Μετά την ανάληψη της διακυβέρνησης της χώρας από την κυβέρνηση της Νέας Δημοκρατίας, η ελληνική επιχειρηματική κοινότητα προσδοκά την έναρξη μιας νέας εποχής που – μέσω των απαραίτητων μεταρρυθμίσεων – θα μας οδηγήσει στην πολυπόθητη αναθέρμανση της οικονομίας και της αγοράς.
Πάγιο και βασικό αίτημα του επιχειρηματικού κόσμου είναι η αναμόρφωση του φορολογικού συστήματος, η οποία αποτελεί απαραίτητη προϋπόθεση για την αύξηση της ανταγωνιστικότητας της ελληνικής οικονομίας και των επιχειρήσεων.
Το Εμπορικό και Βιομηχανικό Επιμελητήριο Αθηνών έχει καταρτίσει και καταθέσει προτάσεις επί συγκεκριμένων φορολογικών ζητημάτων, με σκοπό την εγκαθίδρυση ενός δικαιότερου φορολογικού συστήματος, το οποίο παράλληλα θα συνδράμει στην οικονομική ανάπτυξη.
Οι προτάσεις αυτές, περιλαμβάνουν, μεταξύ άλλων, την υιοθέτηση ενιαίου συντελεστή φορολόγησης για τα φυσικά πρόσωπα της τάξης του 20%-25% που θα εφαρμόζεται, με ορισμένες εξαιρέσεις, στο σύνολο των εισοδημάτων των φυσικών προσώπων, ανεξάρτητα από την πηγή τους.
Ο συντελεστής φορολογίας αυτός θα πρέπει να επιβάλλεται επί των πραγματικών εισοδημάτων, κάτι που σημαίνει ότι θα πρέπει να είναι επιτρεπτή η έκπτωση των σημαντικότερων δαπανών των φυσικών προσώπων, μισθωτών και αυτοαπασχολούμενων, όπως ιατρικές δαπάνες, δαπάνες ενοικίου, συγκεκριμένες δαπάνες διαβίωσης, που σχετίζονται με επαγγέλματα στα οποία παρατηρείται φοροδιαφυγή, δαπάνες για την καταβολή ασφαλίστρων κτλ.
Όσον αφορά στη φορολογία εισοδήματος νομικών προσώπων, προτείνεται η σταδιακή μείωση του φορολογικού συντελεστή έως 15%, προκειμένου να καταστεί το ελληνικό φορολογικό περιβάλλον πιο ευνοϊκό για τις επιχειρήσεις και την προσέλκυση επενδύσεων.
Επίσης, προτείνεται η μείωση του υφιστάμενου κανονικού συντελεστή Φ.Π.Α. από 24% σε 20% και σταδιακή περαιτέρω μείωσή του έως 15%, μέτρο που θα συμβάλει και στη μείωση της φοροδιαφυγής, καθώς και η καθιέρωση ενιαίου συντελεστή Φ.Π.Α. με συγκεκριμένες εξαιρέσεις εφαρμογής μειωμένου συντελεστή σε κατηγορίες αγαθών ή υπηρεσιών με άμεσο κοινωνικό αντίκτυπο, όπως η υγεία και η παιδεία.
Το 2018 η χώρα πέτυχε τους δημοσιονομικούς στόχους, με υπεραπόδοση μάλιστα ως προς το πρωτογενές πλεόνασμα.
Ωστόσο, το τίμημα ήταν βαρύ. Για τις επιχειρήσεις και για την αγορά. Για την αναπτυξιακή προσπάθεια της χώρας.
Ο στόχος για το πλεόνασμα επιτεύχθηκε μέσα από τη δραστική μείωση των δημοσίων επενδυτικών δαπανών.
Ψαλιδίστηκε, δηλαδή, για άλλη μια χρονιά το Πρόγραμμα Δημοσίων Επενδύσεων, το οποίο θα έπρεπε αυτή την περίοδο να αποτελεί το βασικό εργαλείο χρηματοδότησης μιας εθνικής αναπτυξιακής πολιτικής.
Επιπλέον, συνεχίστηκαν οι καθυστερήσεις στην αποπληρωμή ληξιπρόθεσμων οφειλών του κράτους προς τον ιδιωτικό τομέα, σε μια περίοδο όπου οι επιχειρήσεις συνεχίζουν να υποφέρουν από την έλλειψη ρευστότητας.
Το αποτέλεσμα όλων αυτών ήταν να γράφουμε υπερπλεόνασμα, αλλά με τρόπο που στερεί πολύτιμους πόρους από την πραγματική οικονομία.
Κι αυτό τη στιγμή που ξέρουμε ότι το μεγαλύτερο πρόβλημα της ελληνικής οικονομίας είναι η ανεπαρκής χρηματοδότηση της ανάπτυξης.
