And thus I clothe my naked villany
With old odd ends stolen out of holy writ;
And seem a saint, when most I play the devil.
(Richard, Act 1 Scene 3)
Είναι βέβαιο ότι όποιος έτυχε να παρακολουθήσει τους εορτασμούς της ήδη λησμονημένης 10ης επετείου από την εκλογή του πατριάρχη Μόσχας και πάσης Ρωσίας Κυρίλλου, θα αισθάνθηκε, άλλος περισσότερο και άλλος λιγότερο, προφήτης μιας και όλα ήταν αναμενόμενα: από το πομπώδες σκηνικό μέχρι ακόμα και το περιεχόμενο των ομιλιών.
Προσπαθώντας να υπερνικήσει την αβάστακτη πλήξη που προκαλούσε η ατελείωτη απαρίθμηση των επιτυχιών της πατριαρχίας Κυρίλλου, ο γράφων επιδόθηκε σε μια νωθρή περιπλάνηση στα κρατικά κανάλια της ρωσικής τηλοψίας, η οποία τελικά τον οδήγησε στο ROSSIYA 1, ένα από τα τρία «σκληροπυρηνικά» κρατικά κανάλια.
Και εκεί, ω του θαύματος!, ο τηλεοπτικός συντάκτης του αφιερώματος κατάφερε το ακατόρθωτο, να ξεκινήσει δηλαδή την αφήγηση των έργων της «λαμπρής δεκαετίας» με ένα άκρως πρωτότυπο τρόπο: με την εκτόξευση ενός πυραύλου τύπου ΚΡΟΥΖ από ένα πλοίο του ρωσικού πολεμικού ναυτικού!
Στην συνέχεια η κάμερα του δημοσιογράφου «εισβάλλει» στο πιλοτήριο όπου βλέπουμε έναν κληρικό του Πατριαρχείου Μόσχας να περιεργάζεται τα διάφορα όργανα με άδολη περιέργεια, ενώ ο σχολιαστής, μη μπορώντας να κρύψει το μέγεθος του θαυμασμού του, πληροφορεί τον ευλόγως απορημένο τηλεθεατή ότι, η εισαγωγή των στρατιωτικών ιερέων αποτελεί ένα από τα μεγάλα έργα του προκαθημένου της αγίας Ρωσίας!
Αναστενάζοντας με ανακούφιση, εφόσον το εκτοξευόμενο βλήμα ουδεμία σχέση είχε με το έργο του ηγέτη της μεγαλύτερης, τουλάχιστον στα χαρτιά, ορθοδόξου Εκκλησίας, ο γράφων αναρωτήθηκε: γιατί από τα μύρια όσα έργα της «δεκαετίας Κυρίλλου» απουσιάζει τόσο η αναβίωση της θεωρίας της «τρίτης Ρώμης», όσο και το εθνοφυλετικό ιδεολόγημα του «ρωσικού κόσμου»;
Μήπως επειδή αυτές οι προσπάθειες απέτυχαν παταγωδώς;
Κατά την προσωπική, και επομένως απολύτως υποκειμενική, άποψη του συνεργάτη της ΚΑΘΕΔΡΑΣ, η αιτίες της αποτυχίας αυτών των δυο μεγάλων εγχειρημάτων του πατριάρχη Μόσχας πρέπει να αναζητηθούν, πρώτα από όλα, στην επιλογή του να συνδέσει απόλυτα τον εκκλησιαστικό βίο με την πολιτική του ρωσικού κράτους.
Η επιλογή αυτή, την οποία αυτάρεσκα χαρακτήρισαν ως «συμφωνία κατά τα βυζαντινά πρότυπα σχέσεων Κράτους και Εκκλησίας», είχε ως αποτέλεσμα την μετατροπή της Εκκλησίας σε σχεδόν άβουλο «συνοδοιπόρο» του Κράτους και την μεταφορά της πνευματικότητας σε δεύτερο πλάνο.
Έτσι, η υπό τον Κύριλλο Εκκλησία απαίτησε από την ρωσική κοινωνία να την αποδεχθεί ως μια νέα πολιτική ιδεολογία, κύρια χαρακτηριστικά της οποίας είναι η ξενοφοβία, ο εθνικισμός («ρωσικός κόσμος», «αγία Ρωσία – Τρίτη Ρώμη») και η υπεροπτική αδιαφορία για κάθε είδους πανορθόδοξες πρωτοβουλίες, εφόσον αυτές δεν ταιριάζουν με την μεγαλομανή κοσμοθεωρία του Πατριαρχείου Μόσχας.
