Πλησιάζουμε στο τέλος του 2018 και – όπως όλα δείχνουν – τα χειρότερα για την ελληνική οικονομία βρίσκονται πλέον πίσω μας. Το ερώτημα, όμως, είναι πότε και αν θα μπορέσουμε να πάμε πραγματικά καλύτερα.
Ας μην γελιόμαστε: για μια οικονομία που έχει συρρικνωθεί κατά 25% και πλέον τα τελευταία χρόνια, δεν αρκεί απλώς να βγει από το φάσμα της ύφεσης.
Χρειάζεται γρήγορους και ταυτόχρονα διατηρήσιμους ρυθμούς ανάπτυξης.
Χρειάζεται να παράγει περισσότερο εθνικό πλούτο. Αρκετό για να μπορέσει η χώρα να εξυπηρετεί το δημόσιο χρέος της.
Αρκετό για να μπορέσει να αποκατασταθεί το βιοτικό επίπεδο των πολιτών και να εξαλειφθούν, σταδιακά έστω, οι κοινωνικές συνέπειες της κρίσης.
Αρκετό για να διασφαλισθεί η βιωσιμότητα του ασφαλιστικού συστήματος.
Αυτού του είδους η ανάπτυξη δεν μπορεί να επιτευχθεί, εάν δεν αλλάξει ριζικά το παραγωγικό μοντέλο της χώρας.
Κι αν έχει μείνει κανείς ακόμα που πιστεύει ότι μπορούμε να επιστρέψουμε στην – εντός εισαγωγικών – κανονικότητα των δεκαετιών πριν την κρίση, είναι καιρός να ξυπνήσει.
Για να μπορέσουμε να προχωρήσουμε, χρειάζεται να παράγουμε περισσότερα, ανταγωνιστικότερα, υψηλότερης προστιθέμενης αξίας προϊόντα και υπηρεσίες.
Χρειαζόμαστε περισσότερα ιδιωτικά κεφάλαια και σοβαρές επενδύσεις. Επενδύσεις σε φυσικό και ανθρώπινο κεφάλαιο.
Επενδύσεις για να αυξηθεί η καινοτομία, η ποιότητα και η διαφοροποίηση της ελληνικής παραγωγής.
Επενδύσεις για να δημιουργηθούν βιώσιμες θέσεις εργασίας, ευκαιρίες και προοπτικές για τους νέους ειδικά ανθρώπους.
Χρειαζόμαστε περισσότερες εξωστρεφείς και ανταγωνιστικές επιχειρήσεις.
Είναι προφανές, πιστεύω, το γιατί η προσπάθεια μετασχηματισμού της ελληνικής οικονομίας πρέπει να έχει ως επίκεντρο την Περιφέρεια και τις επιχειρήσεις που δραστηριοποιούνται σε αυτή.
Πρέπει να σχεδιαστούν πολιτικές για την υποστήριξη της επιχειρηματικής ανάπτυξης και την προσέλκυση επενδύσεων σε περιφερειακό και τοπικό επίπεδο.
Πολιτικές κατάλληλα στοχευμένες και προσαρμοσμένες στα χαρακτηριστικά, στα συγκριτικά πλεονεκτήματα και τις δυνατότητες κάθε περιοχής.
Για να αξιοποιηθούν οι δυνατότητες αυτές, χρειάζονται κατάλληλα κίνητρα και πολιτικές, χρειάζονται στοχευμένες δράσεις ενίσχυσης της επιχειρηματικότητας, αλλά και ένα ευνοϊκό επιχειρηματικό περιβάλλον.
Ένα περιβάλλον που θα επιτρέψει στις υφιστάμενες επιχειρήσεις να αυξήσουν την ανταγωνιστικότητα και την εξωστρέφειά τους.
Ένα περιβάλλον που θα ενθαρρύνει την προσέλκυση επενδύσεων και την εισροή νέων κεφαλαίων στην Περιφέρεια.
Ο ρόλος των Επιμελητηρίων στην προσπάθεια αυτή είναι καίριος και ουσιαστικός.
Είναι γνωστό ότι τα Επιμελητήρια, όλα αυτά τα δύσκολα χρόνια της κρίσης, αποτελούν τον καθημερινό, αξιόπιστο σύμμαχο της επιχείρησης.