Το γεγονός ότι δεν υπάρχουν πόροι για να στηρίξουν την πραγματοποίηση νέων επενδύσεων και τη δημιουργία θέσεων εργασίας.
Πώς θα χρηματοδοτηθεί η ανάπτυξη, όταν οι τράπεζες δεν παρέχουν νέες πιστώσεις;
Πώς θα χρηματοδοτηθεί η ανάπτυξη, όταν το Πρόγραμμα Δημοσίων Επενδύσεων συρρικνώνεται;
Συγκεκριμένα το 2018 οι επενδύσεις κατέρρευσαν, με το δείκτη να σημειώνει μείωση της τάξης του 12% σε σύγκριση με το 2017.
Η αναλογία των επενδύσεων ως προς το ΑΕΠ περιορίστηκε στο 11%.
Πρόκειται για τη χειρότερη επίδοση των τελευταίων δεκαετιών.
Η οποία κατατάσσει την Ελλάδα στην τελευταία θέση της Ευρώπης ως προς τις επενδύσεις και μάλιστα με τεράστια διαφορά σε σχέση με το μέσο όρο.
Εάν δεν αντιστραφεί γρήγορα η πορεία των επενδύσεων, η αναπτυξιακή προσπάθεια της χώρας δεν θα έχει πολλές ελπίδες.
Την ίδια ώρα, οι επιδόσεις, ως προς την ανταγωνιστικότητα της οικονομίας, παραμένουν απογοητευτικές.
Σε όλες τις διεθνείς κατατάξεις, η Ελλάδα παραμένει ουραγός, καταλαμβάνοντας χαμηλότερες θέσεις από όλες τις χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
Καταλήγουμε, έτσι, να εμφανίζει η Ελλάδα ένα μεγάλο παραγωγικό κενό.
Που σημαίνει ότι το πραγματικό ΑΕΠ της κινείται σε πολύ χαμηλότερα επίπεδα, έναντι του δυνητικού.
Του ΑΕΠ, δηλαδή, που μπορεί να παράγει η οικονομία, αν οι παραγωγικοί συντελεστές – όπως το ανθρώπινο δυναμικό, οι υποδομές, η επιχειρηματικότητα – αξιοποιηθούν στο βέλτιστο βαθμό.
Μιλάμε για ένα κενό της τάξης των 100 δισεκατομμυρίων ευρώ, που δημιουργήθηκε κατά την περίοδο της κρίσης.
Και που μέχρι τώρα δεν βλέπουμε να εφαρμόζεται κανένα συγκροτημένο σχέδιο για την αναπλήρωσή του.
Ένα σχέδιο που θα βοηθήσει στην προσέλκυση άμεσων ξένων επενδύσεων, αλλά και στη στήριξη της εγχώριας επιχειρηματικότητας, ώστε η χώρα να μπορέσει να παράγει πλούτο και να δημιουργήσει μόνιμες θέσεις εργασίας.
Η κατάρτιση και η υλοποίηση ενός τέτοιου σχεδίου, συνιστά σήμερα τη μεγαλύτερη πρόκληση για την επόμενη ημέρα της ελληνικής οικονομίας.
Για το σήμερα και το αύριο της πατρίδας μας. Σε αυτή την κατεύθυνση στρέφονται οι διεκδικήσεις και οι προτάσεις του ΕΒΕΑ, όλα αυτά τα χρόνια.
Επιδιώξαμε να διατηρήσουμε ανοιχτούς διαύλους επικοινωνίας με όλες τις κυβερνήσεις, προτείνοντας συγκεκριμένες μεταρρυθμίσεις: για την ενθάρρυνση νέων επενδύσεων, για την ενίσχυση των επιχειρήσεων, για την τόνωση της απασχόλησης.
Κάποιες από τις προτάσεις μας εισακούστηκαν, οι περισσότερες όμως όχι.
Τώρα, που η Ελλάδα έχει ανακτήσει, τόσο την κυριότητα της οικονομικής της πολιτικής, όσο και την ευθύνη της προσπάθειας για την επόμενη ημέρα, είναι η ώρα να γίνουν αυτά που πρέπει.
Αν θέλουμε, λοιπόν, να αφήσουμε πίσω μας οριστικά την κρίση, χρειαζόμαστε ένα βιώσιμο, ευνοϊκό επενδυτικό και επιχειρηματικό περιβάλλον.
Ζήτημα πρώτης προτεραιότητας σε αυτό το πλαίσιο, εξακολουθεί να είναι η αποκατάσταση ομαλών συνθηκών χρηματοδότησης από το τραπεζικό σύστημα.
Χρειάζονται δραστικές λύσεις, κυρίως για την αντιμετώπιση των μη εξυπηρετούμενων ανοιγμάτων.
Μόνο αν οι τράπεζες καταφέρουν να απαλλαγούν από το βάρος αυτό, θα μπορέσουν να εστιάσουν ξανά στην πιστωτική επέκταση και στην κερδοφορία τους.
