Το καπιταλιστικό σύστημα σε μια στρατηγική αποδόμησης της Δημοκρατίας ανά τον κόσμο, όχι μόνο επικουρεί, αλλά και επωάζει το σύστημα, μέσα στο οποίο η οικονομία θα λειτουργεί παντελώς ελεύθερη, χωρίς έλεγχο και αξιολόγηση των αποδόσεων της στον ανθρώπινο παράγοντα.
Στόχος του κεφαλαίου είναι να κυριαρχήσει η οικονομία, και να καθυποτάξει τη δημοκρατία, θέτοντάς την στην υπηρεσία που χαράσσει η δυναμική των συμφερόντων, που συγκροτούν το σάπιο οικονομικό οικοδόμημα, που έχει χτίσει με κόπο το κεφάλαιο στις πλάτες και στον μόχθο των λαών.
Έτσι τα κράτη αποδυναμώνονται και παύουν να ελέγχουν την μη υγιή οικονομική δραστηριότητα του κεφαλαίου και των πολυεθνικών.
Με τέτοια λογική δημιουργήθηκε και η ΤΤΙΡ, η ποία συνίσταται στην πλήρη απορύθμιση / απελευθέρωση των αγορών, με στόχο να επιβάλλει στα κράτη να υποτάξουν την οικονομία τους όχι στον υγιή ανταγωνισμό, αλλά όπως αυτός ερμηνεύεται από τις πολυεθνικές.
Οι διαπραγματεύσεις που γίνονται αυτή τη στιγμή (5ος γύρος της Ουάσινγκτον) στο πλαίσιο της «Διατλαντικής Εμπορικής και Επενδυτικής Εταιρικής Σχέσης (TTIP)», μεταξύ Αμερικής και Ευρώπης, για τη δημιουργία ελεύθερης ζώνης εμπορίου και χρηματιστικών συναλλαγών, έχουν ακριβώς αυτό το αντικείμενο.
Σύμφωνα με τον καθηγητή Οικονομικών και Κοινωνικής Πολιτικής του Πάντειου Πανεπιστημίου Αθηνών Σάββα Ρομπόλη, το προτεινόμενο σύμφωνο είναι η μεγαλύτερη συμφωνία ελεύθερου εμπορίου που επιτεύχθηκε ποτέ στον κόσμο.
Καλύπτει το 12% του πληθυσμού (821 εκατ.), το 50,0% της παραγωγής, το 30,0% εμπορίου, και το 20,0% των ξένων επενδύσεων, παγκοσμίως. Επιπλέον, 75.000 πολυεθνικές (24.000 ΕΕ και 50.800 ΗΠΑ) θα δραστηριοποιούνται στο πλαίσιο του συμφώνου.
Ουσιαστικά, η καινοτομία που εγκαινιάζει η ΤΤΙΡ είναι ότι θα επιτρέπεται στις πολυεθνικές να οδηγήσουν μια χώρα σε εξωθεσμική διαιτησία, αν κρίνουν ότι οι δημόσιες πολιτικές χώρας μέλους περιορίζουν την εμπορική τους εξάπλωση και τα προσδοκώμενα κέρδη.
Τίθεται το ερώτημα πώς μπορεί Ευρωπαίος πολίτης να φανταστεί ότι οι πολυεθνικές θα μπορούν να σύρουν σε εξωθεσμικά δικαστήρια δημοκρατικά εκλεγμένες κυβερνήσεις.
Το επίδικο η καταβολή γενναίων αποζημιώσεων για διαφυγόντα κέρδη, όταν κρίνουν ότι οι παρεμβάσεις των κυβερνήσεων σε κλάδους Δημόσιου συμφέροντος (π.χ. υγεία, ενέργεια, παιδεία, νερό, μεταφορές, περιβάλλον κ.λπ.) θίγουν τον ανταγωνισμό.
Έχει εκτιμηθεί ότι, για αντίστοιχες συμφωνίες π.χ. ΗΠΑ – Λατινική Αμερική, για κάθε υπόθεση το κράτος-παραβάτης ξοδεύει, κατά μέσο όρο, 8 εκατ. δολάρια τα οποία βαρύνουν τους κρατικούς προϋπολογισμούς. Οι υποθέσεις αυτές μάλιστα από το 2000 έχουν δεκαπλασιαστεί.
Το πιο ανησυχητικό όμως από όλα, όπως τεκμαίρεται μέσα από την μελέτη του καθηγητή, είναι ότι δημόσιες πολιτικές, όπως η μεταναστευτική πολιτική, η διαχείριση της διατροφικής αλυσίδας, η προστασία των προσωπικών δεδομένων, τα επίπεδα των μισθών και των κοινωνικών παροχών, οι όροι υγιεινής και ασφάλειας των εργαζομένων, η δημόσια υγεία, η προστασία του περιβάλλοντος κ.λπ., θα ορίζονται πλέον μέσω της ΤΤΙΡ.
Οι πολίτες δηλαδή και δη τα κράτη, θα γίνουν συνέταιροι στα δημόσια αγαθά τους με το πολυεθνικό κεφάλαιο.
Αυτά συμβαίνουν, όταν η πολιτική δεν θέτει τους κανόνες και τα όρια του οικονομικού παιχνιδιού και των χρηματαγορών, όταν η οικονομία προπορεύεται της πολιτικής, προκειμένου να επιβάλει τους κανόνες της, σε ένα συναλλακτικό παιχνίδι άνισων όρων για τον πολίτη.
Αυτά συμβαίνουν, όταν η Δημοκρατία δεν θεσπίζει τα πλαίσια, μέσα στα οποία θα κινείται και αναπτύσσεται η οικονομία αλλά το αντίστροφο…