Πρωτοστάτησαν στη δημιουργία του «βρώμικου ‘89». Στη συνέχεια παριστάνοντας τις «αθώες περιστερές» πρωτοστάτησαν πάλι στη στρέβλωση και τη λήθη για τα πραγματικά γεγονότα που συνιστούσαν το σκάνδαλο και τις υπαρκτές πολιτικές ευθύνες.
Γιατί τελικά το σκάνδαλο Κοσκωτά ήταν πραγματικό και η κλοπή των 33,5 δισεκατομμυρίων προκαλούσε ίλιγγο για τα οικονομικά δεδομένα εκείνης της εποχής.
Η απόφαση του Ειδικού Δικαστηρίου που εκδόθηκε μετά από καθοριστικές πολιτικές εξελίξεις –αλλά και φανερές καθώς και υπόγειες διευθετήσεις στο χώρο της πολιτικής, του τύπου και κάποιων επιχειρήσεων- προφανώς δεν δικαιολογεί την προσπάθεια να καθιερωθεί στην συλλογική συνείδηση η εντύπωση ότι αυτή η «ιστορία» συνιστά το «βρώμικο ‘89».
Γιατί οι πολιτικές ευθύνες ήταν οφθαλμοφανείς και αναμφισβήτητες. Καταδικάστηκαν οι Τσοβόλας και Πέτσος, ο Κουτσόγιωργας σε λογαριασμούς του οποίου στην Ελβετία κατατέθηκαν εκατομμύρια δολάρια δεν πρόλαβε την δικαστική απόφαση αφού πέθανε κατά την διάρκεια της δίκης ενώ χαρακτηριστικό για την αθώωση του Παπανδρέου – με ψήφους 7 έναντι 6 για το σκέλος της «ηθικής αυτουργίας σε απιστία κατ’ εξακολούθηση σε βαθμό κακουργήματος»- είναι το σκεπτικό της μειοψηφίας των δικαστών οι οποίοι υποστήριξαν την ενοχή του.
Συγκεκριμένα οι 6 ανώτατοι δικαστές υποστήριξαν: «(…) Ο πρώτος των κατηγορουμένων ως πρωθυπουργός της Ελλάδας και κατά το από 11 Ιουνίου 1987 έως 19 Οκτωβρίου 1988 κρίσιμο χρονικό διάστημα, είχε την αυτονόητη υποχρέωση και πρώτιστο καθήκον κατά τις διατάξεις του Συντάγματος και του νόμου να κατευθύνει τις ενέργειες της κυβέρνησης, να συντονίζει την κυβερνητική πολιτική σε όλους τους τομείς και να εποπτεύει για την εφαρμογή των νόμων προς το συμφέρον του κράτους και των πολιτών. Είχε ακόμη τη δυνατότητα ως πολιτικός προϊστάμενος της ΕΥΠ να πληροφορηθεί αμέσως το ποιόν και τη δράση του Γεωργίου Κοσκωτά. Γιατί δεν είναι νοητό ένας πρωθυπουργός της ευφυΐας του πρώτου να μην θέλησε να πληροφορηθεί ποιος είναι ο Γεώργιος Κοσκωτάς, όταν ο Τύπος και όλοι οι Έλληνες διερωτώντο πώς ένας τόσο νέος είχε τη δυνατότητα να αγοράζει μία Τράπεζα και να δημιουργεί συνεχώς νέες επιχειρήσεις, αλλά και να στέλνεται με κυβερνητική εισήγηση στις ΗΠΑ προκειμένου να συναντηθεί με τον Πρόεδρο και άλλους αξιωματούχους των ΗΠΑ. (…)
Ο Γεώργιος Κοσκωτάς όμως παρ’ όλα αυτά, απολάμβανε της πλήρους υποστήριξης και κάλυψης της πολιτικής εξουσίας. Είχε τη δυνατότητα να προσφωνεί και να προσφωνείται από τον πρωθυπουργό της χώρας του με δηλωτικές οικειότητας φράσεις, είχε τη δυνατότητα να βλέπει τον πρωθυπουργό κατ’ ιδίαν στην οικία του σε μια εποχή που η ελληνική κοινωνία είχε αρχίσει να πείθεται για τη δράση του. Και ακόμα, να έχει την προστασία του, όπως προκύπτει από το γεγονός ότι η πρωθυπουργική γραμματεύς παρενέβη υπέρ αυτού κατ’ εντολή του Ανδρέα Παπανδρέου και υποχρέωσε τον υφυπουργό Γεώργιο Πέτσο να δεχτεί τον Κοσκωτά και να τον εξυπηρετήσει (…)».
