Μπορεί τα τελευταία δύο χρόνια η ελληνική οικονομία να παρουσιάζει βελτίωση, σε σχέση με το πρόσφατο παρελθόν, ωστόσο ένα μεγάλο μέρος της ελληνικής κοινωνίας εξακολουθεί να βιώνει μια δύσκολη πραγματικότητα.
Σίγουρα είναι ενθαρρυντικές οι εκτιμήσεις της Ευρωπαϊκής Επιτροπής ότι η ελληνική οικονομία θα αναπτυχθεί με 2,4% το 2020, όπως και ότι πλέον δανειζόμαστε με επιτόκια κάτω από 1%.
Όμως αυτές οι εκτιμήσεις επισκιάζονται από τι τελευταίες εκτιμήσεις του ΟΟΣΑ, που καταδεικνύουν ότι ένα ποσοστό 12,9% του πληθυσμού – έναντι μέσου όρου 11,5% στις χώρες του ΟΟΣΑ – έχει εισόδημα κάτω από 3.932 ευρώ το χρόνο, δηλαδή λιγότερο από το μισό του διάμεσου κατά κεφαλήν εισοδήματος της χώρας το 2018.
Επίσης, το 55,4% των Ελλήνων, παρά το ότι ζουν πάνω από το επίπεδο της φτώχειας, είναι οικονομικά ευάλωτοι, καθώς δεν διαθέτουν απόθεμα ρευστότητας που μπορεί να τους συντηρήσει για πάνω από τρεις μήνες, σε περίπτωση απώλειας εισοδήματος. Αυτό σημαίνει ότι σχεδόν 7 στους 10 Έλληνες βρίσκονται αντιμέτωποι με τον κίνδυνο της φτώχειας.
Όπως προκύπτει δε από την Έρευνα Εισοδήματος και Συνθηκών Διαβίωσης των Νοικοκυριών της ΕΛΣΤΑΤ για το 2018, πάνω από το 10% των πολιτών στερούνται στη διατροφή τους, το 30% σχεδόν δεν είναι σε θέση να απολαμβάνουν ικανοποιητική θέρμανση, ενώ πάνω από το 50% δεν μπορεί να αντιμετωπίσει μια έκτακτη δαπάνη.
Αν και τα ποσοστά αυτά εμφανίζονται μειωμένα, σε σύγκριση με τα προηγούμενα χρόνια, η εικόνα παραμένει απογοητευτική.
Για να μπορέσει να αναστραφεί, θα πρέπει να διαμορφωθούν προϋποθέσεις για ταχύτερη και συνεκτική ανάπτυξη, με θετικό αντίκτυπο στην αγορά εργασίας, στα εισοδήματα και στην κοινωνία.
Ένα από τα μέτρα που υποστηρίζει η αγορά, με σκοπό την αύξηση της καταγεγραμμένης απασχόλησης και τη βελτίωση των αποδοχών, είναι η μείωση του μη μισθολογικού κόστους της εργασίας, κυρίως μέσα από την περαιτέρω μείωση των ασφαλιστικών εισφορών.
Επιπλέον, είναι απαραίτητο να δοθεί μεγαλύτερη έμφαση σε πολιτικές συνεχιζόμενης κατάρτισης, επαγγελματικού αναπροσανατολισμού και ενθάρρυνσης της κινητικότητας των εργαζομένων.
Η ανάπτυξη προγραμμάτων πρακτικής άσκησης νέων πτυχιούχων, η αξιοποίηση πόρων σε προγράμματα τεχνικής επανεκπαίδευσης, σύμφωνα με τις ανάγκες αναδυόμενων κλάδων και δραστηριοτήτων, αλλά και η περαιτέρω βελτίωση του περιβάλλοντος ανάπτυξης νεοφυών επιχειρήσεων, είναι βασικές κατευθύνσεις στις οποίες θα πρέπει να υπάρξει συντονισμένη δράση και συνεργασία μεταξύ της Πολιτείας, της αγοράς και των κοινωνικών εταίρων.
Η αποκατάσταση της κοινωνικής συνοχής και η διασφάλιση συνθηκών αξιοπρεπούς διαβίωσης για τους πολίτες, συνιστά μια από τις μεγαλύτερες προκλήσεις για την Ελλάδα στην εποχή μετά την κρίση.
Οφείλουμε να τη διαχειριστούμε αποτελεσματικά, εξασφαλίζοντας ότι ο νέος κύκλος ανάπτυξης της ελληνικής οικονομίας θα συνοδεύεται από ένα ισχυρό μέρισμα απασχόλησης, αλλά και από ένα αποτελεσματικότερο κοινωνικό κράτος.