Ένα πρόσφατο παράδειγμα αυτής της υπεροπτικής προς ορισμένες Ορθόδοξες Εκκλησίες συμπεριφοράς, αποτελεί η απάντηση του μουσικολογιωτάτου προέδρου του Τμήματος Εξωτερικών Σχέσεων στο πρόγραμμα «Εκκλησία και Κόσμος» του καναλιού RUSSIA 24 στο ερώτημα, αν θα επανεξετασθεί το εκκλησιαστικό καθεστώς της Αμπχαζίας και της περιοχής του Τσχινβάλ στην περίπτωση που η Εκκλησία Γεωργίας αναγνωρίσει την νεοϊδρυθείσα Εκκλησία Ουκρανίας.
Όπως μεταδίδει το πρακτορείο GRUZIYA NOVOSTI, ο μητροπολίτης Ιλαρίωνας δεν έδωσε μια ξεκάθαρη απάντηση και προτίμησε να αναφερθεί γενικά και αόριστα στους κινδύνους που ελλοχεύουν για το Πατριαρχείο Γεωργίας από την τυχόν αναγνώριση υπ᾽ αυτού της Ορθοδόξου Εκκλησίας Ουκρανίας.
Στην Εκκλησία Γεωργίας εκτιμούν ότι, έχοντας υπόψη την πολυπλοκότητα της καταστάσεως σε αυτή την περιοχή, η δήλωση του μητροπολίτη Βολοκολάμσκ αποκτά απειλητικό περιεχόμενο.
Εκτός αυτού, τονίζεται στην ανακοίνωση του Πατριαρχείου Γεωργίας, είναι απολύτως λανθασμένη η θέση του Ιλαρίωνα ότι, δήθεν, η Εκκλησία της Ρωσίας ακύρωσε την συμμετοχή της στην Σύνοδο της Κρήτης εκφράζοντας την αλληλεγγύη της προς την Εκκλησία Γεωργίας.
«Εμείς, αναφέρεται στην δήλωση, δεν γνωρίζουμε ποία ήταν τα κίνητρα που τους οδήγησαν σε αυτή την απόφαση, όμως η Εκκλησία Γεωργίας δεν ζήτησε την υποστήριξη καμίας Εκκλησίας.
»Εκτός αυτού, το γεγονός ότι το Πατριαρχείο Μόσχας μας μνημονεύει στην έκτη θέση των Διπτύχων, ενώ η Κωνσταντινούπολη στην ενάτη, κάθε άλλο παρά σημαίνει ότι είμαστε υποχρεωμένοι να λαμβάνουμε υπόψη μας τις απόψεις του Πατριαρχείου Μόσχας. (…)
»Η Εκκλησία Γεωργίας δεν καθορίζει την θέση της στηριζόμενη σε πολιτικές αιτιολογίες, αλλά στους κανόνες της Εκκλησίας» (Βλ. εδώ στα ρωσικά).
Ακόμα και αν παραβλέψουμε το στοιχείο πανικού που έχει καταλάβει το Πατριαρχείο Μόσχας μετά την οδυνηρότατη ήττα του στην Ουκρανία, η υπεροπτική συμπεριφορά του, γενικώς, αποτυχημένου προέδρου του Τμήματος Εξωτερικών Σχέσεων, αποκαλύπτει μια από εκείνες τις συνιστώσες, οι οποίες σε μεγάλο βαθμό διαμορφώνουν την πολιτική της Εκκλησίας της Ρωσίας εντός και εκτός των ορίων αυτής και δεν είναι άλλη από την εσωστρεφή προσέγγιση της σύγχρονης πολιτικής συγκυρίας, στην οποία μοιραία οδηγεί η επιλογή του κοσμικού-πολιτικού προσανατολισμού και όχι της οδού της πνευματικότητας.
Με την σειρά της αυτή η επιλογή επαναλαμβάνει τις λανθασμένες τακτικές και εμμονές της εξωτερικής πολιτικής της Ρωσίας.
Συγκεκριμένα το περιεχόμενο αυτής της «κοινής γραμμής» Κράτους και Εκκλησίας δεν είναι άλλο από την πάγια δαιμονοποίηση της Δύσεως και την «διαπόμπευσή» της ως πηγή κάθε κακού για την «αγία Ρωσία».
Αυτό ακριβώς είναι και το περιεχόμενο της άκρως εθνοφυλετικής κοσμοθεωρίας του λεγομένου «ρωσικού κόσμου», το ιδεολογικό «τέκνο» του νυν Πατριάρχη Μόσχας, το οποίο κλήθηκε να αποτελέσει το αντίβαρο της κοσμικής εξωτερικής πολιτικής του ρωσικού κράτους.
