Μετά από μια δεκαετία οικονομικής κρίσης και δυσπραγίας, η Ελλάδα επιχειρεί να δημιουργήσει τις προϋποθέσεις για ένα καλύτερο αύριο.
Να οικοδομήσει μια σταθερά και δυναμικά αναπτυσσόμενη οικονομία, η οποία θα παρέχει περισσότερες θέσεις εργασίας και εισοδήματα, θα δημιουργεί περισσότερους πόρους για τη στήριξη του κοινωνικού κράτους και τη διασφάλιση της κοινωνικής συνοχής.
Πρόκειται για εθνικό στόχο, ο οποίος απαιτεί όραμα, σχέδιο και τόλμη για ρήξεις με το παρελθόν, αλλά κυρίως συνεργασία και συνένωση δυνάμεων μεταξύ της Πολιτείας, των επιχειρήσεων, της κοινωνίας των πολιτών.
Στην πράξη, αυτό σημαίνει πρώτα και πάνω από όλα επένδυση στο διάλογο, με στόχο την προώθηση των μεγάλων μεταρρυθμίσεων που έχει ανάγκη η χώρα.
Σημαίνει υπεύθυνες και τεκμηριωμένες προτάσεις εκ μέρους των φορέων της αγοράς, οι οποίες μπορούν να συνεισφέρουν στη λήψη ενημερωμένων αποφάσεων, αλλά και ανοιχτά αυτιά από την πλευρά της Πολιτείας.
Ωστόσο, η συνεργασία κράτους και επιχειρήσεων μπορεί να φέρει απτά θετικά αποτελέσματα και σε μια σειρά από επιμέρους τομείς.
Χαρακτηριστικό παράδειγμα, αποτελεί η αναβάθμιση των δεξιοτήτων του ανθρώπινου δυναμικού, η οποία αποτελεί κοινό ζητούμενο για τις επιχειρήσεις, για την κοινωνία, για το κράτος.
Ο ιδιωτικός τομέας μπορεί και οφείλει να συμβάλει στην οικοδόμηση νέων δυνατοτήτων, υποστηρίζοντας προγράμματα Δια Βίου Μάθησης, κατάρτισης και επανακατάρτισης, προγράμματα εκπαίδευσης τοπικών επιχειρήσεων, προμηθευτών και παραγωγών πρώτων υλών, προγράμματα ενθάρρυνσης της Κοινωνικής, της Γυναικείας και της νεανικής επιχειρηματικότητας. Αλλά και προγράμματα απασχόλησης νέων επιστημόνων, με σκοπό την αντιμετώπιση του brain drain.
Ήδη βλέπουμε να ανθίζουν αξιόλογες πρωτοβουλίες και γόνιμες συνεργασίες σε αυτό τον τομέα, τόσο από επιχειρηματικούς φορείς, όσο και από εταιρίες οι οποίες εφαρμόζουν στρατηγικές Βιώσιμης Ανάπτυξης. Μπορούμε και πρέπει να κάνουμε ακόμη περισσότερα.
Εξίσου σημαντικό πεδίο συνεργασίας υπάρχει και στο πλαίσιο της ενθάρρυνσης της καινοτομίας.
Σήμερα, στα πανεπιστήμια της χώρας αναπτύσσεται σημαντική ερευνητική δραστηριότητα, με αποτελέσματα υψηλού επιπέδου, ωστόσο η σύνδεση μεταξύ των φορέων που παράγουν τη γνώση και των φορέων που την εφαρμόζουν – ενσωματώνοντάς τη σε προϊόντα και υπηρεσίες – είναι εξαιρετικά περιορισμένη.
Αυτή η ασυνέχεια μπορεί να αντιμετωπιστεί, με ένα νέο πλαίσιο, το οποίο θα ενισχύει τη συμμετοχή των επιχειρήσεων στη χρηματοδότηση της έρευνας και στην αξιοποίηση των αποτελεσμάτων της.
Αντί της αποκλειστικής εξάρτησης από το κράτος, θα πρέπει να δημιουργηθεί ένα μείγμα δημόσιας και ιδιωτικής χρηματοδότησης της έρευνας, που θα επιτρέψει την αύξηση των διαθέσιμων πόρων, αλλά και την ενίσχυση της παραγωγικότητας και της ανταγωνιστικότητας των ελληνικών επιχειρήσεων.
Το εύρος των δυνατοτήτων συνεργασίας δημοσίου και ιδιωτικού τομέα, για την προώθηση μιας ταχύτερης και συνεκτικής ανάπτυξης, είναι σημαντικό.
Για να αξιοποιηθούν αυτές οι δυνατότητες, θα χρειαστεί να κάνουμε ένα βήμα πιο πέρα από τα στερεότυπα του παρελθόντος.
Να υιοθετήσουμε μια νέα θεώρηση, η οποία αναγνωρίζει το ρόλο των επιχειρήσεων, στην ανάπτυξη της οικονομίας, στην απασχόληση, στη διατήρηση της κοινωνικής ζωής. Μια θεώρηση που αντιμετωπίζει την ιδιωτική πρωτοβουλία, όχι ως συνήθη ύποπτο, αλλά ως σύμμαχο στην κοινή προσπάθεια για ευημερία.
Τώρα που η Ελλάδα επιχειρεί το μεγάλο βήμα μπροστά, έχουμε ευθύνη να στηρίξουμε την προσπάθειά μας πάνω σε μια θεμελιώδη αλήθεια: ότι η αμοιβαία εμπιστοσύνη, η συνένωση δυνάμεων, η δημιουργικότητα και η συναίσθηση της ευθύνης του ενός απέναντι στον άλλο, είναι τα υλικά για να οικοδομήσουμε ένα καλύτερο αύριο.