Διανύουμε τον 45ο χρόνο της Γ’ Ελληνικής Δημοκρατίας. Το πολίτευμα της Προεδρευόμενης Δημοκρατίας αποδείχθηκε ανθεκτικό στο χρόνο. Το ίδιο και το θεσμικό πλαίσιο που καθορίζει τους θεμελιώδεις κανόνες λειτουργίας του.
Παρά τις αρχικές αμφισβητήσεις -και την απογύμνωση των εξουσιών του Π.τ.Δ. που αποδυνάμωσε τον ρυθμιστικό ρόλο του- το κοινοβουλευτικό αντιπροσωπευτικό σύστημα λειτουργεί εξασφαλίζοντας τα στοιχειώδη δημοκρατικά δικαιώματα και τις πολιτικές ελευθερίες.
Ανεξάρτητα, όμως, από το γεγονός αυτό και από τις τυχόν σκοπιμότητες που κρύβονται πίσω από την συζήτηση που άνοιξε με πρωτοβουλία της κυβέρνησης για την νέα αναθεώρηση του Καταστατικού Χάρτη, παραμένει αναμφισβήτητο γεγονός ότι υπάρχουν προβλήματα που έχουν διαπιστωθεί από την μέχρι τώρα λειτουργία του –το οποία δημιουργεί και η έλλειψη δημοκρατικού μέτρου στη δίψα ορισμένων πολιτικών δυνάμεων για την εξουσία- τα οποία οφείλουν να αντιμετωπιστούν.
Ανακύπτουν προβλήματα με τον χρόνο των εκλογών ο οποίος καταλήγει να είναι ένα καταστροφικό παιχνίδι στα χέρια των κυβερνήσεων και ενίοτε, μέσω της προεδρικής εκλογής, στα χέρια της αντιπολίτευσης.
Δεν μπορεί να μην υφίστανται «θεσμικά αντίβαρα» (Checks and Balances) τα οποία θα αποτρέπουν την κυβέρνηση να προκηρύσσει εκλογές όταν θεωρεί ότι το κλίμα την εξυπηρετεί και παράλληλα δεν θα επιτρέπουν στην αντιπολίτευση να εκμεταλλεύεται την εκλογή του Π.τ.Δ. για τον ίδιο σκοπό.
Το τελευταίο «κενό» εκμεταλλεύτηκε το 2015 ο κύριος Τσίπρας –αλλά και ο κύριος Παπανδρέου πριν από το ξέσπασμα της κρίσης- για να αναρριχηθούν, με καταστροφικά αποτελέσματα, στην εξουσία.
Το αρχικό πνεύμα του συντάκτη για ευρύτερη συναίνεση σε συνδυασμό με αυξημένες προεδρικές εξουσίες ήταν ορθό, πρέπει να επανέλθει.
Ανακύπτουν προβλήματα με την ρευστότητα του εκλογικού συστήματος το οποίο έχει γίνει όργανο κομματικών σκοπιμοτήτων.
Ακραίο παράδειγμα οι τριπλές εκλογές ’89-’90 όταν, παρά το ποσοστό του 47%, η Ν.Δ. δεν εξασφάλισε κοινοβουλευτική αυτοδυναμία.
Ήταν, τότε, ένα από τα ακραία αντιδημοκρατικά παιχνίδια του ΠΑ.ΣΟ.Κ. για τα οποία δεν τιμωρήθηκε από το εκλογικό σώμα με αποτέλεσμα την παγίωση σε στελέχη, αλλά και σε πολλούς οπαδούς του, καθεστωτικής-ολοκληρωτικής αντίληψης.
Ανακύπτουν προβλήματα από την λανθασμένη ή τουλάχιστον ασαφή οριοθέτηση των εξουσιών –νομοθετικής, εκτελεστικής και δικαστικής- με αποτέλεσμα σε πολλές περιπτώσεις να εμφανίζονται προβλήματα, καχυποψίες και αμφισβητήσεις.
Ανακύπτουν όμως προβλήματα και με την λειτουργία της 4ης εξουσίας η οποία -μετά την απελευθέρωση του ραδιοφώνου και της τηλεόρασης- έγινε όργανο της διαπλοκής.
Στα χέρια της κατέληξε να είναι εργαλείο χειραγώγησης της πολιτικής και των λειτουργών της δημιουργώντας τους της αίσθηση της ατιμωρησίας.
Οι αθρόες καταδίκες τέως υπουργών των παντοδύναμων κυβερνήσεων του «ανεξέλεγκτου εκσυγχρονισμού» επιβεβαιώνουν ότι: «η απόλυτη εξουσία διαφθείρει απόλυτα».
Ανακύπτουν προβλήματα με το γεγονός ότι, ενώ οι οικονομικές και πολιτικές elite αναπαράγονται στα πανεπιστήμια του εξωτερικού δημιουργώντας την σύγχρονη «αριστοκρατική» τάξη, η συντριπτική πλειοψηφία της νεολαίας να συνθλίβεται στο εκπαιδευτικό σύστημα που δομείται από την πολιτική αβελτηρία με τη βασική συνέργεια της πανεπιστημιακής κοινότητας εν ονόματι του «απαραβίαστου» του άρθρου 16.
Γιατί το βασικό πρόβλημα της εκπαίδευσης στην Ελλάδα δεν υφίσταται στις δύο πρώτες βαθμίδες αλλά στην τριτοβάθμια εκπαίδευση στην οποία με ανευθυνότητα συντελείται η καταστροφή των αρίστων και η εξαπάτηση των αδύνατων.
Η τραυματική εμπειρία του Ιουλίου του ’15 και του «ηρωικού όχι» -που γιορτάστηκε με ζουρνάδες και νταούλια στο Σύνταγμα- και μετατράπηκε, ευτυχώς, σε ένα πολύ ακριβό για τους πολίτες ναι, δείχνει ότι ο δρόμος της «άμεσης δημοκρατίας» είναι επικίνδυνος.
Άλλωστε, αν δεν αρκεί η δική μας εμπειρία, έχουμε τις περιπτώσεις του Κάμερον στο Ηνωμένο Βασίλειο και του Ρέντσι στην Ιταλία που επιβεβαιώνουν ότι η διακυβέρνηση είναι πολύ σοβαρή και δύσκολη υπόθεση για να την αφαιρείς από την αντιπροσωπευτική δημοκρατία και να την εμπιστεύεσαι στον ευμετάβλητο ψυχισμό του εκλογικού σώματος.
Πρέπει να ανοίξει, λοιπόν, ο διάλογος για το Σύνταγμα και οφείλουν όλα τα δημοκρατικά κόμματα να συμμετάσχουν σε αυτόν.
Αρκεί να διεξαχθεί με επιχειρήματα και χωρίς καιροσκοπισμούς με, την μόνη πραγματικά προοδευτική, διάθεση να διαπιστωθούν και να επιλυθούν όσα εκ των προβλημάτων είναι εφικτό.
Βεβαίως ο Πρωθυπουργός δεν πείθει ότι επιδιώκει την συναίνεση –αναγκαία προϋπόθεση για την αναθεώρηση- όταν καθορίζει μόνος και αυθαίρετα την ατζέντα της συζήτησης, ιδιαίτερα μάλιστα όταν το 35% του 2015, δεν του παρέχει επαρκή πολιτική νομιμοποίηση.