Εκσυγχρονίζοντας, εμπλουτίζοντας και αναβαθμίζοντας ποιοτικά τις υπηρεσίες τους.
Αξιοποιώντας σύγχρονα εργαλεία, που μειώνουν τη γραφειοκρατία και εξοικονομούν χρόνο και κόστος για τις επιχειρήσεις.
Αναπτύσσοντας διασυνοριακές και διαπεριφερειακές συνεργασίες.
Δράσεις εξωστρέφειας και δικτύωσης των επιχειρήσεων.
Δράσεις επιμόρφωσης επιχειρηματιών και στελεχών.
Αναλαμβάνοντας πρωτοβουλίες για την προβολή των τοπικών προϊόντων και του τουρισμού.
Υλοποιώντας εθνικά και κοινοτικά προγράμματα στήριξης και ανάπτυξης της επιχειρηματικότητας.
Και βέβαια σημαντικές δράσεις προκύπτουν μέσα από τη συνεργασία των Επιμελητηρίων με την Αυτοδιοίκηση πρώτου και δευτέρου βαθμού.
Θεωρούμε ότι η συνένωση δυνάμεων μεταξύ της Αυτοδιοίκησης και της Επιμελητηριακής Κοινότητας είναι κρίσιμης σημασίας στην προσπάθεια για τόνωση της ανάπτυξης σε τοπικό και περιφερειακό επίπεδο.
Οι Δήμοι, οι Περιφέρειες, τα Επιμελητήρια είναι φορείς που έχουν άμεση γνώση των προβλημάτων, των αναγκών και των δυνατοτήτων κάθε περιοχής.
Μπορούν λοιπόν δρώντας από κοινού και συμπληρωματικά, να σχεδιάσουν καλύτερα στοχευμένες και αποτελεσματικές ενέργειες. Μπορούν να διαμορφώσουν προτάσεις και διεκδικήσεις.
Μπορούν – κι αυτό είναι ιδιαίτερα σημαντικό κατά τη γνώμη μου – να συμβάλουν στην καλλιέργεια μιας σύγχρονης, θετικής επιχειρηματικής κουλτούρας σε τοπικό και ευρύτερο επίπεδο.
Πέρα από την ανάπτυξη υπηρεσιών και δράσεων για τη στήριξη της επιχειρηματικότητας, τα Επιμελητήρια επιτελούν και έναν εξίσου σημαντικό ρόλο.
Αυτόν της εκπροσώπησης της επιχειρηματικής κοινότητας. Έχουν την ευθύνη να συμμετέχουν ενεργά στο δημόσιο διάλογο, μιλώντας με τη φωνή της αγοράς.
Μεταφέροντας τα αιτήματα, τους προβληματισμούς και τις θέσεις των επιχειρήσεων, κάθε μεγέθους και κάθε κλάδου.
Και αυτό το καθήκον υπηρετούμε με συνέπεια, υπευθυνότητα και επιμονή όλα τα αυτά τα χρόνια.
Από την αρχή της κρίσης, η Επιμελητηριακή Κοινότητα επισημαίνει προβλήματα, διατυπώνει προτάσεις, διεκδικεί.
Τόσο η Κεντρική Ένωση όσο και τα κατά τόπους Επιμελητήρια, έχουν καταθέσει ως τώρα δεκάδες υπομνήματα, μελέτες και τεκμηριωμένες προτάσεις, με σκοπό την ταχύτερη και οριστική έξοδο από την κρίση.
Ζητούμε επίμονα την προώθηση και την ολοκλήρωση των μεταρρυθμίσεων που απαιτούνται για την αναδιάρθρωση της παραγωγικής βάσης της ελληνικής οικονομίας.
Για την ενίσχυση της ανταγωνιστικότητας, για την προσέλκυση επενδύσεων, για τη δημιουργία περισσότερων, βιώσιμων θέσεων εργασίας.
Αναγκαία προϋπόθεση για βιώσιμη ανάπτυξη, τραπεζικό δανεισμό, στήριξη της νεανικής επιχειρηματικότητας και προώθηση της ανταγωνιστικότητας της οικονομίας είναι η εξυγίανση των τραπεζών.