Φυσικά ο «μύθος» που καλλιεργείται σχετικά με τις αποφάσεις του δικαστηρίου είναι ότι υπαγορεύθηκαν από συμφέροντα πολιτικά και επιχειρηματικά. Το θέμα είναι όμως ότι αυτό το αφήγημα έχει «καρκινική» γραφή, μπορεί δηλαδή να χρησιμοποιηθεί και από τις δύο πλευρές. Γιατί αν η καταδίκη για την μία πλευρά ήταν επηρεασμένη από εξωδικαστικούς παράγοντες το ίδιο μπορεί να ισχυριστεί κάποιος και για την αθώωση ή και τις καταδίκες, που μπορεί να τις χαρακτηρίσει ήπιες ή ακόμα και προσχηματικές. Πόσο μάλλον που θα έπρεπε οι τελευταίες να είναι σε κάποιο βαθμό συμβατές από το ένα μέρος με την αθώωση Παπανδρέου αλλά από την άλλη και με την βοούσα αλήθεια. Επιπλέον και η μεταχείριση του ίδιου του Κοσκωτά από την τακτική δικαιοσύνη και το σωφρονιστικό σύστημα –αποφυλακίστηκε το 2001- ήταν αρκετά ενδεικτική κινήσεων που φαίνεται να έγιναν στο παρασκήνιο.
Η ιστορία ξεκίνησε από τον συνασπισμό 4 εκδοτών του «προοδευτικού» φιλοΠΑΣΟΚικού τύπου -Λαμπράκης, Μπόμπολας, Τεγόπουλος, Κουρής- και τον Βουδούρη(ο οποίος είχε ξεκινήσει ως οπαδός του Ανδρέα Παπανδρέου) -εκδότη του αντιΠΑΣΟΚικού «Ε.Τ.»- τον Αύγουστο του ‘87. Το κίνητρο εμφανώς ήταν η κυριαρχία στον χώρο του ενημέρωσης και της χειραγώγησης των πολιτών και των πολιτικών. Τα εκλογικά αποτελέσματα των τριπλών εκλογών ’89-’90 καθόρισαν τις εξελίξεις και τις συμμαχίες όσον αφορά το σκάνδαλο και όχι μόνο.
Στα πλαίσια της διαχείρισης αυτών των εξελίξεων ανεφύη το αφήγημα του «βρώμικου 89». Δεν προκαλεί λοιπόν έκπληξη –στα πλαίσια των νέων συμμαχιών και των νέων σκοπιμοτήτων- το σημερινό(18/11) πρωτοσέλιδο(ΒΗΜΑ) που ανακάλυψε ότι «Στήνουν “βρώμικο ‘19”» καταλογίζοντας στο «σύστημα Μαξίμου» ότι «ξέθαψαν την υπόθεση C4I και μεθόδευσαν τον έλεγχο των λογαριασμών Σημίτη, ενώ ξέχασαν το βούλευμα για τους υπουργούς του Καραμανλή». Νάτο πάλι το αγαπημένο αφήγημα για τις υπόγειες διασυνδέσεις Τσίπρα-Καραμανλή. Μόνο που εκτός από αβάσιμο και αστήρικτο, σε βαθμό γελοιότητας, έχει καταντήσει μονότονο και κουραστικό.
Προκύπτουν πάντως αναπάντητα ερωτήματα: μήπως αντί για φανταστικές «βρώμικες» χρονολογίες υφίστανται βρώμικα συγκροτήματα; Επιπλέον μέχρι πότε και ως ποιο βαθμό αυτά θεωρούν ότι θα μπορούν να χειραγωγούν τους πολίτες για να συνδιοικούν με τους πολιτικούς;