Οι ψηφιακές τεχνολογίες μετασχηματίζουν σήμερα την παγκόσμια οικονομία, τις κοινωνίες, την καθημερινότητα των ανθρώπων. Ανατρέπουν υφιστάμενες δομές και μοντέλα, δημιουργούν νέα πρότυπα επιχειρηματικής ανάπτυξης, αλλά και νέες ανάγκες και ευκαιρίες στην αγορά εργασίας.
Μέσα σε αυτό το περιβάλλον, η ανάπτυξη ψηφιακών δεξιοτήτων αποτελεί ζήτημα επιβίωσης για κάθε κοινωνία. Είναι το στοιχείο που κάνει τη διαφορά ανάμεσα στο να μπορεί μια χώρα να συμβαδίζει με τις εξελίξει και στο να παραμένει ουραγός, αδυνατώντας να τις ακολουθήσει.
Είναι αυτή που συνιστά μια από τις σημαντικότερες προκλήσεις της εποχή, για την επιχειρηματικότητα και την απασχόληση.
Η ικανότητα των επιχειρήσεων να παραμείνουν ανταγωνιστικές και να αναπτυχθούν εξαρτάται σε όλο και μεγαλύτερο βαθμό από την καινοτόμο και αποτελεσματική χρήση της ψηφιακής τεχνολογίας.
Κι αυτό ισχύει ιδιαίτερα για τις Μικρές και Μεσαίες Επιχειρήσεις, οι οποίες τόσο στην Ελλάδα όσο και στην Ευρώπη καλύπτουν πάνω από τα δύο τρίτα της συνολικής απασχόλησης.
Οι επιχειρήσεις που μένουν πίσω, κινδυνεύουν όλο και περισσότερο να αποδυναμωθούν ή να ακυρωθούν από νέες επιχειρήσεις, οι οποίες αξιοποιούν νέες τεχνολογίες και καινοτόμα επιχειρηματικά μοντέλα.
Την ίδια στιγμή, ωστόσο, η έλλειψη εξειδικευμένου ανθρώπινου δυναμικού με ψηφιακές δεξιότητες είναι ένα παγκόσμιο πρόβλημα.
Όπως προκύπτει και από πρόσφατη μελέτη του ΟΟΣΑ, είναι λίγες οι χώρες που θεωρείται ότι διαθέτουν, όχι μόνο τις αναγκαίες ψηφιακές δεξιότητες, αλλά και τα κατάλληλα συστήματα εκπαίδευσης και δια βίου μάθησης, ώστε να ανταποκριθούν στις προκλήσεις της ψηφιακής εποχής.
Η Ελλάδα είναι από τις χώρες που αντιμετωπίζουν αυτή την πρόκληση εντονότερα.
Όπως δείχνουν σχετικές έρευνες, οι ελληνικές επιχειρήσεις έχουν αντιληφθεί την αξία των ψηφιακών τεχνολογιών και στρέφονται σταδιακά προς αυτή την κατεύθυνση.
Η ζήτηση για ψηφιακές δεξιότητες αυξάνεται, με τα επαγγέλματα που σχετίζονται με την ανάπτυξη εφαρμογών πληροφορικής και τις νέες τεχνολογίες να είναι από τα πιο περιζήτητα στην αγορά εργασίας,
Ωστόσο, η προσφορά παραμένει περιορισμένη κι αυτό παρά το γεγονός ότι η Ελλάδα διαθέτει έναν ικανοποιητικό αριθμό πτυχιούχων STEM – δηλαδή θετικών επιστημών, τεχνολογίας, μηχανικής και μαθηματικών.
Από την άλλη, είναι αυτονόητο ότι οι μικρές επιχειρήσεις δεν έχουν τη δυνατότητα να επενδύσουν στη σχετική εκπαίδευση και την επανακατάρτιση του προσωπικού τους.
Είναι υπαρκτή και επιτακτική, επομένως, η ανάγκη να καλυφθεί αυτό το κενό. Χρειαζόμαστε περισσότερους ανθρώπους κατάλληλα καταρτισμένους, ώστε να μπορέσουν να σχεδιάσουν και να υλοποιήσουν ψηφιακές στρατηγικές.
Ανθρώπους που θα μπορέσουν να εξασφαλίσουν, με τις γνώσεις αυτές ένα καλύτερο εργασιακό μέλλον και παράλληλα να στηρίξουν τις προσπάθειες των επιχειρήσεων – και της ελληνικής οικονομίας – για ανάπτυξη στην ψηφιακή εποχή.
Σαφώς, μπορούμε και οφείλουμε να κάνουμε περισσότερα προς αυτή την κατεύθυνση, μέσα από τη συνένωση των δυνάμεων της Πολιτείας, των κοινωνικών εταίρων και των φορέων της αγοράς.
Οφείλουμε να αξιοποιήσουμε σχετικές ευρωπαϊκές και εθνικές πρωτοβουλίες, για την εξειδίκευση αποφοίτων, αλλά και την επανειδίκευση εργαζομένων με διαφορετικά αντικείμενα σπουδών, σε δραστηριότητες όπως για παράδειγμα η δημιουργία περιεχομένου στο διαδίκτυο.
Επίσης, θα πρέπει να επενδύσουμε στο εκπαιδευτικό μας σύστημα, με ενίσχυση των αντίστοιχων προγραμμάτων και με ανάπτυξη νέων ειδικοτήτων, όπως είναι η ανάλυση μεγάλων δεδομένων, η ψηφιακή ασφάλεια, η τεχνολογία των πραγμάτων.
Σήμερα, έχουμε την ευκαιρία και την ευθύνη να εντείνουμε από κοινού τις προσπάθειές μας.
Να εφαρμόσουμε αποτελεσματικές δράσεις για να μειώσουμε τους κινδύνους από την αυτοματοποίηση παραγωγικών δραστηριοτήτων και θέσεων εργασίας.
Για να αποτρέψουμε τις ανισότητες και την περιθωριοποίησης. Για να διασφαλίσουμε ότι οι επιχειρήσεις και οι πολίτες της χώρας, θα μπορέσουν να καρπωθούν τα οφέλη της ψηφιακής εποχής.