Η συγκρότηση της Ένωσης Κέντρου, στις 19 Σεπτεμβρίου του 1961, ήταν αποτέλεσμα παρεμβάσεων και συνέργειας πολλών παραγόντων μεταξύ των οποίων συγκαταλέγεται και ο ξένος παράγοντας.
Ο συγκερασμός των «ασύμμετρων» φιλοδοξιών των απογόνων και των επιγόνων του Ελευθέριου Βενιζέλου ήταν εξαιρετικά δυσχερής.
Στην έως τότε μεταπολεμική ιστορία της χώρας οι ευκαιριακές συνεργασίες αλλά και οι «συντροφικές» υπονομεύσεις ήταν ο κανόνας.
Ο θάνατος των δύο επιφανέστερων επιγόνων του Ε.Β. (Σοφούλης, Πλαστήρας) δεν έκανε τα πράγματα ευκολότερα.
Ενώ οι συνεργασίες και οι «συνεννοήσεις» με πρόσωπα και κόμματα της Δεξιάς και της Αριστεράς είχαν ως κύριο κίνητρο την ικανοποίηση προσωπικών φιλοδοξιών.
Η ανάδειξη της Αριστεράς ως αξιωματικής αντιπολίτευσης στις εκλογές του 1958 υπήρξε ο καταλύτης αυτής της συγκρότησης.
Μετά τις εκλογές του 1958 και ενώ ο Ψυχρός Πόλεμος ήταν στο απόγειό του η ανάγκη να αποτραπεί η άνοδος της εκλογής επιρροής της Αριστεράς προκάλεσε ποικίλες και ετερόκλητες αντιδράσεις.
Έτσι ο μεν «Γεώργιος Παπανδρέου επεδίωκε να συνεργαστεί με την Ε.Ρ.Ε., ενώ ο Σοφοκλής Βενιζέλος από τις αρχές του 1961 είχε αρχίσει να προσανατολίζεται προς τον τορπιλισμό της κίνησης Γρίβα[…]. Κατόπιν αυτού ο Σοφοκλής Βενιζέλος άρχισε συνομιλίες με τον Ηλία Τσιριμώκο με σκοπό να του “παραχωρήσει” το Κόμμα των Φιλελευθέρων και λίγο αργότερα το ίδιο έκανε με τον Σπύρο Μαρκεζίνη. Μετά την αποτυχία των συνομιλιών που είχε με τους δύο ηγέτες, ο Σοφοκλής Βενιζέλος έφυγε για τις Η.Π.Α. Κατά τις επαφές που είχε με αρμοδίους του Στέιτ Ντιπάρτμεντ για τα ελληνικά πολιτικά πράγματα, όλοι τού τόνισαν ότι θεωρούσαν “αναγκαία την ύπαρξη ενιαίου Κέντρου, το οποίον ν’ αποτελεί ισχυρά πολιτικήν δύναμιν”.» (Wikipedia).
Μεταξύ των στελεχών του «Κέντρου» που είχαν κληθεί στις ΗΠΑ για διαβουλεύσεις περιλαμβάνεται και ο Κ. Μητσοτάκης ο οποίος: «στα πλαίσια του προγράμματος Foreign Leader Program καλείται μετά από επιλογή της αμερικανικής πρεσβείας, μεταξύ άλλων προσώπων που θεωρούνται διαμορφωτές της κοινής γνώμης και που εκτιμώνται ότι θα πρωταγωνιστήσουν τα επόμενα χρόνια στην πολιτική ζωή της Ελλάδας, για μερικές εβδομάδες στις ΗΠΑ, όπου πραγματοποιεί επαφές και επισκέψεις, παρακολουθεί σεμινάρια ώστε να αποτελέσει μέρος δικτύου προσώπων-προπαγανδιστών των ΗΠΑ στην Ελλάδα.» (Wikipedia).
Οι παρεμβάσεις και οι πιέσεις είχαν ως αποτέλεσμα την συγκρότηση μιας ετερόκλητης συμμαχίας αρχηγών και αρχηγίσκων. Συγκεκριμένα «συνενώθηκαν». τα κόμματα των Γ. Παπανδρέου, Σ. Στεφανόπουλου(Αντιπρόεδρος στην κυβέρνηση Παπάγου), Σ. Μαρκεζίνης (Πρωθυπουργός του Παπαδόπουλου το 1973), Π. Κατσώτα (1977, Εθνική Παράταξη), Σ. Παπαπολίτη, Η. Τσιριμώκου, Σ. Βενιζέλου, Θ. Τουρκοβασίλη (συνεργάτης Μεταξά, Μανιαδάκη) και Α. Μπαλτατζή.
