ο γράφων θα προσπαθήσει αναφερόμενος σε συγκεκριμένα ιστορικά γεγονότα να πείσει όχι τόσο τον ανεπίδεκτο μαθήσεως πατριάρχη, όσο το Ελληνικό ΥΠΕΞ ότι, αν δεν προλάβουν να ασφαλίσουν το ταχύτερο δυνατόν την «Κερκόπορτα» που ανοίγει ο Πατριάρχης Ιεροσολύμων, σύντομα και αυτή η Εκκλησία θα ενταχθεί στους γεωπολιτικούς σχεδιασμούς του «ξανθού γένους».
Αμέσως μετά το τέλος του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου ξεκίνησε η «σοβιετοποίηση» εκείνων των χωρών της Αν. Ευρώπης που είχαν δοθεί ως «λάφυρο» από τη Δύση στην Σοβιετική Ένωση.
Στα πλαίσια αυτής της διαδικασίας και για λόγους που θα εξηγήσουμε πιο κάτω, συμπεριλήφθηκε και η ανακήρυξη της αυτοκεφαλίας της Εκκλησίας Πολωνίας από το Πατριαρχείο Μόσχας το 1948, η οποία θα ακύρωνε το αυτοκέφαλο που είχε ήδη χορηγήσει το Οικουμενικό Πατριαρχείο το 1924 και είχε αναγνωρισθεί από όλες της κατά τόπους Ορθόδοξες Εκκλησίες εξαιρουμένης της Εκκλησίας της Ρωσίας.
Παρά το γεγονός ότι μετά τη λήξη του πολέμου η Εκκλησία Πολωνίας συρρικνώθηκε περίπου κατά 90% (π.χ. από τις 1579 ενορίες πριν από τον πόλεμο απέμειναν μόλις 169, ενώ ο αριθμός των πιστών περιορίστηκε στις 200.000, αποτέλεσμα όχι μόνο της δημεύσεως των ναών προς όφελος της Καθολικής Εκκλησίας, αλλά κυρίως εξ αιτίας της καταναγκαστικής μετακινήσεως την περίοδο 1944 – 1946 των Ουκρανών, Λευκορώσων και Ρώσων κατοίκων της Πολωνίας στη Σοβιετική Ουκρανία), η σοβιετική ηγεσία θεωρούσε την Ορθόδοξη Εκκλησία έναν σημαντικό παράγοντα, εφόσον ήταν μια από τις λίγες οργανώσεις τα μέλη των οποίων αντιμετώπιζαν θετικά την Σοβιετική Ένωση και την λαϊκή κυβέρνηση της Πολωνίας.
Για το λόγο αυτό η σοβιετική κυβέρνηση επεδίωξε την περίοδο 1944 – 1945 να αυξήσει την επιρροή του Πατριαρχείου Μόσχας μεταξύ των Πολωνών ορθοδόξων.
Εντούτοις τα σχέδια των σοβιετικών συνάντησαν την σθεναρή αντίσταση της πρώτης μεταπολεμικής πολωνικής κυβερνήσεως, η οποία θεωρούσε ότι, εφόσον η Πολωνία είναι πλέον μια ανεξάρτητη χώρα δεν μπορεί η Εκκλησία της να ευρίσκεται υπό τον έλεγχο του Πατριαρχείου Μόσχας.
Μήπως, φίλτατε αναγνώστη της ΚΑΘΕΔΡΑΣ, το ίδιο επιχείρημα δεν πρόβαλε και η κυβέρνηση της Ουκρανίας, το οποίο απέρριπτε μετά βδελυγμίας η Εκκλησία της Ρωσίας;
Εντούτοις η σοβιετική κυβέρνηση δεν σταμάτησε τις προσπάθειές της για να «υποτάξει» της Εκκλησία Πολωνίας στο Πατριαρχείο Μόσχας.
Με την αγαστή συνεργασία του πατριάρχη Αλεξίου καταστρώθηκε το εξής σχέδιο:
1) στα πλαίσια της συναντήσεως αντιπροσωπείας της Εκκλησίας Πολωνίας με τον πατριάρχη Αλέξιο θα δινόταν στους Πολωνούς απλά μια υπόσχεση χορηγήσεως αυτοκεφαλίας.
2) το αυτοκέφαλο θα χορηγείτο εφόσον ο πολωνικός κλήρος, μεταξύ των οποίων υπήρχαν πολλοί υποστηρικτές του μητροπολίτου Διονυσίου (πρώτου προκαθημένου της Εκκλησίας Πολωνίας και «ορκισμένου» αντιπάλου της προσαρτήσεως), θα εξέλεγε «φιλικά προσκείμενους προς την Σοβιετική Ένωση μητροπολίτη και βοηθούς επισκόπους».