Οι τράπεζες είναι κλειδί στην ανάκαμψη της οικονομίας. Χωρίς υγιείς τράπεζες δεν μπορεί να έρθει βιώσιμη ανάπτυξη.
Είναι δύσκολο να μπουν νέοι επενδυτές σε τράπεζες και να τις δυναμώσουν κεφαλαιακά για άλλη μία φορά, αν δεν υπάρξουν ξεκάθαρες προοπτικές κερδοφορίας τους και δεν απομακρυνθούν οι αβεβαιότητες από τους ισολογισμούς τους (όπως τα μη-εξυπηρετούμενα ανοίγματα (ΜΕΑ), η αβέβαιη αξία του κεφαλαιοποιημένου αναβαλλόμενου φόρου κλπ).
Η πρόσφατη πρόταση της ΤτΕ για οχήματα ειδικού σκοπού (SPVs) για τη διαχείριση των ΜΕΑ είναι σε αυτή την κατεύθυνση.
Η απαλλαγή των τραπεζών από τα μη εξυπηρετούμενα ανοίγματα θα τους επιτρέψει να προσελκύσουν κεφάλαια, να εστιάσουν στην πιστωτική επέκταση και στην κερδοφορία τους.
Υπάρχει πρόβλημα έλλειψης φτηνής χρηματοδότησης στην οικονομία.
Στο επίπεδο των νοικοκυριών και μικρομεσαίων επιχειρήσεων, έχει υπάρξει μείωση του επίπεδου του δανεισμού, κυρίως λόγω της περιορισμένης προσφοράς. Αυτό όμως έχει περιορίσει τη ρευστότητα στην οικονομία.
Στο επίπεδο των μεγάλων επιχειρήσεων, οι ελληνικές επιχειρήσεις δανείζονται στις διεθνείς χρηματαγορές με υψηλότερα επιτόκια σε σχέση με τους Ευρωπαίους ανταγωνιστές τους.
Χωρίς τη βελτίωση των προοπτικών της Ελληνικής οικονομίας – και την αντίστοιχη μείωση των spreads των Ελληνικών ομολόγων – το κόστος δανεισμού των Ελληνικών επιχειρήσεων θα παραμείνει συγκριτικά υψηλό.
Η αλήθεια είναι ότι, παρά τη σχετική βελτίωση της ανταγωνιστικότητας σε επίπεδο μισθών και τιμών, υπήρξε μικρή πρόοδος σε μια σειρά από άλλες, σημαντικές παραμέτρους. Όπως είναι:
o Η πρόσβαση στον τραπεζικό δανεισμό.
o Η απλοποίηση των διαδικασιών για τη δημιουργία νέων επιχειρήσεων.
o Η δημιουργία ενός προβλέψιμου φορολογικού πλαισίου, με χαμηλούς φορολογικούς συντελεστές
o Ο περιορισμός της γραφειοκρατίας
Για αυτό και η χώρα δεν έχει βελτιώσει τη θέση της στο παγκόσμιο ανταγωνισμό.
Η κυβέρνηση επικεντρώνει την προσπάθεια της στα θετικά δημοσιονομικά αποτελέσματα, τα υψηλά πρωτογενή πλεονάσματα και στην επιλογή της να μοιράζει το μεγαλύτερο μέρος του πλεονάσματος στα αδύναμα κοινωνικά στρώματα. Και εν μέρει συμφωνούμε.
Η επιλογή της όμως να μειώνει τις δημόσιες επενδύσεις δεν μας βρίσκει σύμφωνους.
Πρέπει να δοθεί έμφαση στη διαμόρφωση ενός νέου μείγματος δημοσιονομικής πολιτικής, στην ολοκλήρωση των διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων και στην ενίσχυση της υγιούς επιχειρηματικότητας.
Με αυτές τις προϋποθέσεις, η χώρα θα μπορέσει να εξασφαλίσει υψηλότερους ρυθμούς ανάπτυξης, να προσελκύσει νέες επενδύσεις να βελτιώσει τη βιωσιμότητα του χρέους και του ασφαλιστικού συστήματος της χώρας χωρίς να απαιτηθούν νέα μέτρα.
