Σύμφωνα με πληροφορίες που εκτιμούμε ως έγκυρες, οι τράπεζες οδηγούν σε πλειστηριασμό ακίνητα σημαντικής μελλοντικής αξίας (διαμερίσματα και κατοικίες σε ανερχόμενες περιοχές, πολυτελείς κατοικίες σε ακριβές περιοχές, μαγαζιά, γραφεία, εξοχικές βίλλες κ.ά.) που καλύπτουν «κόκκινα δάνεια» και στον πλειστηριασμό τα αγοράζουν σε πολύ χαμηλή τιμή, αφού προηγουμένως έχουν εκτιμήσει επίσης πολύ χαμηλά την εμπορική τους αξία.
Γι΄ αυτό φαίνεται ότι δεν εμφανίζονται αγοραστές στους πλειστηριασμούς.
Οι επαγγελματίες του χώρου μάλλον έχουν αντιληφθεί ότι η τράπουλα είναι σημαδεμένη.
Έτσι, οι τράπεζες κερδίζουν τριπλά, αφού καλύπτουν ένα μέρος του «κόκκινου δανείου», γράφουν ζημιά το υπόλοιπο μειώνοντας τα κέρδη και η ίδια η τράπεζα ή η θυγατρική της του real estate αποκτά σε χαμηλή τιμή ένα καθαρό περιουσιακό στοιχείο που θα πουλήσει αργότερα σε διπλάσια ή τριπλάσια τιμή.
Επειδή ότι είναι νομότυπο δεν είναι και ηθικό, ούτε αναγκαστικά και δίκαιο, ο κύκλος αυτός -ανεξάρτητα εάν είναι νομότυπος- χρήζει έρευνας τόσο από την εποπτεύουσα Τράπεζα της Ελλάδος, όσο και από την Επιτροπή Ανταγωνισμού, αλλά και τις φορολογικές αρχές και γιατί όχι από την εισαγγελία.
Η εικονικότητα των αποτιμήσεων, οι ενδο-ομιλικές συναλλαγές και πολλές άλλες πτυχές αυτής της πρακτικής για λόγους αποκατάστασης της κοινωνικής εμπιστοσύνης προς το τραπεζικό σύστημα πρέπει να διερευνηθούν. Υπάρχει και ένα ζήτημα ουσίας.
Οι τράπεζες αδειοδοτούνται από το κράτος προκειμένου να διαχειριστούν την αποταμίευση των πολιτών και των επιχειρήσεων προς όφελος του κοινωνικού συνόλου.
Η πρακτική που προαναφέραμε σίγουρα λειτουργεί υπέρ των μετόχων της τράπεζας, αλλά δεν είναι ξεκάθαρο εάν λειτουργεί και υπέρ της εθνικής οικονομίας, αφού οι πόροι που θα έπρεπε να χρηματοδοτούν την οικονομική ανάπτυξη διατίθενται ουσιαστικά για κερδοσκοπικούς λόγους, ίσως και για να φουσκώσουν τον αναβαλλόμενο φόρο….