Με άλλα λόγια, ο «ρωσικός κόσμος» προϋποθέτει την ύπαρξη μιας ομάδας κρατών, κοινός παρονομαστής των οποίων είναι το «πρωτείο» του Πατριαρχείου Μόσχας, το οποίο αναλαμβάνει ετσιθελικά τον ρόλο της «μητρός Εκκλησίας».
Βέβαια το γεγονός ότι ουδέποτε στην ιστορία τους οι Ουκρανοί ή οι Λευκορώσοι είχαν ταυτίσει την εθνική τους ταυτότητα με την Ρωσία, δεν έχει καμία σημασία για τους ιδεολόγους της Εκκλησίας της Ρωσίας.
Όμως, φίλτατε αναγνώστη της ΚΑΘΕΔΡΑΣ, η αυταπάτη σχετικά με την δήθεν ύπαρξη μιας συγκεκριμένης «σλαβικής συμμαχίας», που με λαχτάρα ενστερνίζονται αφελώς όσοι ακόμα πιστεύουν στην Ελλάδα ότι το «ξανθό γένος» θα τους σώσει (λες και τους είχε σώσει ποτέ!) γενικώς και αορίστως από κάθε είδους εχθρό, δεν έχει αποδώσει μέχρι σήμερα τους αναμενόμενους καρπούς.
Παρ᾽ όλες τις φιλότιμες προσπάθειες που καταβάλλει ο «δεινόσαυρος» Ρώσος ΥΠΕΞ, ο κόσμος των Βαλκανίων, μη εξαιρουμένης ακόμα και αυτής της Σερβίας, στρέφεται περισσότερο προς την «εκφυλισμένη» Δύση παρά προς την «αγία Ρωσία».
Η παταγώδης αποτυχία της ρωσικής εξωτερικής πολιτικής και ως προς το ζήτημα της Βορείου, πλέον, Μακεδονίας, παρ᾽ όλες τις απειλητικές προειδοποιήσεις του Κρεμλίνου που χαιρέκακα μετέδιδαν από την Μόσχα στα ελληνικά ΜΜΕ τα κάθε είδους «κόκκινα παπαγαλάκια», θα πρέπει να χρεωθεί αποκλειστικά στον Ρώσο ΥΠΕΞ Λαβρώφ, ο οποίος αδυνατεί να συνειδητοποιήσει ότι, η δαιμονοποίηση της Δύσεως αφήνει παγερά αδιάφορες τις κοινωνίες των Βαλκανίων (όπως επίσης και την ρωσική), οι οποίες κατανοούν ότι, δυστυχώς, η σημερινή Ρωσία δεν μπορεί να αποτελέσει για αυτούς μια ελκυστική εναλλακτική λύση.
Μοναδικός, λοιπόν, σκοπός της εντάξεως σε αυτό το ιδεολόγημα των τριών γειτονικών με την Ρωσία σλαβικών κρατών, δηλ. της Ουκρανίας και της Λευκορωσίας με την προσθήκη (ποιος ξέρει στη βάση ποιας λογικής;) και της Μολδαβίας, χώρες που, όπως μας διδάσκει η ιστορία, βρέθηκαν στη σύνθεση της ρωσικής αυτοκρατορίας κάθε άλλο παρά με την θέλησή τους, ήταν ουσιαστικά η, με κάθε τρόπο, πνευματική τους υποταγή στις ορέξεις όχι τόσο της Εκκλησίας, όσο του εξ ανατολών γείτονα.
Έτσι, η Εκκλησία συνέβαλε και αυτή με τον δικό της τρόπο στην δημιουργία δυο χωριστών πληθυσμιακών ομάδων: των «καλών», εκείνων δηλαδή που πιστεύουν ακράδαντα στην χίμαιρα της ιστορικής αναγκαιότητας της συμμαχίας με την Ρωσία, και των «κακών», εκείνων που επιμένουν στην ανεξάρτητη διαμόρφωση της εξωτερικής πολιτικής τους κράτους τους, η οποία δεν είναι υποχρεωτικό να περιλαμβάνει και τις προαπαιτούμενες σχεδόν «ερωτικές σχέσεις» με τον μεγάλο γείτονα.
Επομένως η εμμονή τόσο του Κρεμλίνου, όσο, βεβαίως, και του Πατριαρχείου Μόσχας στην ύπαρξη πολιτικών κινήτρων για την ίδρυση της Ορθοδόξου Εκκλησίας Ουκρανίας, θα μπορούσε να χαρακτηρισθεί ως… δικαιολογημένη, διότι το μεν Κρεμλίνο θεωρούσε ότι η Εκκλησία του Πατριαρχείου Μόσχας στην Ουκρανία αποτελεί ένα πρώτης τάξεως δίαυλο για την προώθηση των πολιτικών του θέσεων σε αυτή την χώρα, η δε Εκκλησία της Ρωσίας συμφώνησε χωρίς ενδοιασμό σε αυτό τον ρόλο της εκκλησιαστικής της δομής, εφόσον εξυπηρετούσε απολύτως και τις δικές της φιλοδοξίες να απομονώσει όσο το δυνατόν περισσότερο το Οικουμενικό Πατριαρχείο.
