Ένα από τα θετικά μηνύματα του 2018 για την ελληνική οικονομία, ήταν η πορεία των εξαγωγών.
Κατά το πρώτο εννεάμηνο του περασμένου έτους, οι εξαγωγές αγαθών κατέγραψαν υπερδιπλάσιο ποσοστό αύξησης, σε σύγκριση με την αντίστοιχη περίοδο του 2017, ενώ όλοι σχεδόν οι κλάδοι, σε μικρότερο ή μεγαλύτερο βαθμό παρουσίασαν ανοδική τάση.
Δυναμική αύξηση σημείωσαν και οι εξαγωγές υπηρεσιών.
Ειδικά οι τουριστικές εισπράξεις συνέχισαν να αυξάνονται με υψηλούς ρυθμούς, ενώ τα έσοδα από τη ναυτιλία σημείωσαν διψήφιους ρυθμούς ανόδου.
Δεν είναι τυχαίο ότι οι εξαγωγές αγαθών και υπηρεσιών, μαζί με την ιδιωτική κατανάλωση, υπήρξαν βασικοί πυλώνες της ανάπτυξης στη διάρκεια του 2018.
Στο εννεάμηνο του 2018, το μερίδιο των συνολικών εξαγωγών στο ΑΕΠ αυξήθηκε σε 36%.
Αν αναλογιστεί κανείς ότι το αντίστοιχο ποσοστό το 2009 δεν ξεπερνούσε το 2009, γίνεται φανερή η στροφή που έχει συντελεστεί τα τελευταία χρόνια, προς ένα πιο εξωστρεφές υπόδειγμα ανάπτυξης για την ελληνική οικονομία.
Οφείλει, ωστόσο, να μας προβληματίζει το γεγονός ότι μαζί με την άνοδο των εξαγωγών, σημειώνεται το τελευταίο διάστημα και σημαντική ενίσχυση των εισαγωγών, η οποία δημιουργεί πιέσεις στο εξωτερικό ισοζύγιο.
Η αύξηση αυτή είναι σε ένα βαθμό αναμενόμενη, με δεδομένο ότι η ελληνική οικονομία ανακάμπτει και αυξάνεται ανάλογα η ζήτηση για αγαθά και υπηρεσίες και από το εξωτερικό.
Αυτό, ωστόσο, σημαίνει ότι η δυναμική των εξαγωγών πρέπει να ενισχυθεί ακόμη περισσότερο, ακόμη ταχύτερα για να αντισταθμιστούν οι πιέσεις.
Κι αυτό πρέπει να γίνει την ώρα που το διεθνές περιβάλλον δείχνει σημάδια επιδείνωσης.
Τα μέτρα προστατευτικής εμπορικής πολιτικής των ΗΠΑ και τα ανάλογα αντίμετρα προκαλούν επιπτώσεις στο διεθνές εμπόριο, ενώ τα επιτόκια στις διεθνείς αγορές ανεβαίνουν.
Το πρόγραμμα ποσοτικής χαλάρωσης της ΕΚΤ – το οποίο είχε συμβάλει στην αύξηση της ζήτησης – ολοκληρώθηκε.
Η ακραία αβεβαιότητα σχετικά με το χρόνο και τις συνθήκες του Brexit, αλλά και η κλιμάκωση του ευρωσκεπτικισμού σε χώρες όπως η Ιταλία, επηρεάζουν αρνητικά τις προοπτικές ανάπτυξης στην Ευρωπαϊκή Ένωση.
Δεν υπάρχει, επομένως, κανένα περιθώριο εφησυχασμού.
Χρειάζεται ακόμη πολλή προσπάθεια για την ενίσχυση του εξωστρεφούς προσανατολισμού της ελληνικής οικονομίας, για την αύξηση της συμμετοχής των εξαγωγών στο ΑΕΠ, για τη διεύρυνση της βάσης των εξαγωγικών επιχειρήσεων, αλλά και την αύξηση της προστιθέμενης αξίας των ελληνικών προϊόντων και υπηρεσιών.
Η προσπάθεια αυτή απαιτεί την ανάπτυξη εργαλείων και κινήτρων προς τις επιχειρήσεις, ώστε να επενδύσουν σε εξοπλισμό και νέες τεχνολογίες.
Επίσης, απαιτεί την προσέλκυση ξένων κεφαλαίων και επενδύσεων, οι οποίες θα διοχετεύσουν πρόσθετη τεχνογνωσία και εξειδίκευση στην παραγωγική διαδικασία.
Εξίσου απαραίτητη είναι η λήψη μέτρων για τη στήριξη της ανταγωνιστικότητας και της εξωστρέφειας των Μικρομεσαίων Επιχειρήσεων, οι οποίες εξακολουθούν να υστερούν σε αυτό τον τομέα, σε σχέση με τις υπόλοιπες ευρωπαϊκές επιχειρήσεις.
Μετά από πολλά χρόνια, μπορούμε να λέμε ότι η ελληνική οικονομία αποκτά σταδιακά εξωστρεφή προσανατολισμό. Η πορεία, ωστόσο, θα πρέπει να συνεχιστεί.
Οι Έλληνες εξαγωγείς, μέσα στην καρδιά της κρίσης, έδειξαν ότι έχουν ικανότητες και επιμονή.
Έδειξαν ότι μπορούν να αξιοποιήσουν κάθε θετική παρέμβαση, κάθε μέτρο προς τη σωστή κατεύθυνση, ώστε να ενισχύσουν τη θέση τους στις διεθνείς αγορές.
Τώρα, θα πρέπει να διαμορφωθούν οι κατάλληλες προϋποθέσεις, ώστε να μπορέσουν να κάνουν το μεγάλο άλμα μπροστά.