Η Ε.Κ. διοικούνταν από οκταμελή επιτροπή της οποίας πρόεδρος ανέλαβε ο Γεώργιος Παπανδρέου.
Ο κύριος στόχος που ήταν η εκλογική αποδυνάμωση της Αριστεράς επετεύχθη.
Η Ε.Κ. αναδείχθηκε αξιωματική αντιπολίτευση (33% έναντι 20% το 1958) ενώ η δύναμη της Αριστεράς περιορίστηκε δραστικά (14% έναντι 24% το 1958).
Οι εκλογές αυτές όμως αποτέλεσαν το «όχημα» της αναρρίχησης της Ε.Κ. στην εξουσία.
Παρά το γεγονός ότι ο Παπανδρέου έλεγε σε συνεργάτες του ότι:
«Θα κάνωμεν πολιτικήν και εκλογικήν συνεργασίαν με τον Καραμανλήν.
»Τα στρατόπεδα θα είναι δύο: από το ένα μέρος θα είναι οι εθνικόφρονες και από το άλλο οι κομμουνισταί.
»Θα κάνωμεν τας εκλογάς με τους χωροφύλακές και με το πιστόλι στο χέρι» (Σπ. Λιναρδάτου: «Από τον Εμφύλιο στη Χούντα») μετά τις εκλογές ποιώντας την νήσσα κήρυξε τον «ανένδοτο» και με κύρια «καύσιμα» την οργανωτική και στελεχιακή υπεροπλία της Αριστεράς δηλητηρίασε το πολιτικό κλίμα.
Οι σκοπιμότητες των Ανακτόρων και ξένοι παράγοντες συνέβαλαν στον πρόωρο τερματισμό του βίου της κυβέρνησης Καραμανλή 19 μήνες μετά τις εκλογές του 1961.
Η παραίτησή του στις 11 Ιουνίου του 1963 και η άρνηση των Ανακτόρων να προκηρύξει άμεσα εκλογές άνοιγαν τον δρόμο για την άνοδο της Ε.Κ. στην εξουσία.
Η υποβόσκουσα σύγκρουση ανάμεσα στο Παλάτι και τον Καραμανλή κορυφώθηκε μετά την δολοφονία του βουλευτή Λαμπράκη από παρακρατικούς στην Θεσσαλονίκη.
Στην ουσία της η σύγκρουση αυτή οφειλόταν στην προσπάθεια του Πρωθυπουργού να οριοθετήσει με συνταγματική μεταρρύθμιση τις αρμοδιότητες των Ανακτόρων και την δυνατότητά τους να αγνοήσουν ή να υπερκεράσουν κατά περίπτωση την πολιτική νομιμοποίηση της εξουσίας η οποία προέρχεται από τους πολίτες.
Η δολοφονία και η προσπάθεια να ενοχοποιηθεί η κυβέρνηση γι’ αυτή υπήρξε η αφορμή που έκανε το ποτήρι να ξεχειλίσει οδηγώντας τον Καραμανλή στην παραίτηση.
Απαιτήθηκε να περάσει μισός αιώνας για να δηλώσει η Γ.Γ. του Κ.Κ.Ε. στην Βουλή «για να λέμε την αλήθεια ποτέ δεν αποδείχθηκε ότι υπήρχε σύνδεση του Κωνσταντίνου Καραμανλή και της ΕΡΕ με τη δολοφονία του Γρηγόρη Λαμπράκη.
»Ποτέ δεν προέκυψε κανένα τέτοιο στοιχείο. Η συνωμοσία εξυφάνθηκε από το παλάτι» χαρακτηρίζοντας τον επίσης «μεταρρυθμιστή και εκσυγχρονιστή πολιτικό» (Πηγή: iefimerida.gr).
Σε εκείνη την συγκυρία η δολοφονία ήταν η «ευκαιρία» της Ε.Κ. και των Ανακτόρων.