Η διαχείριση του προβλήματος πρέπει βεβαίως να συνοδευτεί από ένα αποτελεσματικό πλαίσιο για τη ρύθμιση των επιχειρηματικών οφειλών.
Ο λόγος που τα χρέη συσσωρεύονται όλα αυτά τα χρόνια, είναι ότι οι επιχειρήσεις και οι επαγγελματίες, στη συντριπτική τους πλειονότητα, αδυνατούν να πληρώσουν.
Αδυνατούν, όχι εξαιτίας κακών πρακτικών, αλλά γιατί παλεύουν να επιβιώσουν σε μια οικονομία που συρρικνώθηκε κατά 25%.
Μετά από μια δύσκολη δεκαετία, έχουμε την ευκαιρία να πάμε και πάλι μπροστά.
Έχουμε την ευκαιρία να καλύψουμε το χαμένο έδαφος και – κυρίως – να διασφαλίσουμε ότι η χώρα μας δεν θα μπει ξανά σε παρόμοιες περιπέτειες στο μέλλον.
Μπορούμε να τα καταφέρουμε, με σχέδιο, με σοβαρότητα και υπευθυνότητα. Με πίστη στις δυνατότητες των ελληνικών επιχειρήσεων και των ανθρώπων τους.
Οι επιχειρήσεις είναι αυτές που μπορούν και πρέπει να οδηγήσουν το δρόμο στη νέα εποχή της ελληνικής οικονομίας, μετά την κρίση.
Κι εμείς θα συνεχίσουμε να προχωρούμε δίπλα τους. Θα συνεχίσουμε να μεταφέρουμε καθαρά και δυνατά τη φωνή τους στα κέντρα λήψης αποφάσεων.
Θα συνεχίσουμε να διεκδικούμε ένα περιβάλλον, στο οποίο θα μπορέσουν να κερδίσουν το μέλλον που τους αξίζει.
Συμπερασματικά, οι κινήσεις της νέας κυβέρνησης στα προαναφερόμενα σημαντικά μέτωπα, θα κρίνουν σε μεγάλο βαθμό την προσπάθεια για οικονομική και κοινωνική ανάκαμψη στα επόμενα χρόνια.
Τα Επιμελητήρια, ως θεσμικός εκφραστής της επιχειρηματικής κοινότητας, θα συνεχίσουν να διατηρούν ανοιχτούς διαύλους επικοινωνίας, με τους φορείς λήψης αποφάσεων.
Θα συνεχίσουν να επιδιώκουν τη συναίνεση και τη συνεργασία, θα συνεχίσουν να συμμετέχουν υπεύθυνα και εποικοδομητικά στο διάλογο, ώστε η χώρα να καταφέρει να κάνει το μεγάλο βήμα μπροστά.
Το 2019 είναι η χρονιά που πρέπει να κάνουμε αποφασιστικά βήματα μπροστά για την οικονομία, έχοντας πια την κύρια ευθύνη για τη μελλοντική πορεία της χώρας.
Είναι τώρα η κρίσιμη περίοδος, στην οποία θα πρέπει να διαμορφωθούν οι προϋποθέσεις για τη ριζική αλλαγή του παραγωγικού μοντέλου της χώρας.
Τώρα πρέπει να εστιάσουμε στην προσέλκυση ιδιωτικών κεφαλαίων και επενδύσεων από το εξωτερικό, να στηρίξουμε την εξωστρέφεια και την ανταγωνιστικότητα των ελληνικών επιχειρήσεων, να ενισχύσουμε τη διαφοροποίηση και το τεχνολογικό περιεχόμενο των προϊόντων και των υπηρεσιών μας, με σκοπό να αυξηθεί η αξία των ελληνικών εξαγωγών.
Οι στόχοι αυτοί δεν επιτυγχάνονται αυτόματα, επειδή βγήκαμε από τα μνημόνια. Απαιτούν σχέδιο, συντονισμό, αποτελεσματικότητα.
Τα εμπόδια εξακολουθούν να είναι πολλά, με κυριότερο το αρνητικό χρηματοδοτικό περιβάλλον.
Ζήτημα πρώτης προτεραιότητας για την αγορά, τη χρονιά που έρχεται, αποτελεί η αποκατάσταση ομαλών συνθηκών χρηματοδότησης των επιχειρήσεων από το τραπεζικό σύστημα, με δραστικές λύσεις για την αντιμετώπιση του προβλήματος των μη εξυπηρετούμενων δανείων.
Υπάρχει, επίσης, το μεγάλο «αγκάθι» της υψηλής φορολογίας, αλλά και μια σειρά ακόμη από προβλήματα, που εξακολουθούν να καθηλώνουν τη διαρθρωτική ανταγωνιστικότητα της ελληνικής οικονομίας.