3) η καταλληλότερη στιγμή για την χορήγηση του αυτοκεφάλου θα ήταν στα πλαίσια της πανορθοδόξου συνόδου που είχε συγκαλέσει κατ’ εντολή του Στάλιν το Πατριαρχείο Μόσχας το καλοκαίρι του 1948, ο οποίος θεωρούσε ότι η αύξηση της επιρροής της Εκκλησίας της Ρωσίας στον ορθόδοξο κόσμο ικανοποιούσε τα γεωπολιτικά του σχέδια.
Έτσι, στις 22 Ιουνίου 1948 η Σύνοδος της Εκκλησίας της Ρωσίας έκανε δεκτή την παραίτηση της Εκκλησίας Πολωνίας από το αυτοκέφαλο που χορηγήθηκε από το Οικουμενικό Πατριαρχείο το 1924 ως… παράνομου και αντικανονικού, καθώς επίσης και την διακοπή της κοινωνίας με τον μητροπολίτη Διονύσιο λόγω των λανθασμένων του αντιλήψεων, και αποκατέστησε με την Εκκλησία Πολωνίας την ευχαριστιακή κοινωνία.
Η απόφαση αυτή αποτελούσε ουσιαστικά την εκ νέου χορήγηση του αυτοκεφάλου από την «μητέρα Εκκλησία της Ρωσίας», το οποίο πλέον θεωρείτο απολύτως κανονικό.
Σχετικά με τα παραπάνω δικαίως καταλήγουμε στο συμπέρασμα ότι, δεν ήταν τόσο η πίεση που άσκησε το σταλινικό καθεστώς στην Εκκλησία της Ρωσίας για την αλλαγή του κανονικού καθεστώτος της Εκκλησίας Πολωνίας, όσο το ιστορικό σύμπλεγμα ή απωθημένο της «τρίτης Ρώμης» που εξωθούσε και συνεχίζει να εξωθεί το Πατριαρχείο Μόσχας σε σωρεία αντικανονικών ενεργειών.
Το τι συνέβη στη συνέχεια είναι, λίγο ως πολύ, γνωστό.
Η άκαμπτη στάση που κράτησε τότε στη Σύνοδο της Μόσχας το Οικουμενικό Πατριαρχείο και εκείνες οι Ορθόδοξες Εκκλησίες που ευρίσκονταν μακριά από τα σοβιετικά τεθωρακισμένα, στις προσπάθειες των σοβιετικών να ανατρέψουν την σειρά των Ορθοδόξων Δίπτυχων, υποχρέωσε τον Στάλιν να εγκαταλείψει τα σχέδιά του για την ίδρυση ενός «ορθόδοξου Βατικανού» στη Μόσχα.
Ο αείμνηστος Κάρολος στο έργο του Der achtzehnte Brumaire des Louis Bonaparte αναφέρεται στην εξής φράση του Χέγκελ:
«Ο Χέγκελ κάπου σημειώνει ότι όλα τα μεγάλα παγκόσμια ιστορικά γεγονότα και προσωπικότητες επαναλαμβάνονται δυο φορές: την πρώτη σαν τραγωδία και τη δεύτερη σαν φάρσα».
Η πρώτη φορά, στη Μόσχα το 1948, μετά την αποτυχία της Συνόδου είχε ως αποτέλεσμα την επανάληψη των διώξεων εναντίον της Εκκλησίας της Ρωσίας.
Η δεύτερη, στο Αμμάν, αποτέλεσε μια κωμικοτραγική φάρσα, σκοπός της οποίας όπως προείπαμε ήταν και παραμένει η δημιουργία ενός «ενδοορθόδοξου άξονα» με πρώτη και καλύτερη την «Τρίτη Ρώμη».
Με άλλα λόγια το σταλινικό όνειρο του «ορθόδοξου Βατικανού» επανήλθε στην ημερήσια διάταξη του «ρωσικού κόσμου», δυστυχώς με την υποστήριξη του ανιστόρητου πατριάρχη Ιεροσολύμων.
Βλέπουμε λοιπόν ότι για άλλη μια φορά στα γεωπολιτικά συμφέροντα του «ξανθού γένους» εντάσσεται και πάλι ο παράγοντας «Ορθοδοξία», ένα στοιχείο που δεν θα έπρεπε σε καμία περίπτωση να αφήνει αδιάφορο το Ελληνικό ΥΠΕΞ
Τελειώνοντας ο γράφων θα ήθελε να ρωτήσει τον Μητροπολίτη Βαρσοβίας και πάσης Πολωνίας Σάββα: μακαριώτατε, τελικώς τίνος συμφέροντα εξυπηρετείτε λησμονώντας την πολυτάραχη ιστορία της πατρίδας σας;
ΣΗΜΕΙΩΣΗ: Τα παρατιθέμενα στοιχεία είναι παρμένα από την μελέτη της Anna Vishivanyuk, “The issue of Autocephaly of the Polish Orthodox Church in the Early Years of the Cold War”, Gosudarstvo, religion, tserkov’ v Rossii i za rubezhom 351 (1): 81-97.