Με αυτόν τον τρόπο ό,τι δεν χωράει στα αυτάρεσκα προκαθορισμένα ηθικά και πνευματικά πλαίσια μιας άλλης ουτοπικής ιδέας, αυτής της «αγίας Ρωσίας», μετατρέπεται σε μια ξενοφοβική απειλή για την αντιμετώπιση της οποίας απαιτείται η λήψη αυστηρών περιοριστικών μέτρων.
Αν και ο γράφων ουδεμία συμπάθεια τρέφει προς τις λεγόμενες «καταστροφικές σέκτες», εντούτοις η απαίτηση της ποινικοποίησής τους από την οριζόμενη πλέον ως «επίσημη» Εκκλησία οδηγεί σε αντίθετα από αυτά που τυχόν επιθυμούσε ο νομοθέτης αποτελέσματα.
Συγκεκριμένα όχι μόνο τις ηρωοποιεί, αλλά ταυτόχρονα αποκαλύπτει την πλήρη αδυναμία της Εκκλησίας να προστατέψει το ποίμνιό της χωρίς την συνδρομή του κρατικού κατασταλτικού μηχανισμού.
Όσο και αν ακούγεται παράξενο, το γεγονός που αποκάλυψε τις εγγενείς πλέον αδυναμίες του Πατριαρχείου Μόσχας δεν ήταν άλλο από το γνωστό σκάνδαλο των κοριτσιών των Pussy Riot.
Αν και η πράξη τους ήταν και παραμένει απολύτως καταδικαστέα, εντούτοις αποτελεί ένα δείγμα για το πως αντιλαμβάνεται η σύγχρονη ρωσική κοινωνία, και ιδιαίτερα η νεολαία, την «εποχή Κυρίλλου».
Ίσως δε σε αυτό να οφείλεται και η σε επίπεδο «ιεράς εξετάσεως» σκληρότητα, με την οποία ο ηγέτης του «ρωσικού κόσμου» επέμενε στην παραδειγματική τιμωρία των μελών του συγκροτήματος.
Ξενοφοβία, κοινωνικός απομονωτισμός, ακραίος συντηρητισμός, πολιτικοποίηση του εκκλησιαστικού βίου και απόρριψη της πανορθόδοξης συνεργασίας, με αυτές τις λέξεις θα μπορούσαμε να χαρακτηρίσουμε τα «επιτεύγματα» αυτών των δέκα ετών της πατριαρχίας του Πατριάρχου Κυρίλλου.
Δυστυχώς ο μεγάλος αριθμός επαρχιών και ενοριών σε καμία περίπτωση δεν μπορεί να αποτελέσει το κριτήριο εκείνο που καθιστά μια Ορθόδοξη Εκκλησία μεγάλη.
Μεγάλη μπορεί να θεωρηθεί μόνο εκείνη η Εκκλησία, η οποία εργάζεται φιλότιμα και ειλικρινά για την ενίσχυση της πανορθόδοξης ενότητας χωρίς συμπλέγματα και πολιτικές σκοπιμότητες.
Οι αρμονικές σχέσεις της Εκκλησίας με την Πολιτεία και ολόκληρη της Κοινωνία αποτελούν μεν μια εκ των ων ουκ άνευ προϋποθέσεων για την απρόσκοπτη ανάπτυξη του κοινωνικού της έργου, όμως οι ταγοί αυτής δεν πρέπει να τρέφουν ψευδαισθήσεις ως προς την μακροβιότητα των πολιτικών τους επιλογών, διότι όχι μόνο και ο Καίσαρας, όπως εξάλλου και κάθε καίσαρας, είναι εφήμερος, αλλά και ανά πάσα στιγμή οι ιστορικές συγκυρίες μπορούν να στραφούν προς μια εντελώς διαφορετική και άκρως οδυνηρή για την ίδια την Εκκλησία κατεύθυνση.
Το πάθημα της Ουκρανίας θα πρέπει, επιτέλους!, να γίνει το ταχύτερο δυνατόν μάθημα για το Πατριαρχείο Μόσχας αν δεν θέλει να απωλέσει και τα τελευταία ψήγματα αξιοπρέπειας που ακόμα διαθέτει όχι μόνο σε αυτή την χώρα, αλλά και σε ολόκληρο τον χριστιανικό κόσμο.