Για την Ε.Κ. ως προς την πρόσβαση στην εξουσία και για το Παλάτι για την διατήρηση των προνομίων και του «μερίσματος» εξουσίας που κατείχε.
Στις εκλογές του Νοεμβρίου η Ε.Κ. συγκεντρώνοντας ποσοστό 42% αναδεικνύεται πρώτο κόμμα δίχως να συγκεντρώνει αυτοδυναμία.
Παρά το γεγονός ότι δεν προσέρχεται στην Βουλή για να λάβει ψήφο εμπιστοσύνης ο Βασιλιάς -παραβιάζοντας το Σύνταγμα- ορκίζει την κυβέρνηση η οποία για 40 ημέρες προχωρά σε όργιο παροχών.
Στα πλαίσια των συνεννοήσεων μεταξύ Ανακτόρων και Παπανδρέου περιλαμβάνεται το Υπουργείο Άμυνας που ανατίθεται στον Γαρουφαλλιά (μετέπειτα εκ των πρωταγωνιστών της υπόθεσης «Ασπίδα»).
Το γενικότερο κλίμα, οι παροχές αλλά και η απουσία Καραμανλή από το πολιτικό προσκήνιο οδήγησαν στον εκλογικό θρίαμβο της Ε.Κ. στις εκλογές της 16ης Φεβρουαρίου του 1964 και τον 76χρόνο Παπανδρέου στην Πρωθυπουργία.
Δίχως αμφιβολία και τότε κάποιοι «προοδευτικοί» κραύγαζαν το σύνθημα του 1981 «απόψε πεθαίνει η Δεξιά», αλλά αυτό που αποδείχθηκε στην πράξη είναι ότι τότε άνοιγε ο δρόμος για την εκτροπή και την δικτατορία.
Επιβεβαιώνοντας το «ανεμομαζώματα, ανεμοσκορπίσματα» η παντοδύναμη κυβέρνηση (53%) της Ε.Κ. διαλύθηκε μετά από 17 μήνες.
Αποδεικνύοντας ότι ακόμα και οι πολιτικοί «Φρανκεστάιν» είναι θνησιγενείς, τα έξη, τουλάχιστον, από τα οκτώ μέλη της Διοικούσας του 1961 προσχώρησαν στους «αποστάτες».
Τρία χρόνια και εξήντα έξη ημέρες μετά την δημιουργία της η Ε.Κ., ουσιαστικά, «τερμάτισε τον βίο της».
Από τα κόμματα που συγκολλήθηκαν για την δημιουργία της κανένα δεν επιβίωσε.
Η ιστορική εξέλιξη απέδειξε ότι η μόνη συγκολλητική δύναμη ήταν η εξουσιομανία (δευτερευόντως για ορισμένους το αντί-Καραμανλικό σύνδρομο).
Οι καταγγελίες για τις παρεμβάσεις διαφόρων παραγόντων οι οποίοι συνέβαλλαν στην διάλυσή της είναι άνευ ουσίας αφού πρόκειται για τους ίδιους παράγοντες οι οποίοι πρωτοστάτησαν στην συγκρότησή της. Η Ε.Κ. υπήρξε «παιδί του σωλήνα» και είχε στο DNA της το γονίδιο της αυτοκαταστροφής.
Αν μπορούμε 56 χρόνια μετά τον εκλογικό της θρίαμβο, με αφορμή την αυριανή επέτειο, να συνάγουμε ένα πολιτικό συμπέρασμα, είναι ότι τα εκλογικά αποτελέσματα μπορεί να αποτελούν μια φενάκη.
Η ιδεολογική συνοχή, η προσήλωση στα συμφέροντα του Έθνους και των Πολιτών, η ικανή και ισχυρή αλλά ταυτόχρονα δίκαιη, αντικειμενική και ανιδιοτελής ηγεσία είναι τα στοιχεία που πρέπει να χαρακτηρίζουν τα σοβαρά κόμματα εξουσίας.
Οι αναβιώσεις σχηματισμών αντίστοιχης «λογικής» με αυτήν που πρυτάνευσε στην ίδρυση της Ε.Κ. δεν πρέπει να αποτελεί φιλοδοξία κανενός υπεύθυνου πολιτικού.