Αν δεν βελτιωθεί πραγματικά η ανταγωνιστικότητα της ελληνικής οικονομίας και το περιβάλλον άσκησης της επιχειρηματικής δραστηριότητας, δεν μπορούμε να μιλάμε για ανάκαμψη και ανάπτυξη.
Δεν μπορούμε να μιλάμε για κοινωνική πολιτική και στήριξη των οικονομικά ασθενέστερων, με ένα μείγμα πολιτικής που καθηλώνει την ανάπτυξη σε χαμηλούς ρυθμούς.
Όλες οι θυσίες και οι προσπάθειες που έγιναν τα προηγούμενα χρόνια, κρίνονται τώρα.
Τώρα πρέπει να προχωρήσουν οι αλλαγές και οι παρεμβάσεις που χρειάζονται, για να υπάρξει στον τόπο μας πραγματική ανάπτυξη και κοινωνική συνοχή.
Οι προτεραιότητες είναι ξεκάθαρες:
– Βελτίωση του φορολογικού περιβάλλοντος: με δραστική απλοποίηση της φορολογικής νομοθεσίας, με καθιέρωση flat tax για τις επιχειρήσεις στο 15%, με θέσπιση ενιαίας φορολογικής κλίμακας. Με μείωση των ασφαλιστικών εισφορών, από το 20% στο 10%.
– Ολοκλήρωση των διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων: με επιτάχυνση των αποκρατικοποιήσεων, προσαρμογή της εργατικής νομοθεσίας στα ευρωπαϊκά δεδομένα, επιτάχυνση της διαδικασίας απονομής της δικαιοσύνης, αναμόρφωση του Πτωχευτικού Κώδικα, ολοκλήρωση του εθνικού και χωροταξικού σχεδιασμού και κωδικοποίηση των χρήσεων γης.
– Αξιοποίηση των ΣΔΙΤ για την ταχεία υλοποίηση μεγάλων επενδύσεων σε τομείς – κλειδί για την ανάπτυξη, όπως οι μεταφορές και το διαμετακομιστικό εμπόριο, η ενέργεια, ο τουρισμός κ.α.
– Ριζική αναμόρφωση της Δημόσιας Διοίκησης: με θέσπιση ποιοτικών και ποσοτικών στόχων, με ενίσχυση των μέσων ηλεκτρονικής διακυβέρνησης, με αξιοποίηση θεσμών όπως η αυτοπληροφόρηση του Δημοσίου κ.ά.
– Αντιμετώπιση της πολυνομίας και της κακονομίας: με ουσιαστικό νομοθετικό προγραμματισμό, με ανώτατα ετήσια όρια παραγωγής νομοθεσίας ανά Υπουργείο, με σαφή κωδικοποίηση, με εξορθολογισμό και έλεγχο των υπουργικών και βουλευτικών προσθηκών και τροπολογιών.
– Ενίσχυση της Μικρομεσαίας Επιχειρηματικότητας: με κίνητρα και ευέλικτα χρηματοδοτικά εργαλεία, για να επενδύσει στην καινοτομία και στην εξωστρέφεια. Με ειδικά προγράμματα για τις νεοφυείς επιχειρήσεις.
– Νέα εθνική πολιτική για τη μεταποίηση: με ανάδειξη και ενίσχυση δυναμικών κλάδων, με πολιτικές για τη μείωση του ενεργειακού κόστους, με νέα στρατηγική για τη χρηματοδότηση επενδύσεων.
– Αναμόρφωση της Τριτοβάθμιας Εκπαίδευσης. Σύνδεση των Πανεπιστημίων με τον κόσμο της παραγωγής. Συνεργασίες με τον ιδιωτικό τομέα για τη χρηματοδότηση της έρευνας και την αξιοποίηση της γνώσης για την ανάπτυξη της καινοτομίας.
Για όλα αυτά που πρέπει να γίνουν, η Επιμελητηριακή Κοινότητα έχει διατυπώσει όχι μόνο αιτήματα, αλλά και συγκεκριμένες και τεκμηριωμένες προτάσεις.
Τις οποίες υποστηρίζει με θάρρος και επιμονή εδώ και χρόνια. Τώρα πρέπει να κάνουμε τη φωνή μας πιο δυνατή.